Για περίπου μια βδομάδα δεν υπήρξε άλλο πρόβλημα σαν αυτό που είχε προκύψει με τα σαλιγκάρια. Η Βίκυ γνώριζε ότι δεν ήταν ακριβώς επειδή ο Αποστόλης τα είχε διώξει˙ μάλλον έφταιγε η απότομη αλλαγή του καιρού. Ωστόσο, εκείνη συνέχισε να τον επαινεί για τη γενναία πράξη του.
Είχε μπει Νοέμβρης και ο ουρανός κατά κάποιο περίεργο τρόπο είχε ανοίξει. Ο ήλιος ήταν δυνατός και ξάστερος. Έδειχνε την επιδημία των σαλιγκαριών για τέσσερις μέρες στις ειδήσεις και την προηγούμενη Πέμπτη είχε βγει μια νέα είδηση πως όλα τους είχαν εξαφανιστεί από τους κήπους των κατοίκων. Η συχνότητα του φαινομένου δεν είχε απλώς μειωθεί (κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα γινόταν βαθμιαία) αλλά είχε χαθεί θαρρείς με το πάτημα ενός διακόπτη.
Για μερικούς όμως δεν ήταν τόσο ήρεμα τα πράγματα. Ένας μικρός —αλλά σχετικά σημαντικός— αριθμός κατοίκων εμφάνισε φοβερούς πονόκοιλους. Αυτό είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα τον Αποστόλη. Υπήρξε μια ανακοίνωση τις δύο τελευταίες μέρες από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων για κάποια ενδεχόμενη λοιμική ασθένεια που, κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην εισβολή των σαλιγκαριών. Ο Αποστόλης είχε έρθει σε επαφή με τους γυμνοσάλιαγκες στο νεροχύτη πριν δύο μέρες. Αλλά γνώριζε ότι τα γαστερόποδα όπως οι γυμνοσάλιαγκες δεν κουβαλούσαν ασθένειες. Γνώριζε εν τούτοις ότι κουβαλούσαν παράσιτα, όχι όμως ικανά να επηρεάσουν τους ανθρώπους, πόσο μάλλον ένα τόσο μεγάλο πληθυσμό ενηλίκων την ίδια χρονική στιγμή. Σκέφτηκε ότι κάτι άλλο συνέβαινε εδώ πέρα, κάτι που δεν του άρεσε καθόλου.
Η Βίκυ και ο Αποστόλης βρίσκονταν στην κουζίνα. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ ετοίμαζε τον καφέ της στην καφετιέρα. Είχε αγοράσει νερό απέξω γιατί φοβόταν μήπως πετάγονταν σάλιαγκες από την βρύση και αποδεικνυόταν πως ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει. Καμιά φορά, έτσι όπως μετατοπιζόταν από πάγκο σε πάγκο, στα μάτια της στραφτάλιζαν τα νομίσματα που είχε αφήσει ο Αποστόλης μπροστά από την πόρτα της κουζίνας. Η Βίκυ επέμενε να μη τα βγάλουν ωσότου περνούσε ολοκληρωτικά η τρέλα που επικρατεί.
Πήρε το φλιτζάνι της και κάθισε απέναντι στον Αποστόλη. «Φαίνεσαι καλύτερα», του είπε.
«Πώς φαινόμουν πριν, δηλαδή;» απόρησε εκείνος, ενώ ξεφύλλιζε την εφημερίδα του.
«Σαν άρρωστος», του απάντησε. Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. «Αλήθεια, δεν μου είπες. Γιατί νομίσματα;»
«Χαλκός», αποκρίθηκε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του πάνω.
Η Βίκυ ανασήκωσε το φρύδι της. «Και γιατί αυτό;»
«Ο χαλκός τα απωθεί. Όταν έρχεται σε επαφή με τη βλέννα, γίνεται αντίδραση και αυτό στέλνει ηλεκτρικά σήματα στο σαλιγκάρι».
«Σαν ηλεκτροσόκ;»
«Ακριβώς».
«Και γιατί όχι αλάτι; Καλύτερη δουλειά θα έκανε».
«Δε θέλω να το ξανακούσω αυτό», είπε δυσαρεστημένος. «Δεν τους έριξα αλάτι για τον ίδιο λόγο που δεν κάλεσα την υπηρεσία απεντόμωσης».
Η Βίκυ δε θύμωσε. Για την ακρίβεια, ένιωθε ωραία. «Έχεις καλή ψυχή, Αποστόλη». Του έπιασε το χέρι. «Αυτό είναι που μου αρέσει σε σένα. Αλλά γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα; Ότι δεν σκόπευες ποτέ να τους καλέσεις».
«Δε νομίζω να γλίτωνα τις υστερίες σου διαφορετικά».
Η Βίκυ γέλασε. «Συγγνώμη που σου έχω προκαλέσει τέτοιο φόβο. Είναι άσχημο τώρα που το σκέφτομαι. Γίνομαι όντως σκύλα ώρες-ώρες».
«Δεν είπα σκύλα».
«Έστω, αυτό υπονοείς», είπε και του χαμογέλασε. «Άλλωστε, αν εγώ φοβάμαι κάτι τόσο δα πραματάκια, φαντάσου πόσο θα πρέπει εσύ να με φοβάσαι».
Γέλασαν και οι δυο.
«Θα προσπαθήσω να το αλλάξω», είπε εκείνη, και το εννοούσε. «Θες καφέ;»
«Αφού ξέρεις ότι δεν μ’ αρέσει ο καφές».
«Ναι, αλλά δεν έκλεισες μάτι χθες το βράδυ. Νομίζεις πως δεν σ’ άκουγα;»
«Δηλαδή;»
«Σάλιωνες συνέχεια το στόμα σου», είπε. «Σπαστικός ήχος».
«Κοιμόμουν βαριά. Μάλλον πάλι θα έβλεπα όνειρο ότι έτρωγα».
«Το είχα ξεχάσει ότι έχεις αυτό το κρυφό ταλέντο. Μια φορά σε είχα ακούσει να λες ‘Νόστιμο γιαούρτι. Μήπως είναι σπιτικό;’ και να κάνεις ολόκληρο διάλογο στον ύπνο σου».
Και οι δυο γέλασαν πάλι.
«Μιας και το πες, τι θα μαγειρέψεις σήμερα;» ρώτησε ο Αποστόλης.
«Δεν θα μαγειρέψω. Θα πάρουμε απ’έξω να φάμε».
«Πάλι;»
«Ναι. Δεν πρόκειται να πλησιάσω τον νεροχύτη».
«Εντάξει».
«Αν και δεν ξέρω κατά πόσο είναι ασφαλές με τη νόσο, ούτως ή άλλως», είπε η Βίκυ.
«Δεν υπάρχει νόσος», είπε ο Αποστόλης.
«Τι εννοείς; Δεν άκουσες τι είπαν από…»
«Ναι, αλλά τα σαλιγκάρια είναι καθαρά ζώα. Δεν είναι σαν τα ποντίκια ή τις μύγες».
«Ελπίζω να ‘χεις δίκιο. Άλλωστε το είπαν οι ίδιοι πως είναι άγνωστη μολυσματική ασθένεια».
«Δεν μου φαίνεται σαν μολυσματική ασθένεια. Κανένας δεν ξέρει τι είναι, απλώς το υποθέτουν, όπως συνήθως».
Η Βίκυ στραβομουτσούνιασε. Είχε πιει όλο τον καφέ της και η κούπα ήταν άδεια. «Νιώθεις πράγματι καλύτερα;»
«Νομίζω πως ναι».
«Νομίζεις;» έκανε αποδοκιμαστικά. «Δεν έκλεισες ποτέ εκείνο το ραντεβού με τον ουρολόγο, έτσι;»
«Υπέθεσα πως δεν χρειαζόταν».
«Ρε συ Αποστόλη, γιατί το αφήνεις στην τύχη; Μου λες γιατί το κάνεις αυτό;»
«Αν ξανανιώσω ότι υπάρχει πρόβλημα, θα πάω».
Αλλά εκείνη την τρομακτική νύχτα που ο άνεμος σφύριζε περνώντας από τις γωνιές της οροφής, το πρόβλημα είχε επιστρέψει δριμύτερο από κάθε άλλη φορά.
Ήταν περασμένες δώδεκα. Είχαν πέσει ξεροί στο κρεβάτι. Ο Αποστόλης έβλεπε ένα όνειρο, αλλά ξύπνησε τόσο απότομα από τον ισχυρό πόνο, που ξέχασε μονομιάς το όνειρο που έβλεπε. Έσφιγγε τα δόντια του μέσα στα σκοτάδια καθώς το φεγγαρόφωτο έλουζε την φιγούρα της κοιμισμένης συντρόφου του. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Δεν ήθελε ούτε να την ανησυχήσει. Ή ίσως απλώς φοβόταν μήπως έκανε σαν σκύλα πάλι. Και θα ένιωθε βλάκας γιατί τελικά η Βίκυ, είχε δίκιο.
Σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε το ίδιο αθόρυβα στο κάτω μπάνιο του ισογείου.
Το στομάχι του κόντευε να τον πεθάνει από τις κράμπες πόνου. Είχε τάση για εμετό, αν και περισσότερο αισθανόταν λες και χοροπηδούσε ολόκληρος βάτραχος μέσα του.
Μπήκε στο μπάνιο.
Κρύος ιδρώτας έσταζε από το πηγούνι του, κατευθείαν μέσα στη λεκάνη. Στεκόταν εκεί, με τα χέρια του στηριγμένα στα πορσελάνινα χείλη. Κοιτούσε με αρρωστημένη ευχαρίστηση το νερό στο βάθος της λεκάνης. Ρεύτηκε, και έφερε το χέρι στο στόμα. Τώρα κάτι σκαρφάλωνε στο στομάχι του και έσφιξε ακόμα περισσότερο τα δάχτυλά του γύρω από τα χείλη της λεκάνης. Η πορσελάνη ήταν κρύα στο τέρμα των ορίων της, όπως επίσης και τα πλακάκια στα γόνατά του. Και ύστερα ξέρασε και η λεκάνη γέμισε με το κιτρινοπράσινο ξέρασμά του.
Πάτησε καζανάκι και αυτό ήταν. Οι πόνοι πήγαν στον υπόνομο.
Ανέβηκε πάλι πάνω ακροπατώντας στις ξύλινες σκάλες. Αισθανόταν καλύτερα. Θα συνέχιζε τον ήρεμο ύπνο του και την επόμενη μέρα θα ξύπναγε θυμούμενος το όνειρο που έβλεπε προτού ανοίξει τα βλέφαρά του.
Αλλά δεν έγινε ποτέ αυτό. Ούτε καν πρόλαβε να ξαπλώσει όταν ο Αποστόλης έκανε μια δεύτερη επίσκεψη στο μπάνιο. Ούτε που προλάβαινε να κατέβει τα σκαλιά και να πάει στο κάτω του ισογείου που ήταν και προηγουμένως. Οπότε, αναγκάστηκε να πάει στο μικρό μπάνιο του δωματίου τους.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Εδώ μπορούσε να ακούσει τον άνεμο της νύχτας που ούρλιαζε απόκοσμα, σαν από κάποιο φρεάτιο. Το δυνατό φως έκανε τους οφθαλμούς του να πονάνε, και αυτή τη στιγμή ευχόταν να μπορούσαν να χωθούν μέσα στις κόγχες του, όπως έκαναν και αυτά των σαλιγκαριών.
Ο Αποστόλης ένιωσε την παρόρμηση να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Είδε το είδωλό του και, βόγκηξε τρομαγμένος. Η κοιλιά του ήταν πρησμένη σαν εγκυμονούσας. Έπειτα του ήρθε η ανάγκη για κάτουρο, όμως διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κατουρήσει: Κάτι έφραζε το στόμιο της ουρήθρας του.
Ο Αποστόλης έλεγξε την άκρη της βαλάνου του. Η σχισμή της ουρήθρας του ήταν σφραγισμένη από κάποιο είδος ξεραμένης βλέννας. Έτσουζε σαν διάολος. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν ουρηθρίτιδα, αλλά αυτή η ιδέα εξαφανίστηκε και τη θέση της διαδέχτηκε κάτι χειρότερο, που έκανε την αναπνοή του να σταματήσει απότομα. Τότε, ο κορμός του πέους του φούσκωσε σιγά-σιγά σαν να το φυσούσε κάποιος και πρήστηκε. Τώρα βγήκε κάτι σαν κλαψούρισμα από το λαρύγγι του και ο πανικός τον συνεπήρε. Μήπως ο εγκέφαλός του έδωσε την εντολή για να ουρήσει; Κι επειδή τα ούρα του δεν έβρισκαν διέξοδο να προκλήθηκε…
Το πέος του έκανε έναν ξαφνικό σπασμό. Κάτι είχε κουνηθεί μέσα από το πέος του. Η καρδιά του έχασε ρυθμούς. Τα χέρια του είχαν μουσκέψει. Ο ιδρώτας και ο φόβος είχαν ποτίσει το οξυγόνο της τουαλέτας. Φοβήθηκε τόσο που οι όρχεις του άρχισαν να ζαρώνουν σαν μικρά καρύδια. Τι συμβαίνει… τι σκατά μου συμβαίνει… Στάθηκε όρθιος πάνω από το νερό της λεκάνης, κάνοντας μαλάξεις στο πέος του, χωρίς την παραμικρή διάθεση στύσης. Ακόμη κι αν το ήθελε, αυτό δε θα γινόταν έτσι κι αλλιώς. Ο Αποστόλης έξυσε την κίτρινη βλέννα με το νύχι του, άφησε ένα άναρθρο βογκητό και με ένα τελευταίο «τράβηγμα», κάτι γλίστρησε έξω από την ουρήθρα του
(πλουτς!) κάνοντας βουτιά μέσα στη λεκάνη.
Δεν πρόλαβε να δει τι ήταν.
Τέντωσε το λαιμό του και κοίταξε. Το νερό της λεκάνης, πριν από δύο δευτερόλεπτα ήταν διάφανο, καθαρό. Τώρα αποκτούσε ένα έντονο κόκκινο χρώμα καθώς από την ουρήθρα του έσταζαν σταγόνες αίμα. Κοίταξε πιο προσεκτικά το κόκκινο νερό της λεκάνης. Η επιφάνεια ρυτίδωνε και κάτι αναδυόταν από εκεί μέσα, και αυτό το κάτι που ανακάλυψε έφερε ουρλιαχτά που δεν πίστευε ότι θα ακούγονταν χειρότερα και από της συντρόφου του…
Από την επιφάνεια του νερού ξεμύτισε ένας γυμνοσάλιαγκας. Σύρθηκε πάνω στην αιματοβαμμένη πορσελάνη, σήκωσε το φαρδύ λαιμό του προς τα πάνω και σχεδόν τον κοίταξε, πλαταγίζοντας περιπαιχτικά τις νηκτικές, καστανόχρωμες μεμβράνες του στο λευκό φως του μπάνιου.
Μέρος Δεύτερο
«Αποστόλη!» Η Βίκυ ανασηκώθηκε από το κρεβάτι με την καρδιά της να βγαίνει σχεδόν από το λαρύγγι της (μάλλον ήταν εκείνος ο υποτιθέμενος βάτραχος που χοροπηδούσε στο στομάχι του Αποστόλη). Είχε ακούσει το ουρλιαχτό. Δεν τον βρήκε δίπλα της. Και δεν τον είχε ξανακούσει να ουρλιάζει ποτέ με τέτοιο τρόπο. Αυτά ήταν δύο κακά σημάδια.
Έτρεξε στο μπάνιο.
Ο Αποστόλης ήταν κοκκαλωμένος πάνω από την λεκάνη. Εκείνος γύρισε προς το μέρος της και εκείνη έφερε το χέρι στο στόμα της. Ήταν γυμνός και από την άκρη του πέους του έσταζε αίμα. Ήθελε να τσιρίξει, αλλά η σύγχυση που επικρατούσε στο πρόσωπό της δεν της επέτρεπε να κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο να στέκει εκεί και να κοιτάζει σαν ηλίθια.
«Τι… τι έπαθες… Χριστούλη μου… αίμα είναι αυτό;»
Ο Αποστόλης έγλειψε τα χείλη του˙ ήταν μοβ, και εκείνος κάτωχρος. «Βίκυ… Βίκυ κάλεσε έναν γιατρό…»
Από αυτό και μόνο η Βίκυ κατάλαβε πόσο σοβαρό ήταν το πράγμα. Ποτέ της δεν περίμενε ο Αποστόλης να ζητήσει από μόνος του κάτι τέτοιο.
«Όχι…» του είπε, «δώσε μου ένα λεπτό να δω ποια εφημερεύουν. Μείνε εδώ, σε παρακαλώ».
***
Από το ζεστό κρεβάτι τους είχαν βρεθεί σε ένα εφημερεύον νοσοκομείο. Ξαφνικά η ζωή τους είχε πάρει την κατρακύλα. Η Βίκυ βρισκόταν πάλι εδώ, και πάλι με μπλαβές σακούλες κάτω από τα μάτια της, με την αναγούλα εξηγήσιμη αυτή τη φορά. Θυμόταν το αίμα που έσταζε στα πλακάκια του μπάνιου και
(πλιτς!) το αίμα που έβγαινε από… (πλιτς!)
Δεν ήθελε να το ξανακάνει εικόνα στο μυαλό της. Όλα όσα είχαν περάσει την τελευταία βδομάδα ήταν αρκετά για εκείνη. Και τώρα ξανά τα ίδια. Ξαφνικά φοβόταν για την ζωή του Αποστόλη. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί στο μπάνιο όσο εκείνη κοιμόταν. Απλώς τον βρήκε εκεί, να τρέμει σαν το ψάρι, και το αίμα… πολύ αίμα…
Της θύμισε το συμβάν με την βδέλλα όταν ήταν μικρή και ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της.
«Γιατί αργούν τόσο…» ψέλλισε, με το πόδι της να φρίττει νευρικά.
Ήπιε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της και ανύψωσε το βλέμμα της στο ρολόι του τοίχου: 2.45π.μ. Το μεδούλι της την πέθαινε από την αυπνία. Τώρα καταλάβαινε γιατί ο Αποστόλης δε συμπαθούσε τα νοσοκομεία, και ιδιαίτερα τους γιατρούς. Η όλη αύρα και οι ανεπαίσθητοι ήχοι των ασθενών μέσα στα δωμάτια και τους θαλάμους… ήχοι συνδεδεμένοι με την αρρώστια και την ανημποριά˙ ακόμα και η ίδια η οσμή της αρρώστιας, πήγαινε παρέα με την καμφορά του φαρμάκου… και το πόδι της έτρεμε κι άλλο… κι άλλο… ο ήχος την ηρεμούσε, ρυθμικός όπως του ρολογιού…
Η πόρτα άνοιξε μπροστά της. Αυτή τη φορά δεν βγήκε ο Αποστόλης. Ήλπιζε να έβγαινε με ένα τσιρότο, όπως τις προάλλες, αλλά δεν βγήκε…
Ήταν ο γιατρός. Η Βίκυ διάβασε το πρόσωπό του, φαινόταν άγαρμπο. Σαν κάτι να τον είχε ταράξει, μια επιβεβαίωση ότι τα πράγματα όντως ήταν σοβαρά.
«Πείτε μου επιτέλους τι συμβαίνει!» είπε φωναχτά η Βίκυ, χωρίς να το θέλει.
«Κυρία Βαρνακιώτη…» είπε ο γιατρός, «διατηρήστε παρακαλώ τον τόνο σας».
«Πώς είναι; Σας παρακαλώ, πείτε μου… πείτε πώς είναι ο Αποστόλης μου…»
«Είναι πολύ καλύτερα. Του έκανα μια ηρεμιστική και τώρα κοιμάται».
«Ηρεμιστική; Γιατί ηρεμιστική; Τι του συμβαίνει, γιατρέ;»
«Τον έπιασε κρίση πανικού».
«Θεέ μου…» μουρμούρισε αλαφιασμένη. «Και η διάγνωση; Έχει κάτι με τα νεφρά του τελικά; Έτσι μας είπε ο άλλος γιατρός και δε…»
«Δεν πρόκειται περί αυτού», την διέκοψε.
«Τ-τι εννοείτε…»
Ο γιατρός την έβαλε να καθίσει στις πλαστικές καρέκλες. Κάθισε και εκείνος δίπλα της. «Κυρία Βαρνακιώτη, δεν θέλω να προκαλέσω αναταραχές, αλλά οτιδήποτε κι αν σας πω, επιζητάω να διατηρήσετε την ψυχραιμία σας. Υπάρχουν ασθενείς που πονάνε εδώ μέσα».
Η Βίκυ άρχισε να βουρκώνει, αλλά δεν αποτράβηξε το βλέμμα της όσο και αν ήθελε να το κάνει. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, όσο πιο σταθερά μπορούσε μιας και έτρεμε ολόκληρη.
Ο γιατρός σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του με ένα μαντιλάκι. «Κάναμε στο σύζυγό σας την αξονική και, φτάσαμε τελικά σε ένα συμπέρασμα: Ανακαλύψαμε κάτι ασυνήθιστο στην βουβωνική περιοχή της πυέλου». Έδωσε στην Βίκυ ένα φάκελο. «Δείτε και μόνη σας, ίσως να καταλάβετε τι εννοώ».
Η Βίκυ κοίταξε τις ασπρόμαυρες εικόνες για λίγη ώρα. Απεικόνιζαν την λεκάνη του Αποστόλη σε ένα μαύρο φόντο, με τα άσπρα και φωτεινά μέρη του σκελετού. Έπειτα γούρλωσε τα μάτια της. Τα γούρλωσε τόσο, που κόντευαν να πεταχτούν έξω από τις κόγχες. «Τι… τι είναι αυτά εδώ κάτω… Αυτές οι μικρές λουρίδες αριστερά και δεξιά στην λεκάνη…»
«Παράσιτα», είπε ο γιατρός. «Ίσως σκουλήκια. Έχουν φωλιάσει στην ουροδόχο κύστη του άντρα σας. Δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο».
«Χριστέ μου!» φώναξε η Βίκυ. «Δεν είναι δυνατόν!» Ήξερε. Έκανε αμέσως την σύνδεση και τώρα ήξερε ότι, «Δεν είναι σκουλήκια!» Άρχισε να κλαίει με ένα πρόσωπο κοκκινισμένο, αδυνατώντας να ελέγξει τις υστερίες της. «Είναι γυμνοσάλιαγκες!»
«Σας διαβεβαιώ πως αυτό θα ήταν τρελό…»
«Κάντε κάτι… σας παρακαλώ, κάντε κάτι για τον Αποστόλη μου γιατί θα τρελαθώ, μα την Παναγιά θα τρελαθώ… δείτε εδώ πέρα πώς τρέμουν τα χέρια μου, θα…» Τα μάτια της γούρλωσαν πάλι, τεράστια σαν γυάλινοι βόλοι. Έπιασε την κοιλιά της σα μια μητέρα που συνειδητοποιούσε ότι είχε χάσει το αγέννητο παιδί της. Έψαχνε και έψαχνε, δύσπιστη για το τι τελικά υπήρχε μέσα της. «Τα έχω κι εγώ μέσα μου; Τα νιώθω, γιατρέ… τα νιώθω… Είναι μέσα μου τα αναθεματισμένα και με τρώνε και εμένα! ΜΕ ΤΡΩΝΕ ΖΩΝΤΑΝΗ!»
«Κυρία Βαρνακιώτη, σας παρακαλώ… Μην με αναγκάσετε να…»
«Όχι, γιατρέ…» Αδυνατούσε να ανασάνει. Ξαφνικά αισθανόταν αδύναμη μέχρι και να πάρει φυσιολογικούς ανασασμούς. «Θέλω να μου πείτε τι μπορώ να κάνω… Σας εκλιπαρώ… αληθινά σας εκλιπαρώ… δεν θέλω να πάθει κάτι ο Αποστόλης…» Έκλαιγε με λυγμούς πάνω στο στέρνο του. «Ό,τι θέλετε από μένα, οτιδήποτε θελήσετε… Αρκεί να τον σώσετε από τις βδέλλες!» Κλάματα. Όχι άλλες λέξεις.
Ο γιατρός αναστέναξε, νιώθοντας λύπη για την γυναίκα που κρεμόταν κυριολεκτικά από πάνω του. Οι εικόνες από τα αποτελέσματα που της είχε δώσει είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα. «Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας».
Το κλάμα της καταλάγιασε κάπως και τον κοίταξε με μάτια πρησμένα και νωθρά, λες και την είχαν ξυλοκοπήσει. «Ο Θεός να σας έχει καλά…»
«Περιμένετε να σας δώσω λίγο νερό».
Ο γιατρός τής πήγε νερό σε ένα πλαστικό ποτηράκι. Η Βίκυ είχε ηρεμήσει κάπως και είχε ανακτήσει την μιλιά της.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω», είπε η Βίκυ.
«Μόνο αν νιώθετε ήρεμη».
«Όλο αυτό με την επιδημία… ξέρετε…»
«Μιλάτε για την έξαρση της νόσου;»
«Ο σύντροφός μου λέει ότι δεν είναι νόσος», συνέχισε. «Εννοώ, τα συμπτώματα που παρουσιάστηκαν σε όλους οφείλονται σε αυτό που συμβαίνει τώρα στον Αποστόλη. Και νομίζω ότι το έχετε καταλάβει κι εσείς».
«Σε τι αναφέρεστε, κυρία Βαρνακιώτη;»
«Βίκυ», είπε. «Αυτά δεν είναι απλά παράσιτα˙ είναι γυμνοσάλιαγκες, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται».
Ο γιατρός φάνηκε σκεφτικός. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι τα παράσιτα στις εικόνες φέρνουνε πιο πολύ σε γυμνοσάλιαγκα παρά στα συνήθη εντερικά παράσιτα —δηλαδή τα σκουλήκια. Το σώμα των παρασίτων στην ουροδόχο κύστη του άντρα σας είναι πιο πεπλατυσμένο, όχι σαν του σκουληκιού. Πώς ήξερε κάτι τέτοιο ο άντρας σας;»
«Από ορισμένες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που έχει πάνω στα γαστερόποδα», είπε η Βίκυ. «Και στο ότι σπάνια πέφτει έξω». Χαμογέλασε, και ύστερα, σοβάρεψε πάλι. «Θα γίνει καλά, γιατρέ;»
«Θα κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε. Πηγαίνετε σπίτι σας να ξεκουραστείτε. Αν μάθετε το οτιδήποτε που έχει να κάνει με την τωρινή κατάσταση, παρακαλώ καλέστε εδώ». Ο γιατρός έβγαλε ένα καρτελάκι από το πέτο της ιατρικής ποδιάς του. «Πρόσεχε στο δρόμο… Βίκυ. Άκουσα πως πλησιάζει καταιγίδα».
«Θα τα καταφέρω», είπε και του χαμογέλασε. Ήταν το χαμόγελο της ανημποριάς.
***
Η Βίκυ έφυγε από το νοσοκομείο και πήγε κατευθείαν στο σπίτι. Τώρα όλα έμοιαζαν με κακό όνειρο και σχεδόν ένιωθε την σημαντική αλλαγή στην αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν ήξερε τι διάολο συνέβαινε και δεν μπορούσε να εξηγήσει τίποτε απ’ όλα αυτά. Οι τελευταίες δυο βδομάδες ήταν ταξίδι σουρεαλιστικό. Δεν ήθελε με τίποτα να πέσει να κοιμηθεί και δεν ήθελε με τίποτα να μπει σε εκείνο το μπάνιο, ούτε για να πλύνει το πρόσωπό της ούτε για να κατουρήσει. Θα έπεφτε λιπόθυμη κάτω αν έβλεπε το αίμα του Αποστόλη. Ήταν καθισμένη στην πολυθρόνα, με τα χέρια ήρεμα στην ποδιά της, όταν σκέφτηκε το αίμα… και ότι βγήκε κάτι από μέσα του… Αλλά της έμοιαζε απίστευτο να είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Αλλά εδώ που τα λέμε, ήταν απίστευτο αυτό που είχε ανακαλύψει ο γιατρός. Για μια στιγμή ξανασκέφτηκε αν υπήρχαν μέσα της, αλλά δεν παρουσίαζε κανένα από τα συμπτώματα που είχε ο Αποστόλης, παρά μόνο ναυτία. Όμως ένιωθε ναυτίες από τον καφέ, το ήξερε ότι ο καφές της προκαλούσε ναυτίες, δε θα μπορούσε ξαφνικά να είναι αυτό, να είναι οι σάλιαγκες μέσα της…
Το ίδιο βράδυ κάθισε στον υπολογιστή. Έψαξε πληροφορίες στο ίντερνετ γι’ αυτά τα φρικιαστικά πλάσματα που της θύμιζαν τόσο πολύ τις βδέλλες. Απόφυγε να κοιτάξει εικόνες, θα την έπιανε υστερία. Μπήκε στο Wikipedia και πληκτρολόγησε τρόπους για να τα απομακρύνει, ίσως και να τα σκοτώσει με τρόπους που θα μπορούσαν να φτάσουν στην ουροδόχο κύστη του δίχως να αποδειχτεί επιζήμιο για τα όργανά του. Η Βίκυ ήξερε ήδη για το αλάτι και για τον χαλκό, αλλά αυτά ούτως ή άλλως δεν ήταν τόσο πρακτικά και αποτελεσματικά όσον αφορούσε την μικρή λεπτομέρεια πως βρίσκονταν μέσα του (και μέσα μας). Δεν θα μπορούσες να καταναλώσεις τόσο αλάτι, ικανό να φτάσει στην ουροδόχο κύστη και να τα διαλύσει, πόσο μάλλον χαλκός, που δεν είναι βρώσιμος. Σύντομα όμως ανακάλυψε τον τρόπο, μια καινούργια αδυναμία και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν τόσο εύκολο.
Η λύση ήταν ο καφές. Ο καφές ήταν ικανός να τα διώξει, μέχρι και να τα σκοτώσει. Ένα μικρό λαμπάκι φώτισε στο εσωτερικό του κεφαλιού της˙ διαπίστωσε πώς και δεν είχαν καταφέρει να μπουν μέσα στον δικό της οργανισμό. Στον Αποστόλη δεν άρεσε ο καφές.
Εκείνη όμως έπινε συνέχεια, ίσως και δυο φλιτζάνια την μέρα. Είχε βρει τρόπο να σώσει τον Αποστόλη, προτού εκκολαφθούν μέσα στην κύστη του τα αβγά που είχαν αφήσει τα σιχαμερά αυτά ζώα. Δεν θα κατάφερνε μόνο να σώσει τον Αποστόλη, μα όλους τους κατοίκους που μέσα τους είχαν παρασιτήσει γυμνοσάλιαγκες. Και τώρα έμενε μόνο ένα πράγμα: Να πάρει τηλέφωνο τον γιατρό. Είχε προκύψει μια δεύτερη ευκαιρία μπροστά της, και δεν σκόπευε να την παραμερίσει έτσι.
Η καταιγίδα μαινόταν έξω χτυπώντας τα δυτικά παράθυρα του δωματίου. Ο ήχος ήταν νανουριστικός και η Βίκυ ήθελε να πέσει να κοιμηθεί, αλλά δεν θα μπορούσε σε μια τέτοια κατάσταση.
Η ταχύτητα με την οποία κυλούσε ο χρόνος ήταν σαν θηλιά περασμένη στο λαιμό. Σε σκότωνε.
Έκανε πορεία για το καθιστικό, εκεί που ήταν το σταθερό τηλέφωνο. Θα καλούσε τον γιατρό, θα του έλεγε αμέσως αυτό που είχε ανακαλύψει, και εκείνος με την σειρά του θα πρόσφερε βοήθεια στον Αποστόλη.
Όμως, η Βίκυ παρατήρησε κάτι αλλιώτικο στο χολ προς το καθιστικό. Στην αρχή, δεν κατάλαβε διαφορά, και ίσως ποτέ να μην την καταλάβαινε αν οι φωτοσκιάσεις μιας υπέρλαμπρης αστραπής δεν φώτιζε την ταπετσαρία στους τοίχους.
Η Βίκυ άφησε μια διαπεραστική στριγκλιά.
Στην γαλάζια ταπετσαρία σέρνονταν σάλιαγκες και σαλιγκάρια. Πίσω τους άφηναν υποκίτρινη βλέννα που πρασίνιζε σε συνδυασμό με το χρωματισμό της ταπετσαρίας. Η Βίκυ, έψαξε το διακόπτη για τα φώτα, αλλά δίστασε μήπως το χέρι της ακουμπούσε μια απ’ αυτές τις υγρές και ολισθηρές υπάρξεις.
Στο μισοσκόταδο έμοιαζαν τόσο με βδέλλες… Ήθελε να βάλει τα κλάματα.
Με μια τελευταία απόπειρα, βρήκε τον διακόπτη και το φως άναψε. Και ύστερα ανακάλυψε την φρίκη. Ολόκληρο το πάτωμα ήταν καλυμμένο με γυμνοσάλιαγκες και σαλιγκάρια. Όλη την ώρα κρύβονταν πίσω από τους τοίχους και μέσα στις γωνιές του σπιτιού, μέσα στις ρωγμές του ταβανιού και των τρυπών στα σοβατεπιά. Η ιδέα πως ποτέ δεν εγκατέλειψαν το σπίτι και πως τόσο καιρό κοιμόταν στο κρεβάτι ανενόχλητη έστειλε ρίγη δέους στην ραχοκοκαλιά της.
Δεν ήξερε πού να πρωτοπατήσει. Μπροστά της ξετυλιγόταν ένα χαλί με αναμμένα κάρβουνα, κι αυτά τα κάρβουνα έβγαζαν φρικτούς, σιαλώδεις ήχους που της θύμιζαν τον τρόπο που νόμιζε ότι ο Αποστόλης σάλιωνε το στόμα του εκείνο το βράδυ.
Η Βίκυ δεν έφτανε το τηλέφωνο στο καθιστικό. Ήταν μακριά —ή, έτσι έμοιαζε εκείνη τη στιγμή. Ήταν αδύνατο να περάσει από πάνω τους. Έπρεπε να κάνει το γύρω, να πάει από την αυλόπορτα και να μπει από την πόρτα της κουζίνας για να φτάσει το σταθερό τηλέφωνο. Και ενώ τα σκεφτόταν αυτά κάθε λεπτό μετρούσε για να σώσει τον Αποστόλη, μετρούσε θαρρείς πως μέσα του είχε ωρολογιακή βόμβα.
Έκανε μεταβολή και μόλις στο πρώτο βήμα γλίστρησε χάμω χτυπώντας το κεφάλι της στον τοίχο. Μαύρα αστεράκια τύφλωσαν τα μάτια της. Ακόμα ζαλισμένη, με τα αυτιά της να βουίζουν σαν τσαγερό, διαπίστωσε ότι είχε πατήσει γυμνοσάλιαγκες. Ό,τι είχε ξεμείνει από τα νεκρά τους σώματα ήταν λιωμένες κάψες και πατημένα σταφύλια, όπου από μέσα τους είχε ξεχειλίσει ένα κιτρινοπράσινο πηχτό πράμα, σαν φλέμα. Η Βίκυ μόρφασε, μάζεψε αηδιασμένη τα πόδια της και στριμώχτηκε στον τοίχο. Ο πόνος την αποσυντόνιζε και σχεδόν δεν είχε καταλάβει ότι μια βδέλλα βύζαινε το πίσω μέρος του μπράτσου της. Η Βίκυ συνήλθε, γούρλωσε σταδιακά τα μάτια της και έλεγξε με τα δάχτυλα το μπράτσο της. Τα δάχτυλά της άγγιξαν ένα μικρό εξόγκωμα κολλημένο στο δέρμα της, αρκετά παχυλό και με αρκετή υγρασία. Η Βίκυ άφησε μια υστερική τσιρίδα και το αποτράβηξε από πάνω της˙ η αίσθηση του τραβήγματος την έκανε να νιώσει δεκάδες μικροσκοπικές βελόνες να ξεκαρφώνονται από τη σάρκα της.
Έτρεξε προς την αυλόπορτα με τα πόδια της σχεδόν βαριά, σαν γεμάτες κανάτες. Κανάτες γεμάτες αίμα.
Σταμάτησε λίγο πριν την τζαμένια πόρτα και κοίταξε έξω, καθώς τα μαλλιά της ΚΟΛΛΟΥΣΑΝ ενοχλητικά στους ώμους της. Στον κήπο ήταν αναμμένο το εξωτερικό φως. Και δίχως ακόμα το οπτικό της πεδίο να το αντιλαμβάνεται, αργά-αργά και καθυστερημένα τα μάτια της άρχιζαν να εστιάζουν, σχεδόν από μόνα τους, στα πράγματα που ήταν κολλημένα πάνω στο παχνιασμένο τζάμι—σαν να εμφανίστηκαν εντελώς ξαφνικά μπροστά της. Άφησε ένα βογγητό και έκανε πίσω φοβισμένη. Έτσι όπως το εξωτερικό φως έπεφτε στο θολό τζάμι, σκίαζε τα σκωληκώδη πλάσματα καθώς πίσω τους άφηναν καθαρά ίχνη στο γυαλί. Πώς θα άνοιγε την πόρτα τώρα; Πώς όταν φοβόταν κάτι τόσο άκακο;
Η Βίκυ πλησίασε διστακτικά. Από τόσο κοντά, ένας γιγάντιος σάλιαγκας-βδέλλα άνοιξε το στόμα του˙ εκεί μέσα κινήθηκαν δόντια (είκοσι επτά χιλιάδες, θα έλεγε ο Αποστόλης με ακρίβεια) που αν έρχονταν σε επαφή με τη σάρκα σου θα σε έκαναν να στριγγλίσεις σαν βρέφος.
Μόρφασε αηδιασμένη και έσυρε με μίσος την πόρτα. Δεν θα την σταματούσαν από το να σώσει τον Αποστόλη…
Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε τα μαλλιά της πίσω, κρύος και υγρός, σαν το πράγμα που είχε τραβήξει από το μπράτσο της. Οι σταγόνες της βροχής έπεφταν σαν σκλήθρες στο πρόσωπό της καθώς έτρεχε μέσα στον κατεστραμμένο κήπο προς την κουζίνα. Τα βήματά της πλατσούριζαν στο βρεγμένο χώμα, έτοιμα να γλιστρήσουν, αν και πάνω στη βιασύνη της σκόνταψε στο καρεκλάκι του κήπου, γρατζούνισε το γόνατό της και έπεσε φαρδιά πλατιά ακριβώς μπροστά από την αναθεματισμένη πόρτα της κουζίνας. Τα μπρούτζινα κέρματα που είχε αφήσει ο Αποστόλης γυάλιζαν στο φως του κήπου.
Φαγούρα, και αμέσως κάτι σαν τράβηγμα στην γάμπα της. Η Βίκυ κοίταξε κάτω τα πόδια της. Είχαν ΚΟΛΛΗΣΕΙ βδέλλες πάνω της, βύζαιναν και φούσκωναν, βύζαιναν και φούσκωναν. Η ανάσα της βγήκε ταραγμένη προτού ουρλιάξει παρατεταμένα και διαπεραστικά, χειρότερα από οποιαδήποτε ταινία φρίκης:
«ΑααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΟΧΙΙΙΙΙΙ!!!»
Τα πόδια της παρέλυσαν. Δεν μπορούσε να τα κουνήσει πια, λες και είχαν παγώσει στην Αρκτική θάλασσα. Η Βίκυ γύρισε μπρούμυτα. Έτσι όπως ήταν γυρισμένη, η βροχή μαστίγωνε ελεύθερα την πλάτη της. Προσπάθησε να συρθεί. Τώρα έρπε στο χώμα σαν να ήταν η ίδια σαλιγκάρι˙ με τη μόνη διαφορά πως αυτή η σκύλα, η υστερική αυτή σκύλα μπορούσε να περάσει πάνω από τα κέρματα χωρίς να νιώσει ηλεκτροσόκ ή πόνο.
Πέρασε την γραμμή της πόρτας, και ακόμα σερνάμενη με την κοιλιά της έφτασε ως το καθιστικό. Μαζί της παρέσυρε τα κέρματα, τα οποία πιέζονταν σαν λόγχες στην λεκάνη της. Το αίμα έφευγε από τα πόδια της με γρήγορο ρυθμό, την εγκατέλειπε όπως την είχαν εγκαταλείψει και τα πόδια της.
Έφτασε την συρταριέρα με την συσκευή του τηλεφώνου. Ανακάλυψε με τρόμο ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί να τηλεφωνήσει. Τέντωσε το χέρι της πάνω και τράβηξε το καλώδιο. Η συσκευή έπεσε κάτω. Κάλεσε τον γιατρό. Χτύπησε μία… χτύπησε δύο… στην τρίτη ίσως να λιποθυμούσε… αλλά χτύπησε τέσσερις και ακόμα ήταν εδώ…
«Κυρία Βαρνακιώτη, εσάς θα καλούσα μόλις τώρα. Δεν θα πιστέψετε αυτό που έχω να σας πω… Ανακάλυψα πως χρησιμοποιούν τα σώματά μας σαν κελύφη…»
«Καφές! Ο καφές τα σκοτώνει! Στείλε βοήθεια!»
Μετά η γραμμή έκλεισε από την καταιγίδα. Το ίδιο έκλειναν και τα κουρασμένα βλέφαρά της, με το τελευταίο πράγμα που ακουγόταν να είναι ήχοι βυζάγματος.
Βαγγέλης Ρούσσης
Tags: fantasy , horror , mystery , part3 , snails , storm , story , διήγημα , θύελλα , μυστήριο , σαλιγκάρια , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.