Τα εκτρώματα της θύελλας – Part I

Μέρος Πρώτο Τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες δεν ήταν ποτέ άλλοτε το μεγάλο πρόβλημα της περιόδου των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων. Για την ακρίβεια, καμία άλλη φορά δεν είχαν προκαλέσει θέματα, και σίγουρα όχι τόσα όσα προκαλούσαν οι μανιασμένες βροχές του φθινοπώρου. Οι καταιγίδες φέτος συνοδεύονταν από ισχυρούς ανέμους των εννέα μποφόρ· είχαν σημειώσει καταστροφές σε αγροτικές […]

Μέρος Πρώτο

Τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες δεν ήταν ποτέ άλλοτε το μεγάλο πρόβλημα της περιόδου των καταρρακτωδών βροχοπτώσεων. Για την ακρίβεια, καμία άλλη φορά δεν είχαν προκαλέσει θέματα, και σίγουρα όχι τόσα όσα προκαλούσαν οι μανιασμένες βροχές του φθινοπώρου.
Οι καταιγίδες φέτος συνοδεύονταν από ισχυρούς ανέμους των εννέα μποφόρ· είχαν σημειώσει καταστροφές σε αγροτικές εκτάσεις και κατοικίες, ζημιές που λίγο πολύ θα αργούσαν να αποκατασταθούν, ενώ στην πόλη είχαν ξεριζώσει σκεπές, καμινάδες και μικρά δέντρα. Και σαν αυτό να μην έφτανε, υπήρξαν πλημμύρες με αφρισμένα νερά που φούσκωναν σαν τους ποταμούς του Αμαζονίου, παρασέρνοντας απορρίμματα και αβοήθητα ζωάκια στον πυρήνα του κατακλυσμού.
Ορισμένοι κάτοικοι της επαρχίας διαμαρτύρονταν. Δεν είχαν άδικο, βέβαια. Όση βλάστηση είχε απομείνει από το πέρασμα των καταστροφών, την αποτελείωνε τυραννικά ένα ασυνήθιστο κρούσμα μικρών πλασμάτων που λειτουργούσαν ύπουλα τη νύχτα σαν τίποτα μυθικά, αιμοδιψή κατασκευάσματα. Έβγαιναν δεκάδες και εκατοντάδες στο υγρό περιβάλλον των κήπων, έρποντας στο βρεγμένο γρασίδι και στα μουσκεμένα φύλλα· τρέφονταν από οτιδήποτε περνούσε κάτω από το σαρκώδες σώμα τους καθώς πίσω τους άφηναν το τελευταίο χνάρι μιας αηδιαστικής βλέννας.
Τότε ήταν που ξεκίνησε το πρόβλημα με τα σαλιγκάρια και τους γυμνοσάλιαγκες. Το νεαρό ζευγάρι που είχε αποφασίσει να συνάψει σχέση δίχως την αναγκαιότητα του γάμου θυμόταν πολύ καλά πώς άρχισε εκείνη η καταστροφική ημέρα του φθινοπώρου. Αν και έμεναν σε τούτη τη μικρή, αξιοπρεπή κατοικία μόλις το τελευταίο διάστημα του καλοκαιριού, είχαν παρατηρήσει την ταχύτητα με την οποία τα σαλιγκάρια πλήθαιναν στον κήπο τους —ένα φαινόμενο που είχε παρατηρηθεί στα σπίτια όλων των κατοίκων της περιοχής.
Ο Αποστόλης γέμιζε το ποτήρι του με νερό από τη βρύση της κουζίνας. Έτριψε το μάτι του, χασμουρήθηκε. Ήταν άλλο ένα συννεφιασμένο πρωινό που βαστούσε νύστα και έκανε τα βλέφαρά σου να γλαρώνουν. Έκλεισε τη βρύση. Πρόφτασε να πιει τρεις γουλιές ίσα-ίσα για να διώξει την στυφότητα της πρωινής στοματικής ξηρασίας, όπως έκανε κάθε πρωί, όταν κατάλαβε κάτι διαφορετικό στην οσμή του νερού. Ίσως έφταιγε που ακόμα ήταν πρωί.
Κοίταξε στο τραπέζι δίπλα του: Η κούπα της Βίκυς που έπινε τον καφέ της. Αλλά πού είναι αυτή; Σκέφτηκε, όταν έξαφνα, χωρίς ακόμα να έχει προλάβει η σκέψη να ολοκληρωθεί στο κεφάλι του, άκουσε τα ουρλιαχτά της σαν γοερές σειρήνες πανικού.
«Αποστόλη βοήθεια!»
Ο Αποστόλης τίναξε αντανακλαστικά το ποτήρι από το χέρι του και αμέσως έτρεξε στον κήπο, αφού πρώτα σκουντούφλησε σε μια καρέκλα που ήταν στη μέση.
«Τι έπαθες Βίκυ; Γιατί φωνάζεις έτσι πρωί-πρωί;»
«Δες τι συμβαίνει στον κήπο μου!» ήρθε η απάντηση, και η Βίκυ φώναξε πιο πολύ. Το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει, όχι όμως από θυμό. Φαινόταν αηδιασμένη.
Εκείνος την πλησίασε και κοίταξε πάνω από τον ώμο της.
Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι αντίκριζαν τα μάτια του, αλλά σύντομα το πρόσωπό του άλλαζε καθώς συνειδητοποιούσε τι, παίρνοντας μια γκριμάτσα που έφερνε όλο και πιο κοντά στη σύγχυση παρά στην σιχασιά. Τα καλλωπιστικά φυτά στα παρτέρια είχαν φαγωθεί και στην θέση τους αναδεύονταν σάλιαγκες και σαλιγκάρια· συνυπήρχαν μπλεγμένα στο ξύλινο πλαίσιο και έκαναν σιαλώδεις ήχους καθώς το ένα ανέβαινε πάνω στ’ άλλο με τρομακτική βραδύτητα και αναισθησία. Το χώμα εκεί κάτω είχε εξαφανιστεί από τη στοιβάδα και δε το διέκρινες έτσι όπως τα καστανόχρωμα σώματά τους το έκρυβαν σαν ζωντανό, σαρκώδες καπάκι. Τα σπειροειδή κελύφη τους ήταν κινούμενα, στριφογυριστά καρύδια φρίκης και η Βίκυ ήταν έτοιμη να ουρλιάξει ξανά.
«Χριστέ μου…» κατάφερε να πει ο Αποστόλης.
Κοίταξε αριστερά τους άσπρους τοίχους του σπιτιού. Τα ίδια κι εκεί, αυτή τη φορά κολλημένα στον ξεβαμμένο τοίχο, αφήνοντας πίσω τους γυαλιστερές γραμμές. Μερικά έκοβαν ανεμπόδιστα τις αργοκίνητες βόλτες τους κοντά στην κάνουλα με το λάστιχο ποτίσματος ενώ άλλα γαργαλούσαν με τις λιλιπούτειες κεραίες τους επιφάνειες λιμνών νερού.
«Πήγαινε να καλέσεις βοήθεια», είπε η Βίκυ. «Δε με νοιάζει πώς θα τα ξεφορτωθείς, αλλά δεν θέλω να τα βλέπω μπροστά μου!»
«Μπορείς να κόψεις με τις υστερίες; Κάνεις σαν να μην έχεις ξαναδεί σαλιγκάρια».
«Μα έχουν επιτεθεί στον κήπο!» φώναξε η Βίκυ στο αυτί του.
Έφυγε αναστατωμένη και έτρεξε μέσα στο σπίτι. Ο Αποστόλης την ακολούθησε.
«Δεν πρόλαβα να πιώ καλά-καλά τον καφέ μου…»
«Βίκυ…» Την έπιασε ήρεμα από τους ώμους. Ήταν σφιγμένοι, λες και της είχαν στρίψει τα δάχτυλα του ποδιού. «Είσαι… καλά;» ρώτησε. «Εσύ τρέμεις σαν φύλλο».
«Μου υπόσχεσαι ότι θα τα ξεφορτωθείς;»
«Θα δω τι μπορώ να κάνω», απάντησε. «Τα φοβάσαι; Πώς γίνεται να φοβάσαι κάτι τόσο άκακο;»
«Ναι, έχεις δίκιο. Δεν τα φοβάμαι. Τα σιχαίνομαι. Είναι σιχαμερά. Διώξε τα, κάνε κάτι… σε παρακαλώ…»
«Βίκυ, χαλάρωσε. Θα το λύσουμε, εντάξει; Θα πάρω την υπηρεσία απεντόμωσης».

***

Ο Αποστόλης δεν κάλεσε την υπηρεσία απεντόμωσης. Δεν του πήγαινε καρδιά να τα σκοτώσει. Ωστόσο, σκόπευε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Υπήρχαν χιλιάδες τρόποι να απομακρύνεις τα σαλιγκάρια από τον κήπο χωρίς να τα σκοτώσεις. Ο Αποστόλης δεν είχε ποτέ του κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά ούτε κάποιο χόμπι. Όμως αγαπούσε κάθε έμβιο οργανισμό. Ήταν ένα κοινό χαρακτηριστικό που είχε φέρει εκείνον και την Βίκυ πολύ κοντά. Όσο εκείνη φρόντιζε τα φυτά της τόσο εκείνος φρόντιζε κάθε μικρή ύπαρξη που ζούσε σε αυτά. Επίσης ο Αποστόλης είχε ένα κάρο εγκυκλοπαίδειες που τις ξεφύλλιζε μια στο τόσο. Κάπου είχε διαβάσει ότι κάποια είδη σαλιγκαριών είναι ερμαφρόδιτα και πως οι γυμνοσάλιαγκες έχουν είκοσι επτά χιλιάδες δόντια στο στόμα τους, πράγμα που του είχε φανεί εκπληκτικό. Όταν τα είδε στον κήπο σήμερα το πρωί μπόρεσε να αναγνωρίσει το είδος τους· ήταν μικρότερα από το κοινό σαλιγκάρι, αλλά το όνομα τού διέφευγε.
Αργότερα το βράδυ, μετά το δείπνο, η Βίκυ τον περίμενε στο κρεβάτι τους. Διάβαζε ένα μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ όταν εκείνος έβγαινε από το μπάνιο μετά το βραδινό ντους, φρέσκος και ζεστός από τους ατμούς. Το μαλλί του ήταν βρεγμένο και τον έκανε να μοιάζει νεότερο —τον Σεπτέμβρη είχε μόλις μπει στα είκοσι έξι.
«Αργείς», του είπε η Βίκυ, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το βιβλίο.
«Γιατί; Φοβάσαι μήπως γεράσεις;» της έκανε κοροϊδευτικά ο Αποστόλης. Ξάπλωσε δίπλα της χωρίς να φοράει ρούχα. Πάντοτε κοιμόταν γυμνός.
«Με το ρυθμό που πας θα πιάσουμε και αράχνες. Παρεμπιπτόντως, τι έκανες με το άλλο που λέγαμε;»
«Μιλάς για τα σαλιγκάρια;»
«Μα, για τι άλλο;»
«Θα το κοιτάξω το πρωί».
«Μου κάνεις κάποια πλάκα τώρα;» είπε, απομακρύνοντας το βλέμμα της από το βιβλίο. Το άφησε στην άκρη του κομοδίνου και έβγαλε τα γυαλιά της. «Θες να μου πεις ότι αυτά βρίσκονται ακόμα στον κήπο μας;»
«Θα φύγουν το πρωί, Βίκυ. Χαλάρωσε λιγάκι. Δε θα σε φάνε κιόλας».
«Εμένα όχι, αλλά τον κήπο μου όμως ναι!» φώναξε.
Ο Αποστόλης γύρισε πλευρό. «Υπερβάλλεις τώρα».
«Βλάκα!» είπε, και αυτό ήταν. Θα έκανε την προσπάθεια να κοιμηθεί, ελπίζοντας πως κανένα γλιστερό πράμα δεν θα σερνόταν μέχρι το κρεβάτι τους.

***

Η Βίκυ ξύπνησε αργά το επόμενο μεσημέρι μετά από μια δύσκολη βραδιά ύπνου. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στη σκέψη ότι σαλιγκάρια έτρωγαν τα φυτά στον κήπο της και ότι γυμνοσάλιαγκες έψαχναν καινούργια στέγη κάτω από τα παπλώματά τους. Τέτοιες ιδέες έκαναν το σώμα της να ριγεί και να ιδρώνει. Η πρώτη σκέψη όμως που πέρασε από το μυαλό της την επόμενη μέρα, ήταν να πάρει τα πράγματά της, να φύγει από το σπίτι και να πάει στο σπίτι της μητέρας της στο κέντρο της πόλης.
Η Βίκυ ήταν στον νεροχύτη της κουζίνας και κοιτούσε φοβισμένη την κλειστή πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. Για πρώτη φορά, σε όλο το διάστημα της διαμονής τους εκεί, δεν επισκέφθηκε τον κήπο της. Ένας μεγάλος φόβος που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα, ο ίδιος ο φόβος της στέρησης και της απαγόρευσης των πραγμάτων που της έφτιαχναν το κέφι. Στο μυαλό της είχε δημιουργήσει αυτή τη νοητή γραμμή μεταξύ της πόρτας και του κήπου, που αν την διάβαινε τα σαλιγκάρια θα την έπιαναν και θα κολλούσαν πάνω στο δέρμα της σαν βεντούζες.
Κοίταξε μέσα από το σιφόνι του νεροχύτη, την κατασκότεινη τρύπα. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα έβγαιναν και από κει μέσα, έρποντας στα τοιχώματα του σωλήνα. Πώς γίνεται να φοβάσαι κάτι τόσο άκακο; Είπε η φωνή του Αποστόλη σαν κασέτα στο κεφάλι της. Αλλά αυτό που ακολούθησε εκείνο το μεσημέρι, ήταν μια φρίκη που είχε αργήσει να ξανασυναντήσει στα είκοσι πέντε χρόνια της ζωής της.
Διψούσε. Ένιωθε αναγούλα, και μάλλον, ήταν ο καφές που είχε πιει προηγουμένως. Οι μαβί σακούλες κάτω από τα μάτια της μαρτυρούσαν την χθεσινή αϋπνία της. Άνοιξε το ντουλάπι και θυμήθηκε ότι της έλειπε ένα ποτήρι, πως ήταν αυτό που είχε σπάσει χθες ο Αποστόλης. Πήρε άλλο, το έτριψε λίγο στο ρούχο της και ύστερα άνοιξε την βρύση. Αλλά δεν έβγαινε νερό από το στόμιο. Έβγαλε τα γυαλιά της και τα άφησε στην άκρη του γρανιτένιου πάγκου. Έτριψε τα κουρασμένα μάτια της και προσπάθησε ξανά μα, και πάλι τίποτα. Αναστέναξε και δοκίμασε να αυξήσει την ένταση, στρίβοντας τέρμα το διακόπτη. Επιτέλους, νερό γέμιζε το ποτήρι της. Έκλεισε τη βρύση και έφερε το ποτήρι κοντά στο πρόσωπό της όταν το χέρι της πάγωσε· ήταν λίγο πριν ακουμπήσει τα χείλη της στο γυάλινο χείλος: Μια δυσάρεστη οσμή ερχόταν από το ποτήρι. Έλεγξε το νερό, ήταν γκρίζο με καφετιά αιωρούμενα σωματίδια. Φόρεσε τα γυαλιά της πάλι, απομάκρυνε το ποτήρι και άνοιξε άλλη μια φορά την βρύση.
Μόνο που αυτή τη φορά δεν βγήκε νερό. Κάπου πίσω από αυτούς τους παλιούς τοίχους οι σωληνώσεις έτριζαν και μούγκριζαν. Οι ήχοι ακούγονταν λες και έβγαιναν από κάποιο ζωώδες λαρύγγι. Έκανε ένα φοβισμένο βήμα πίσω, καθώς η καρδιά της βροντούσε μέσα στο στέρνο της· στην κουζίνα όμως επικρατούσε απόλυτη ησυχία.
Κάτι σύρθηκε έξω από το στόμιο της βρύσης. Η Βίκυ έφερε το χέρι στο στόμα της και οι γοργές αναπνοές της θέρμαναν την παλάμη της. Και τότε, σαν εικόνα βγαλμένη από παιδικούς εφιάλτες, ένας ανεξέλεγκτος πίδακας από γυμνοσάλιαγκες τινάχτηκε βίαια έξω από το στόμιο της βρύσης, χτυπώντας τρανταχτά τον μεταλλικό πάτο του νεροχύτη με τέτοιο θόρυβο, σαν σφυριά πάνω σε κρανίο και τέτοια ορμή, που το μακρόστενο σώμα της βρύσης λύγιζε ελαφρά προς τα πάνω. Τα μάτια της γούρλωναν και μια κραυγή μεγάλωσε σαν κόμπος πνιγμού στο λαιμό της. Ήταν μια σκηνή που την ανάγκασε να κρύψει το πρόσωπό της για να μην βλέπει, όμως ο τρανταχτός θόρυβος δημιούργησε στην φαντασία της αποκρουστικές εικόνες. Η Βίκυ ούρλιαξε μέχρι να αδειάσουν τα πνευμόνια της.

Βαγγέλης Ρούσσης

Tags: fantasy , horror , mystery , part1 , snails , storm , story , διήγημα , θύελλα , μυστήριο , σαλιγκάρια , τρόμος , φαντασία

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.