Τα εκτρώματα της θύελλας – Part II

Το απόγευμα έβρεξε. Η Βίκυ είχε πακετάρει τα πράγματά της ώσπου ο Αποστόλης να αποφασίσει να κάνει κάτι με το ζήτημα. Η Βίκυ δεν φαινόταν να αλλάζει γνώμη. Υπήρχαν σαλιγκάρια και γυμνοσάλιαγκες στον κήπο της και τώρα μέσα στο σπίτι της. Και μέσα στο σπίτι υπήρχαν περισσότερα απ’ όσα υπήρχαν στον κήπο. Ο νεροχύτης είχε […]

Το απόγευμα έβρεξε. Η Βίκυ είχε πακετάρει τα πράγματά της ώσπου ο Αποστόλης να αποφασίσει να κάνει κάτι με το ζήτημα. Η Βίκυ δεν φαινόταν να αλλάζει γνώμη. Υπήρχαν σαλιγκάρια και γυμνοσάλιαγκες στον κήπο της και τώρα μέσα στο σπίτι της. Και μέσα στο σπίτι υπήρχαν περισσότερα απ’ όσα υπήρχαν στον κήπο. Ο νεροχύτης είχε υπερχειλίσει και η κουζίνα βρόμαγε σαν χαλασμένο λάχανο. Μέχρι σήμερα δεν ήξερε ότι αυτά τα μικρά πράγματα μύριζαν τόσο άσχημα.
«Θα τα διώξω Βίκυ, εξαρχής σκόπευα. Απλώς… δώσε μου λίγο χρόνο».
«Λίγο χρόνο;» φώναξε εκείνη. Αυτή τη φορά το πρόσωπό της ήταν αρκετά θυμωμένο. «Ασφαλώς! Μόνο που ενεργείς πιο αργά και από τα ίδια. Έχουν εισβάλλει μέσα στο σπίτι μας και φταις εσύ γι’ αυτό».
«Φταίω εγώ; Άμα περιμένεις τόσο πολύ από εμένα, τότε γιατί δεν το κάνεις εσύ;»
«Γιατί…»
«Γιατί φοβάσαι, πες το».
«Εντάξει, φοβάμαι λοιπόν. Είναι τόσο παράλογο; Άλλωστε, μου υποσχέθηκες πως θα το έκανες εσύ».
«Και αυτό σκόπευα να κάνω αν δεν σε έπιαναν οι υστερίες σου πάλι».
«Οι υστερίες μου… μάλιστα…»
«Ναι, Βίκυ, υστερίες».
«Δεν είδες αυτό που είδα εγώ, γι’ αυτό μιλάς».
«Όπως αυτό με τα παρτέρια σου; Ήταν τόσο τρομερό το θέαμα για σένα, Βικούλα;»
«Κόφτο».
«Να κόψω τι; Κάνεις λες και είδες τον μπαμπούλα».
«Το αντιλαμβάνεσαι αυτό που σου λέω; Έβγαιναν από την γαμημένη βρύση!»
«Ανατριχιαστικό», έκανε ο Αποστόλης ειρωνικά. «Πήγαινε τότε στην μάνα σου αν γουστάρεις. Εγώ περίμενα να βρίσκαμε μαζί κάποια λύση, και όχι να κάθεσαι να μου φορτώνεις ολόκληρο το θέμα σαν πράγματι να ευθύνομαι εγώ για όλο αυτό. Αλλά είσαι τόσο φοβισμένη που ούτε την σκιά σου δεν θέλεις να βλέπεις».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις», είπε η Βίκυ.
«Φυσικά, ναι. Οτιδήποτε και να σου πω, μόνο εσύ έχεις δίκιο. Ό,τι λέει ο Αποστόλης είτε δεν είναι αλήθεια είτε είναι μπαρούφες…»
«Αποστόλη…»
Ο Αποστόλης δεν μιλούσε. Είχε σταυρώσει τα χέρια του και ήταν μουτρωμένος.
«Έχω ψυχολογικό με… τις βδέλλες», συνέχισε η Βίκυ. «Από μικρή μού θύμιζαν βδέλλες. Ξέρεις, εκείνα τα πράγματα που κολλάνε πάνω σου και ρουφάνε αίμα».
«Ξέρω τι είναι οι βδέλλες», είπε εκείνος. «Γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;»
«Νόμιζα πως δεν είχε σημασία αφού έβλεπες πόσο φοβόμουν».
«Ναι… όμως αυτά είναι σαλιγκάρια…»
«Δεν με νοιάζει ρε Αποστόλη!» φώναξε. «Δεν τα θέλω κοντά μου».
«Εντάξει». Ο Αποστόλης την πλησίασε. «Θα βρω την άκρη… Μάλλον, όχι. Μαζί θα την βρούμε. Μόνο κάτσε, σε παρακαλώ, μείνε εδώ…»
«Θα μείνω, αν κάνουμε κάτι αμέσως».
«Θα κάνουμε», της απάντησε. «Έλα μαζί μου».
Ο Αποστόλης πήγε στην κουζίνα και η Βίκυ τον ακολούθησε από πίσω, μπερδεμένη, και συνάμα περίεργη. Τα παπούτσια τους πλατσούριζαν και κολλούσαν στο πάτωμα της κουζίνας. Κάτω από το νεροχύτη έρπαν γυμνοσάλιαγκες με τα σκωληκώδη σώματά τους και στο δάπεδο σέρνονταν σαλιγκάρια κουβαλώντας τα στριφογυριστά κελύφη τους. Ήταν εκατοντάδες και είχαν γεμίσει την κουζίνα με γλίτσα και βλέννα.
Η Βίκυ στάθηκε στο χολ και δεν προχώρησε πιο πολύ.
Ο Αποστόλης πήγε προς το τραπέζι και άρπαξε από την φρουτιέρα ένα σαγκουίνι. Το ξέσκισε με τα χέρια του, κόκκινα ζουμιά σαν αίμα έτρεξαν στα δάχτυλά του και άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Άφησε το κομμένο φρούτο έξω, ένα μέτρο πιο πέρα από το κατώφλι με την σάρκα του σχεδόν ανθρώπινη στην όψη.
Ο Αποστόλης πήγε πίσω στην Βίκυ με προσεκτικά βήματα μη τυχόν πατήσει κανένα.
«Προσπαθείς να τα κάνεις να πάνε στην τροφή;» τον ρώτησε η Βίκυ.
«Ναι. Απλά είναι άσκοπο να περιμένουμε εδώ. Θα αργήσει».
«Δεν το κουνάω ρούπι αν δεν σιγουρευτούμε ότι πιάνει. Αλλά λες να πιάσει;»
Έκατσαν με σταυρωμένα χέρια στο ίδιο σημείο για τριάντα, ίσως και σαράντα λεπτά. Τα σαλιγκάρια που βρίσκονταν πιο κοντά στην πόρτα ήδη έκαναν πορεία προς τον κήπο. Η Βίκυ αισθάνθηκε μικρή ανακούφιση. Ωστόσο, ο νεροχύτης ήταν ακόμα γεμάτος και το χείλος του έσταζε κολλώδη υγρά. Θα έπαιρνε και ολόκληρες μέρες για να βγουν όλα τους από κει μέσα.
«Δε το βλέπω να κοιμάμαι ήρεμη σήμερα».
«Μόλις σκέφτηκα κάτι».
«Τι είναι;»
«Έχεις ακόμα εκείνο το φτυαράκι στον κήπο;» την ρώτησε.
Η Βίκυ έγνεψε θετικά.
«Ωραία, περίμενέ με εδώ».
Ο Αποστόλης πήγε ακροπατώντας στον κήπο. Βρήκε το μισοθαμμένο φτυαράκι κοντά στα παρτέρια με τα φαγωμένα καλλωπιστικά, το ξέθαψε και έτρεξε πίσω στην κουζίνα. Ήθελε να βοηθήσει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, φτυαρίζοντας μαλακά-μαλακά τον νεροχύτη, ρίχνοντας τους γυμνοσάλιαγκες έξω από το παράθυρο. Όταν έσκαγαν στο πάτωμα έκαναν ήχους χλαπάτσας. Δεν ήταν βέβαιος αν ήταν ασφαλές για εκείνα, αλλά αυτά που είχαν κέλυφος βρίσκονταν μόνο στο πάτωμα οπότε υπέθεσε ότι δεν υπήρχε θέμα ως προς την έξοδό τους.
Ο Αποστόλης σκούπισε το κούτελό του που είχε ιδρώσει και χωρίς να το αντιλαμβάνεται πασάλειψε το μαλλί του με βλέννα, που στερεώθηκε εκεί, σαν γλοιώδη ζελέ. Τα δάχτυλά του χάνονταν ξανά και ξανά μέσα στον νεροχύτη. Το μόνο που ένιωθε ήταν γλιστερά και κρύα ζυμάρια.
Η Βίκυ στην άλλη άκρη της κουζίνας είχε πάρει μια έκφραση αηδίας και η αναγούλα που ανακάτωνε το στομάχι της το μεσημέρι είχε επιστρέψει.
«Έδιωξα τα περισσότερα», είπε βαριανασαίνοντας. «Τώρα περιμένουμε μέχρι το πρωί. Θα περάσω μερικά νομίσματα στην γραμμή της πόρτας. Δε θα μας ενοχλήσουν για λίγο».
«Είσαι σίγουρος γι’ αυτό;»
«Απολύτως», απάντησε. «Θα φάμε έξω. Πήγαινε να ετοιμαστείς».
«Μου κόπηκε η όρεξη», είπε η Βίκυ. «Αλλά προτιμώ να είμαι έξω παρά εδώ μέσα».

***

Κατά τις έντεκα το βράδυ η βροχή είχε δυναμώσει περισσότερο και το σπίτι έσκουζε από τους ανέμους. Όταν γύρισαν από το εστιατόριο, η Βίκυ ένιωσε την υγρασία να πλανάται στο χώρο, μια αίσθηση βαριά που έκανε τις κλειδώσεις της να πονάνε. Είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα να επαναφέρει τον κήπο στην πρωταρχική κατάστασή του από τους εισβολείς που τον είχαν διαλύσει, και τώρα η καταιγίδα που μαινόταν δεν έλεγε να αφήσει τίποτε άλλο για την Βίκυ παρά μόνο κατήφεια. Ίσως το καλοκαίρι να έκανε απόπειρες να διορθώσει τις ζημιές, αλλά τώρα δεν ήθελε ούτε να πλησιάσει τον κήπο, γιατί εξάλλου, πλέον δεν της ανήκε.
Ο Αποστόλης έκανε το βραδινό του ντους, στέγνωσε το σώμα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι γυμνός. Εκείνη τη στιγμή η Βίκυ δε διάβαζε τίποτα, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε βράδυ. Είχε πέσει βαριά στο μαξιλάρι νιώθοντας πολύ κουρασμένη με όλα αυτά.
«Έριξα μια ματιά στην κουζίνα και ανακάλυψα κάτι», της είπε.
Η Βίκυ δεν ήθελε να ακούσει. Δεν ήθελε να ακούσει τίποτα άλλο που επρόκειτο να την ταράξει. Δεν απάντησε, σχεδόν έκανε πως την είχε πάρει ο ύπνος.
«Δεν βρήκα σαλιγκάρια», συνέχισε εκείνος, «ούτε γυμνοσάλιαγκες».
«Σοβαρά;» εξεπλάγη, γυρνώντας σαν σβούρα προς το μέρος του.
«Ναι. Ούτε στον κήπο είδα κάτι, όσο τουλάχιστον μου επέτρεπε το εξωτερικό φως να δω. Στο ‘πα ότι θα τα διώξω».
«Μου το είπε ο γλυκός μου κι εγώ του έβαλα τις φωνές», έκανε ναζιάρικα η Βίκυ και του χάιδεψε το στήθος, ανακτώντας ξανά τη χαμένη διάθεσή της.
Ο Αποστόλης γύρισε και την κοίταξε σοβαρός. «Θες να κάνουμε σήμερα;» ρώτησε. «Έχουμε καιρό».
«Θα ήταν ο ιδανικός τρόπος να το γιορτάσουμε», του είπε εκείνη και έγειρε πάνω του, φιλώντας τρυφερά τα χείλη του.

***

Όταν τέλειωσαν να κάνουν έρωτα στο μυαλό της υπήρχε μια σκέψη που δεν έλεγε να την αφήσει φρόνιμη. Μολονότι ο Αποστόλης είπε ότι δεν είδε ούτε ένα απ’ αυτά στην κουζίνα, η σκέψη αυτή ήταν τόσο επικίνδυνη που κόντευε να την τρελάνει. Πώς γίνεται να εξαφανίστηκαν σε τόσο σύντομο χρόνο; Μήπως φταίει επειδή ο Αποστόλης έριξε τα περισσότερα έξω από το παράθυρο; Μήπως φταίει ο βροχερός καιρός και η υγρασία που τα έκανε να έρπουν γρηγορότερα;
Αποκοιμήθηκε μ’ αυτές τις σκέψεις.
Στον ύπνο της είδε ότι βρίσκονταν κρυμμένα κάπου μέσα στο σπίτι τους.

***

Το πρωί ο Αποστόλης ξύπνησε με έναν φοβερό πονόκοιλο. Τα βογκητά του την είχαν ξυπνήσει, και τους είχαν αναστατώσει και τους δυο, παρόλο που η Βίκυ επέμενε πως πρέπει να τον είχε πειράξει το φαγητό του εστιατορίου. Ο Αποστόλης όμως δεν πίστευε πως ήταν αυτό. Ένιωθε ζάλη, τάση για εμετό και ένα συνεχές βάρος στο στομάχι του.
«Τι ακριβώς νιώθεις;» τον ρώτησε η Βίκυ ενώ κάθονταν στην κουζίνα. Η Βίκυ, αντιθέτως, ένιωθε πολύ καλύτερα από χθες.
«Νιώθω… σα να θέλω να πάω τουαλέτα…»
«Για να ξεράσεις;»
«Για να κατουρήσω και να…» Δεν του έβγαινε η λέξη.
«Και να;» έκανε εκείνη.
«Σαν να θέλω να κατουρήσω και να χέσω ταυτόχρονα».
Η Βίκυ τον εξέτασε με τα μάτια της. Το πρόσωπό του ήταν άσπρο σαν κιμωλία. «Μήπως πονάς;» τον ρώτησε τώρα.
«Είναι παράξενο. Την μια πονάω και την άλλη νιώθω…» παύσανε. Και μετά: «Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω. Νιώθω πολύ περίεργα. Νομίζω έχει να κάνει με το στομάχι μου˙ κάτι δεν πάει καλά».
«Θα πάμε στον γιατρό, εντάξει;»
«Όχι γιατρό. Δεν μ’ αρέσουν οι γιατροί».
«Το ξέρω, Αποστόλη. Πρέπει όμως να δούμε τι τρέχει».
Ο Αποστόλης δεν έφερε αντιρρήσεις.

***

Η Βίκυ τον πήγε με το αυτοκίνητο σε ένα κοντινό ιατρείο. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει και έβλεπες το νερό που φούσκωνε δίπλα στα πεζοδρόμια. Της άρεσε αυτός ο καιρός. Το μόνο που δεν της άρεσε ήταν όλη αυτή η καταστροφή.
Τον περίμενε για λίγο στην αίθουσα αναμονής, όσο ο Αποστόλης ήταν μέσα με τον παθολόγο. Ξεφύλλιζε ένα περιοδικό όταν επέστρεψε η αναγούλα που είχε νιώσει χθες. Σκέφτηκε κάπως ανόητα αν ήταν έγκυος, αλλά πήγαιναν τρεισήμισι χρόνια από τότε που είχε κάνει ολική υστερεκτομή. Εκείνη τη στιγμή είδε την πόρτα να ανοίγει και τον Αποστόλη να βγαίνει με ένα τσιρότο στο έσω μέρος του αγκώνα.
Η Βίκυ ανασηκώθηκε από το κάθισμα. «Τι έγινε; Πώς πήγε;» ρώτησε.
«Θα σου πω στην διαδρομή. Δεν νιώθω άνετα εδώ μέσα».
Έφυγαν από το ιατρείο και στην διαδρομή με το αυτοκίνητο, ο Αποστόλης τής εξήγησε:
«Μου ζήτησε να περάσω από κάποιον ουρολόγο να με δει».
«Τι πράγμα;» απόρησε η Βίκυ, τόσο που τα μάτια της ξέφυγαν για λίγο από το δρόμο. «Τι έχεις τελικά; Δεν σου είπε;»
«Ο γιατρός που πήγαμε μόλις, λέει ότι μπορεί να έχω νεφρολίθο… λίθη… κάτι με τα νεφρά τέλος πάντων. Δύσκολη λέξη. Ποτέ δεν το είχα με τα ονόματα».
«Νεφρολιθίαση;»
«Ναι, αυτό. Αλλά δεν είναι σίγουρος».
«Και η ένεση;»
«Αντιφλεγμονώδη», είπε ο Αποστόλης, «για τον πόνο».
Η βροχή είχε γίνει ψιχάλα, όμως οι υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονταν ακόμα πάνω στο παρμπρίζ.
«Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε.
«Ναι, αρκετά μπορώ να πω».
«Φτάνουμε όπου να’ ναι. Θέλεις να σου ετοιμάσω κάτι να φας και να πέσεις να ξεκουραστείς; Καμιά σούπα, μήπως;»
«Δεν πεινάω», είπε και έκανε μια παύση.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντες για περίπου πέντε λεπτά.
Ύστερα από λίγο της ξαναμίλησε: «Όταν με εξέταζε σκεφτόμουν εσένα».
Η Βίκυ χαμογέλασε. «Τι σκεφτόσουν δηλαδή;»
«Πώς και δεν μου έχεις πει ποτέ γιατί φοβάσαι τις βδέλλες».
«Α…» είπε και έπεσε σε βαθιά σιωπή.
«Λοιπόν;»
«Δεν έτυχε».
«Αυτή είναι η αλήθεια;»
Άλλη μια παρατεταμένη σιωπή.
«Όχι… Μάλλον, ντρεπόμουν να στο πω».
«Ντρεπόσουν;» απόρησε εκείνος. «Εμένα; Για ποιο λόγο με ντρεπόσουν;»
«Δεν συμβαίνει μόνο με σένα… Ας πούμε, ντρεπόμουν να το πω ακόμα και στους γονείς μου».
«Γιατί; Πες μου».
«Να… Όταν ήμουν δώδεκα χρονών είχα πάει για κολύμπι στην λίμνη. Ξέρεις, γεμάτο έλη και πουλιά να τιτιβίζουν. Το νερό ήρεμο, καθαρό. Ήταν όμορφη εικόνα για μένα. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι υπήρχαν αυτά… κάτι σαν αυτά… Δεν ταίριαζε με την εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει η λίμνη. Όταν γύρισα σπίτι είχα την πρώτη μου ρινορραγία. Έπειτα, το πράμα πήρε άσχημη τροπή. Κάθε μέρα αιμορραγούσα από τη μύτη. Πολύ αίμα. Δεν έστεκε όλο αυτό και…»
«Πού κολλάνε αυτά που μου λες τώρα;»
«Θα σου πω, μη με διακόπτεις».
«Με συγχωρείς… Συνέχισε».
«Περίπου ένα μήνα αργότερα από την επίσκεψή μου στη λίμνη, όπως κοιταζόμουν μια μέρα στον καθρέφτη είδα κάτι που με φρίκαρε… Υπήρχε μια βδέλλα μέσα στο ρουθούνι μου, κρεμόταν η ούρα της πίσω-πίσω…»
«Ένα μήνα; Πώς είναι δυνατόν;»
«Ακούγεται τρελό, όμως, Μάρτυς μου ο Θεός ήταν μια γαμημένη βδέλλα εκεί μέσα. Ντρεπόμουν να το πω σε κάποιον. Πήρα το τσιμπιδάκι της μαμάς και την έβγαλα έξω. Χάρη σε εκείνο το συμβάν τις φοβάμαι τώρα τόσο».
«Γι’ αυτό πάντοτε κάνεις ηλιοθεραπεία αντί να βουτήξεις μαζί μου στη θάλασσα;»
«Όχι, αυτό το κάνω για άλλο λόγο», είπε η Βίκυ και χαμογέλασε.
«Άρα μόνο τα σαλιγκάρια φοβάσαι εξαιτίας αυτού;»
«Φοβάμαι οτιδήποτε μοιάζει με βδέλλα».
«Χμμ…» έκανε σκεφτικός, «η αλήθεια είναι πως οι γυμνοσάλιαγκες μοιάζουν λιγάκι με βδέλλες. Από δω και μπρος θα προσπαθήσω να σε καταλάβω περισσότερο, το φόβο σου αλλά και την ίδια».
«Αυτό είναι το πιο σημαντικό».
«Ναι, και δε θα χρειάζεται να ανησυχείς πια», είπε εκείνος. «Τελείωσε και όλα θα πάνε εντάξει, το υπόσχομαι».
«Άντε πάλι με τις υποσχέσεις», έκανε η Βίκυ ενοχλημένη.
«Το ξέρω πως δεν σ’ αρέσουν οι υποσχέσεις μου, όμως τώρα είναι διαφορετικό, διότι υπόσχομαι χωρίς να μου το ζητήσεις».

Βαγγέλης Ρούσσης

Tags: fantasy , horror , mystery , part2 , snails , storm , story , θύελλα , μυστήριο , σαλιγκάρια , τρόμος , φαντασία

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.