Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιώργο Μπελαούρη

Μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον Γιώργο Μπελαούρη για τα καλλιτεχνικά του πρότζεκτ.

19 Σεπτεμβρίου 2019

Καλώς όρισες, Γιώργο. Σε ευχαριστούμε που μας παραχωρείς αυτή τη συνέντευξη. Για τον κόσμο που δε σε γνωρίζει, θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο για τον εαυτό σου και τη δουλειά που έχεις κάνει συγγραφικά;

Εγώ σ’ ευχαριστώ Μαριλή, τόσο γι’ αυτή την συνέντευξη όσο και για την συγκινητική κριτική σου! Ειλικρινά το εκτιμώ! Καλώς σας βρήκα λοιπόν!

Ωχ, αυτά είναι τα δύσκολα! Για τον εαυτό μου, πιστεύω, δε θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μιλήσω, καθώς όμως η συγγραφή είναι το πάθος μου εδώ και χρόνια, ίσως η απάντηση στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης να απαντήσει και στο πρώτο. Καλώς ή κακώς, είναι ψιλο-συνυφασμένα το ποιος είμαι και το γεγονός ότι γράφω –στο νου μου τουλάχιστον (ελπίζω να μη διαβάζεται ‘’κάπως’’ αυτό)- οπότε θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος με τα ‘’βιογραφικά στοιχεία’’ και να αποφύγω τον κομπασμό στα μάτια κάποιου αγνώστου, χεχε…

Ξεκίνησα, λοιπόν, να γράφω στα εφτά μου και άρχισα να χτίζω τη βασική μυθολογία μου στην έκτη δημοτικού. Μέχρι και τα 17 δεν θεωρώ ότι ήταν αξιόλογο ‘’λογοτεχνικά’’ το υλικό μου, μα είχα ήδη την βάση για να ξεκινήσω να χτίζω όλο αυτό που είχα στο κεφάλι μου. 17 με 21 ετών έγραψα τα πρώτα μου δύο μυθιστορήματα και περίπου 50 διηγήματα. Στα 21 εξέθεσα πρώτη φορά κείμενό μου σε κοινό, στο 5ο Διεθνές Συνέδριο Λογοτεχνίας στη Μυτιλήνη με θέμα τον Έρωτα στη Λογοτεχνία, όπου υπήρχαν σύνεδροι από όλο τον κόσμο και είχα την τιμή να είμαι ένας από αυτούς. Το τρακ ήταν απερίγραπτο, καθώς στο κοινό είχαμε τον τρισέγγονο του Τολστόι, τη μικρανηψιά του Καβάφη και άλλους ανθρώπους με τρομακτικές περγαμηνές, μα με αγκάλιασαν κυρίως επειδή θεωρούσαν ότι έλειπε από το συνέδριο κάτι σαν αυτό που πρότεινα: ένα κείμενο για τους ‘’παράλληλους βίους’’ του Καζανόβα και του Ντε Σαντ. Από τα 22 μέχρι τα 25, ασχολήθηκα λίγο με το θέατρο, καθώς βρήκα ότι εκεί θα μπορούσε να γίνει πιο προσβάσιμο το κείμενό μου σε θεατές αντί για αναγνώστες. Σε αυτά τα τρία χρόνια, ανέβασα 10 μονόπρακτά, 2 μονολόγους, 2 σκετς και 2 μεγάλες θεατρικές παραστάσεις (η μία με 29 άτομα θίασο και η άλλη με 15), τα περισσότερα σκηνοθετημένα από εμένα, όλων το κείμενο δικό μου. Από τα 25 μέχρι τα 27, αποφάσισα να δημιουργήσω ένα μπλογκ και να εκθέτω εκεί κάποια κείμενά μου, και σε αυτό ανέβασα 9 βιβλία -συνολικά- προς ελεύθερη ανάγνωση (6 νουβέλες και 50 διηγήματα). Από τα 27 μέχρι και σήμερα, είχα την τύχη και την τιμή, να βρίσκομαι υπό την εκδοτική σκέπη της Rising Star Promotions, από την οποία μέχρι στιγμής έχουμε κυκλοφορήσει 5 βιβλία μου (3 ατομικά και 2 συλλογικά από το artproject του LC). Από τα 24, επίσης, έχω συμμετάσχει με κείμενά μου σε 2 εκδόσεις από την καλλιτεχνική ομάδα Νομάδες, έχω γράψει προλόγους για 4 κόμιξ, έχω διαβάσει 15 κείμενά μου σε διάφορες θεματικές βραδιές λογοτεχνίας, ενώ ένα διήγημά μου βρίσκεται και στην ανθολογία steampunk ‘’ Θεοί του Ατμού’’ από τις Συμπαντικές Διαδρομές.  Αυτή την στιγμή, έχω 150 ανέκδοτα διηγήματα και 5 ανέκδοτα μυθιστορήματα (το καθένα από τα διηγήματα, φυσικά, σε διαφορετικό επίπεδο –από πρώτο χέρι μέχρι ικανοποιητικό ή και εντελώς τελειωμένο- ενώ τα μυθιστορήματα, θεωρώ, είναι όλα έτοιμα για επιμέλεια και έκδοση).

Αυτά. Ελπίζω να σε κάλυψα και να μην σε κούρασα.

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να στραφείς προς τη συγγραφή;

Χμ, στην αρχή ήταν καθαρά η παιδική μίμηση, πιστεύω. Θυμάμαι, μωρό ακόμα, να με παίρνει ο ύπνος από τον ήχο της γραφομηχανής της μητέρας μου. Κάπου στα πέντε μου την ρώτησα τι κάνει κάθε βράδυ σε εκείνο το ‘’παράξενο μηχάνημα’’ και μου είχε απαντήσει απλά ‘’γράφω ιστορίες’’. Της είχα απαντήσει ότι κι εγώ όταν μεγαλώσω θα γράφω ιστορίες.

Τόσα απλά και αστεία.

Στα εφτά ξεκίνησε σαν χόμπι και κυρίως έγραφα κουταμαρούλες. Από την έκτη δημοτικού-που ξεκίνησα να χτίζω την βασική μυθολογία μου- άρχισε να γίνεται πάθος και εμμονή. Στο λύκειο πια, είχε εξελιχτεί σε καταφύγιο, γιατρειά από την κατάθλιψη, φίλος που με απέτρεψε από απόπειρες αυτοκτονίας και μπαλάντζο για τις ορμόνες που είχαν τρελαθεί χαχαχα

Πλέον, είναι το κυρίαρχο κομμάτι της ταυτότητάς μου. Ειδικά τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν πιστεύω ότι έχει περάσει μέρα δίχως να σημειώσω ή να σκεφτώ κάτι σχετικά με τα κείμενά μου, ενώ –σίγουρα- από το φθινόπωρο του 2013, οι είκοσι μέρες (σχεδόν) κάθε μήνα είναι σίγουρα μέρες που γράφω (το ‘’σχεδόν’’ πάει στο ότι, οκ, άνθρωπος είμαι, δεν είμαι ούτε μηχανή ούτε ο Κινγκ χαχα. Δυστυχώς η ζωή μπαίνει στη μέση).

Υπάρχουν συγγραφείς που σε επηρέασαν και σε ενέπνευσαν;

Φυσικά! Αλλά, παραδόξως, η μεγαλύτερη επιρροή και έμπνευση, δεν προέρχεται από συγγραφείς αλλά από στιχουργούς. Δύο συγκεκριμένα. Συγχώρα με λοιπόν για το θάρρος, μα θα τους αναφέρω και αυτούς πιο κάτω αν δεν σε πειράζει.

Σίγουρα –λοιπόν- όταν πρωτοδιάβασα Μπάρκερ στα 15, τον θεοποίησα. Αυτός ήταν ο πρώτος ‘’δάσκαλος’’ μου, χεχε. Μέχρι τότε, είχα ξεχωρίσει τα κείμενά μου σε ‘’τρόμου’’ και ‘’φαντασίας’’, με κανένα από τα δύο να με γεμίζει πλήρως, μα εκείνος μου έδειξε ότι δεν υπάρχουν ταμπέλες και διαχωρισμοί. Αυτό ήταν μια συνταρακτική ανακάλυψη για μένα, γιατί συνδύασα όλες μου τις σημειώσεις και δημιούργησα κάτι που πλέον με κάλυπτε απόλυτα. Έπειτα, στα 20, όταν διάβασα Ζολά και Μπαλζάκ έγιναν –και παραμένουν- οι ήρωές μου. Ξεκίνησα για να γράφω –κυρίως- δράση και για να αποτυπώσω τις ‘’ταινίες’’ που έπαιζαν στο νου μου και ποτέ δε θα μπορούσα να δω με άλλα μάτια πέρα από αυτά της φαντασίας μου. Η δράση δεν με κάλυπτε όμως πια. Οπότε με έβαλαν σε ένα νέο μονοπάτι και μου έδειξαν ότι οι χαρακτήρες μου ήθελαν λίγη παραπάνω ‘’φροντίδα’’. Και τέλος, ο Τολστόι και ο Κόλινς έγιναν η επιτομή της λογοτεχνίας στα μάτια μου και το ‘’ταβάνι της φάσης’’ που θα χοροπηδάω μια ζωή, ελπίζοντας να το αγγίξω, ακόμα κι αν ο κέρσορας και το μέτριο μυαλό μου δεν είναι το ιδανικό τραμπολίνο, αλλά…

Τη μεγαλύτερη επιρροή την άσκησαν πρώτα ο Dani Filth κι έπειτα ο Marshal Mathers. Με τον πρώτο, ένιωθα ότι όσα γράφει τα γράφει μόνο για εμένα, μιλούσε σε ένα βαθύτερο επίπεδο μέσα μου, ενώ η θεματική του κάλυπτε όλα όσα λάτρευα από το γυμνάσιο. Η ατμόσφαιρα και το επίπεδο των στίχων του, με δίδαξαν πολλά και τον νιώθω σαν μέντορα και φίλο. Ο επόμενος, με βοήθησε να πλησιάσω περισσότερο το ύφος μου. Μέχρι και τα 25 δεν μπορώ να πω ότι είχα βρει 100% την φωνή μου, με την ‘’βοήθειά’’ του όμως, είδα ότι όσο κι αν θαυμάζω την γραμμικότητα στην ροή των άλλων συγγραφέων, εμένα με εγκλωβίζει και πνίγει. Οπότε αφέθηκα και έκτοτε προσπαθώ να τελειοποιήσω το ύφος μου, ανεξάρτητα από επιρροές, με σεβασμό όμως σε όσους πιστεύω ότι τον αξίζουν.

Έχεις δημιουργήσει μια ολόκληρη μυθολογία. Πως την εμπνεύστηκες και πόσα χρόνια σου πήρε να την ολοκληρώσεις;

Η ψυχοπλάνη, εφόσον αυτή έχει εκτεθεί και γι’ αυτή με ρωτάς λογικά, πήρε ένα χρόνο. Ίσως να φαντάζει λίγο, δεν ξέρω, μα είχε ήδη γίνει προεργασία ετών με την βασική μυθολογία μου, οπότε ήξερα κάπως τη ‘’μηχανική’’ της συμπαντοπλασίας. Επίσης δεν ήταν κάτι ολοκαίνουριο ή ξεκομμένο από την υπόλοιπη μυθολογία μου, οπότε κι αυτό λειτούργησε κάπως σαν ‘’μαξιλαράκι’’. Από την σύλληψη όμως, μέχρι την ολοκλήρωση όλου του παζλ (όχι την συγγραφή φυσικά, εκεί έχουμε μέλλον ακόμα) ήταν περίπου ένας χρόνος.

Η έμπνευση τώρα… Εφόσον γράφεις κι εσύ, ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα: άλλοι βλέπουν απλά ένα χαρτόκουτο έξω από το σούπερ μάρκετ και εσύ μπορεί να ‘’δεις’’ ποιος το άφησε εκεί, σε ποιο εργοστάσιο δημιουργήθηκε, ποιος το γέμισε κονσέρβες και τις ζωές όλων αυτών των αγνώστων που απλά ακούμπησαν ένα ρημαδιασμένο χαρτόκουτο, χαχαχα.

Η έμπνευση ήρθε σε ένα καφέ. Μία ατάκα που πέταξε μία φίλη, με έκανε να πληρώσω κατευθείαν τους καφέδες μας και να φύγω για το σπίτι. Πρώτη φορά και τελευταία που δοξάζω τη συγκοινωνία της Αθήνας: μου πήρε μία ώρα και κάτι να φτάσω σπίτι και στο μετρό και το λεωφορείο είχα σχεδόν έτοιμο όλον τον σκελετό για το πρώτο Λενοράκι.

Απ’ όλους τους χαρακτήρες που έχεις δημιουργήσει, ποιοι είναι αγαπημένοι σου και γιατί;

Εξαιρετικά δύσκολη ερώτηση και μπορείς να το φανταστείς.

Αλλά η γρήγορη απάντηση είναι: η Λενόρ, οι γονείς της και τα εφτά ‘’αδέλφια’’ της.

Ναι, είναι λίγο ‘’Τόλμη και Γοητεία’’ η φάση, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά, χαχα. Τώρα, ως αναφορά το γιατί, κοίτα: ο ‘’πατέρας’’ της ‘’κόρης’’ μου (όσο περίεργο κι αν διαβάζεται αυτό), ο Κρις, είναι πλάι μου από έκτη δημοτικού. Μέχρι και τα 25 μου, σκεφτόμουν ‘’τι θα έκανε εκείνος’’ σε όποια δυσκολία της ζωής μου. Τον είχα να μου ρίχνει ‘’χαστούκια’’ όταν φερόμουν σα δειλός ή σαν κλαψιάρης. Με έχτισε και τον έχτισα ισόποσα. Από τα 25, την σκυτάλη την πήρε η κόρη του. Έφυγε λίγο η απολυτότητα και το ‘’εγώ ξέρω’’ από μέσα μου. Σαν άνθρωπος, είμαι τρομερά ανασφαλής, αγχωτικός και φοβιτσιάρης, οπότε μία ζωή εκείνοι με βοηθούσαν να κάνω τα όσα βήματα έχω κάνει –σε οποιοδήποτε τομέα.

Αλλά, χέι (που λεν και στο Αμέρικα), ποιος είπε ότι οι φανταστικοί φίλοι είναι αποκλειστικά για την παιδική ηλικία;

Έχεις όνειρα για τη Λενόρ, και για το όλο έργο σου γενικότερα; Μέχρι που θα ήθελες να δεις την κόρη σου να φτάνει;

Φυσικά, παιδί μου είναι, ψτσυχή τσης ψτσυχής μου, εύχομαι το καλύτερο δυνατό για την σταδιοδρομία της και είθε να φτάσει όσο μακριά ποθεί το χρυσό μου χαχα.

Πέρα από την πλάκα όμως, το μόνο που θέλω είναι αυτό που ήθελα από το γυμνάσιο: απλά να ολοκληρώσω την συγγραφή των βιβλίων μου. Αυτό. Δε με απασχολεί αν θα εκδοθούν όλα ή αν θα διαβαστούν, πόσο μάλλον αν θα πουλήσουν, μα για να νιώσει κάποια γαλήνη η ψυχή μου, θα ήθελα να τα δω όλα ολοκληρωμένα.

Ίσως να ακούστηκε κάπως δήθεν αυτό, ίσως να ακουστεί και πιο περίεργο αυτό που θα ακολουθήσει, μα δεν με πειράζει: προσπαθώ να μην έχω όνειρα, ελπίδες ή φιλοδοξίες για τα πέριξ των κειμένων. Πάντα με απασχολούσε το κείμενο –αυτό καθαυτό- και είδα ότι όσο ασχολούμαι με τα μετέπειτα της ολοκλήρωσής του, αναλώνομαι, χάνω χρόνο και ενέργεια και συνήθως δεν αξίζει τον κόπο.

Μακάρι να πάνε καλά, μακάρι να τα αγαπήσει ο κόσμος, μα –καλώς ή κακώς και εδώ χάνω πάντα όλους τους πόντους αν ήταν ματς μάρκετινγκ η συζήτησή μας- πάντα έγραφα για εμένα, πάντα με νοιάζει να είμαι όσο πιο αληθινός γίνεται και ο μόνος στόχος μου είναι να δικαιώσω τις ιστορίες των ηρώων μου και να βελτιώσω το μέσα μου.

Πόσες δυσκολίες και αντιξοότητες συνάντησες για να φτάσεις έως εδώ; Υπήρχαν δύσκολες στιγμές για εσένα; Και αν ναι, τι ήταν αυτό που σε κράτησε να συνεχίσεις;

Δεν θεωρώ ότι έχω ‘’φτάσει κάπου’’, μα οι δυσκολίες και οι αντιξοότητες δε σταματούν ποτέ. Έχω μαζέψει γύρω στις είκοσι απορρίψεις από εκδοτικούς (κυρίως λόγω γλώσσας και βιαιότητας, αν και όλοι είχαν να πουν θετικά για το ύφος ή την πλοκή), η πρώτη επιμελήτρια που είχα προσεγγίσει μού επέστρεψε τα κείμενα προσβεβλημένη από το περιεχόμενο, συγγραφείς που θαυμάζω θεώρησαν τα κείμενά μου ‘’παιδιάστικα’’, έχω χάσει φίλους που δεν καταλάβαιναν την εμμονή μου να μένω μέσα και την ανάγκη μου για να γράφω, κάθε κακή κριτική πονάει –μέχρι να δω ποιος την έγραψε χαχα- ποτέ δεν κρατάω μικρό καλάθι και μπορείς να φανταστείς πόσο ανώμαλη είναι κάθε φορά η προσγείωση για έναν αιθεροβάμονα, μα… κυρίως γράφω για εμένα και για την ψυχή μου. Αυτοί που με κράτησαν ήταν ο Κρις και η Λενόρ. Δεν με απασχολεί αν διαβάζεται ‘’κάπως’’ αυτό ή αν σχολιαστώ σαν εκκεντρικός ή ψωνισμένος, μα από τα 11, πάντα μέσα από τους ήρωές μου έλυνα τα θέματά μου. Οπότε, ας έρθουν κι άλλες δυσκολίες και αντιξοότητες, είναι ευπρόσδεκτες, αρκεί να αξίζει ο κόπος (και συνήθως αξίζει, γιατί ποτέ δεν βλάπτει να είσαι δημιουργικός με τους θανάτους που γράφεις χαχαχα).

Ένα έργο του Vasilis Zikos

Έχεις κάποια όμορφη στιγμή ή εμπειρία, απ’ όλο αυτό το ταξίδι, που θα σου μείνει για πάντα στο μυαλό;

Αυτή είναι η τέλεια ερώτηση για να ακολουθήσει την προηγούμενη!

Γενικά, θεωρώ ότι υπάρχει κάποιου είδους Ζυγαριά στην Τέχνη. Αν της δοθείς ολοκληρωτικά, όσα δύσκολα σου δώσει, άλλα τόσα όμορφα θα σου φέρει επίσης.

Τι να πρωτοπώ;

Από τις συζητήσεις του συνεδρίου λογοτεχνίας; Να έχω άτομα από όλο τον κόσμο να μου μιλάνε για τον Καζανόβα και τον Ντε Σαντ, μετά την ομιλία, και εγώ να τους κοιτάω σαν ροφός και να μην πιστεύω αυτό που ζω; Δε ξεχνώ μία Ιταλοελληνίδα σύνεδρο, που είχε μιλήσει για τον Βοκάκιο και μου είχε πει σαν σύγχρονος καπελάς από την Αλίκη: ‘’Γράφεις; Καλώς ήλθες λοιπόν: είμαστε όλοι τρελοί εδώ!’’Από τα θεατρικά; Την εμπιστοσύνη της εκάστοτε ομάδας για τα κείμενά μου, τις πρόβες που τα έβλεπα να έρχονται στη ζωή, τις στιγμές από τα παρασκήνια, τις παραστάσεις και μετά, φυσικά, το χειροκρότημα; Την πρώτη έκδοση; Την υλοποίηση ενός art project που το ονειρευόμουν μια ζωή; Τον κάθε ενθουσιασμένο αναγνώστη, πού δεν τον γνώριζα καν και δεν μου χρωστάει τίποτε για να μου πει καλά λόγια; Το πώς αγάπησαν την Λενόρ κάποιοι άνθρωποι;

Δεν ξέρω τι να πρωτοπώ και ίσως να είπα και πολλά. Μα όλα τα άνωθεν, πάντα, με συγκινούν και ειλικρινά κάθε φορά -που τα βιώνω ή τα σκέφτομαι μετέπειτα- βουρκώνω. Όταν δεν περιμένεις πολλά, το λίγο είναι πολύ!

Θα ήθελες να μας μιλήσεις για το artproject, LCDLVI; Με πόσους καλλιτέχνες έχεις συνεργαστεί;

Αν θα ήθελα; Βεβαίως!

Λοιπόν, ξεκινώντας να χτίζω την μυθολογία ψυχοπλάνης, μέσα σε έναν μήνα, είδα ότι όλο αυτό το πράγμα με ξεπερνάει. Αν ήθελα να το καλύψω μόνος, δε θα έπρεπε να γράψω τίποτε άλλο από εκείνη τη στιγμή και στο εξής, καθώς επίσης, να συμφιλιωθώ και με την ιδέα ότι το έργο μου θα ήταν ελλιπές στο τέλος -ακόμα και αν του αφιέρωνα όλη μου τη ζωή. Οπότε η πρώτη μου ιδέα ήταν να προσκαλέσω άλλους ομότεχνους, να γράψουν τον δικό τους ψυχοπλάνο, από όποια Τέχνη και όποια περίοδο ήθελαν να εκπροσωπεί (όταν θέλεις να καλύψεις ένα διάστημα από την εποχή του Ομήρου μέχρι το 2040, θα είσαι τρελός αν πιστέψεις ότι ‘’σόλο, το έχεις’’). Όλα όμως ξεκίνησαν με ζωγράφους, κομίστες και τατουατζήδες. Η ζωγραφική είναι ίσως η αγαπημένη μου Τέχνη –ένα ξεφύλλισμα στο Λενοράκι μου θα το κάνει οφθαλμοφανές- οπότε προσέγγισα κάποια άτομα και έτσι έγινε η αρχή.

Ένα artproject ήταν το όνειρό μου από πιτσιρίκι, απλά δεν ήξερα ότι λέγεται artproject αυτό που ποθούσα, ούτε είχα βρει ποτέ την θεματική που να μπορούσε να το θέσει σε κίνηση. Μόλις τη βρήκα, αφιερώθηκα ολοκληρωτικά.

Μέχρι στιγμής, λοιπόν, 81 καλλιτέχνες έχουν κάνει κάποιο γκεστ, με την συντριπτική πλειοψηφία να είναι εικονογράφοι. Είχαμε μουσικά κομμάτια (ένα εξ αυτών από την Γαλλία ορμώμενο!), 14 διηγήματα (τα οποία έχουν εκδοθεί στις δύο ανθολογίες ψυχοπλάνης), 3d animation, photoshoots, 2 κόμιξ(από Θεσσαλονίκη και Κύπρο παρακαλώ) και είχαμε στα σκαριά κι ένα escaperoom(το οποίο –δυστυχώς- ναυάγησε, κυρίως για λόγους που σχετίζονται με την εποχή και την τσέπη των αιθεροβαμόνων δημιουργών του).

Μα δε σταματάμε!

Αν σκεφτείς ότι για κάθε ένα από αυτά τα 81 γκεστ είχα 8 με 10 απορρίψεις, μπορείς να φανταστείς πόσο κόσμο έχω προσεγγίσει και πόσον πρόκειται να προσεγγίσω στο μέλλον. Το LC είναι το ‘’παιδί’’ μου και θα κάνω τα πάντα για να αντρειωθεί κι άλλο. Τα συγγραφικά γκεστ έχουν παγώσει προσωρινά, μα θα επιστρέψουν σίγουρα, όπως και όλα τα γκεστ (απλά είμαι σε μία περίοδο που τρέχω και δεν φτάνω με άλλα πιο μπανάλ πράγματα, καθώς και η συγγραφή των βιβλίων της σειράς πρέπει να ‘’προφτάσει’’ ό,τι έχουμε ήδη βγάλει).

Κλείνοντας, πόσο σημαντικό ήταν και είναι αυτό το ταξίδι για εσένα; Θα μπορούσες να φανταστείς τον εαυτό σου αλλιώς, και να μην είχες ακολουθήσει τον δρόμο της συγγραφής;

Αυτό το ταξίδι πάντα έδινε, ακόμα δίνει και δε σταματά να δίνει. Να δίνει ηθικά, φυσικά, καθώς μόνο το ‘’μέσα μας’’ μετράει ουσιαστικά. Με διαμόρφωσε, με βελτίωσε σε κάποια πράγματα και με έκανε στραβόξυλο σε κάποια άλλα, μα με έκανε αυτόν που είμαι και νιώθω ότι του χρωστάω τα πάντα. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγραφεί η έκσταση της συγγραφής: αν δεν την βιώσεις, δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί είναι σα ναρκωτικό και γιατί κάποιοι σαν εμένα δηλώνουν ‘’εθισμένοι’’.

Αν δεν έγραφα, θα ήμουν ή κάγκουρας ή χούλιγκαν, οπότε χαίρομαι που μπορώ να βγάζω όλο μου το ‘’μίσος’’ και τη ‘’βία’’ με δημιουργικό τρόπο, δίχως να σπαταλώ την ζωή μου ή καταστρέφω ξένες περιουσίες, χαχαχα.

Αστειεύομαι φυσικά!

Ή μήπως όχι;

Γιώργο, σε ευχαριστούμε πολύ που ήσουν μαζί μας και που μας έδωσες την ευκαιρία να σε γνωρίσουμε. Σου ευχόμαστε από καρδιάς ό,τι καλύτερο, τόσο στην συγγραφική σου πορεία όσο και στη ζωή σου. 

Εγώ σας ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, παιδιά, ειλικρινά το εκτιμώ! Να ‘στε πάντα καλά και καλοτάξιδη η πρώτη σας έκδοση!

Tags: books , horror , Inspiration , Interview , LC DLVI , Lenor , Rising Star Promotions , weird , αλλόκοτο , βιβλίο , Έμπνευση , Συνέντευξη , τρόμος , Ψυχοπλάνη

Μαριλή Πάτουχα

Δημοσιεύτηκε 19 Σεπτεμβρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.