Ο Edgar Allan Poe, μέσα απ’ το φακό του Tales of Terror

“Ο Poe στη νουβέλα αυτή είναι ιδιαίτερα περιγραφικός, σε σχέση με τα γκροτέσκο σημεία της. Κάτι τ’ οποίο δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί στην ταινία, με τα μέσα της εποχής. Ο τρόπος γραφής του περιγράφει λεπτομερώς καταστάσεις, που προκαλούν απέχθεια και ταραχή στον αναγνώστη.”

18 Απριλίου 2021

Η ταινία Tales of Terror, αποτελεί μια παραγωγή των  Samuel Z. Arkoff, James H. Nicholson, και Roger Corman, ο οποίος έκανε και τη σκηνοθεσία. Μια κίνηση υπό την αιγίδα της American International Pictures – horror film (γνωστή και ως ο Κυκλος των Corman – Poe), όπου ο σκηνοθέτης Roger Corman σε συνεργασία με τον Vincent Price, δραματοποίησαν μια σειρά έργων του συγγραφέα. Η ιδέα επεκτάθηκε, μετά την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε η πρώτη προσπάθεια του εγχειρήματος, με την δραματοποίηση της Πτώσης του Οίκου των Usher. Έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες το 1962. Προβλήθηκε κατά τη συνήθεια της εποχής, στην τιμή του ενός εισιτηρίου, μαζί με την ταινία Panic in Year Zero! (γνωστή επίσης ως End of the World), μιας ασπρόμαυρης ταινίας φαντασίας.

Αποτελείται από 3 μέρη. Την “Morella”, το “Μάυρο γάτο” και “Τα γεγονότα στην υπόθεση M. Valdemar”. Κάθε ιστορία, εισάγεται αφηγηματικά από τον Vincent Price, ο οποίος κατέχει ρόλο σε κάθε μέρος της.

Στην πρώτη ιστορία, η Lenora Locke, ταξιδεύει πίσω στη Βοστώνη, ώστε να επανασυνδεθεί  με τον πατέρα της. Εδώ κάνει μια σύντομη εμφάνιση ο ίδιος ο Roger Corman, στο ρόλο του αμαξά που την οδηγεί πίσω στο σπίτι. Το επιβλητικό αρχοντικό, από μόνο του αποτελεί έντονο στοιχείο τρόμου στην ατμόσφαιρα. Με φόντο την επιβλητική νύχτα, θυμίζει περισσότερο εικονογράφηση, παρά κινηματογραφικό σκηνικό.

Η κοπέλα θα εκπλαγεί, όταν φτάνει και δεν υπάρχει κανείς να την υποδεχτεί. Το κτήριο είναι εγκαταλελειμμένο στο χρόνο και την ερήμωση. Θα εντοπίσει τον πατέρα της, στο μόνο κατάλληλο για διαβίωση, δωμάτιο του πύργου. Η συνάντηση απέχει πολύ απ’ το να χαρακτηριστεί επιτυχημένη. Ο πατέρας δε χαίρεται καθόλου, με το γυρισμό. Τον χαρακτηρίζει η παραίτηση κι η παρακμή. Την κατηγορεί ευθέως, πως είναι υπαίτια για το θάνατο της αγαπημένης του γυναίκας. Αποχωρώντας η κοπέλα απ’ το δωμάτιο, ο φακός θα μας αποκαλύψει την ύπαρξη του πτώματος της μητέρας, της Μorella, που διατηρεί το πεθαμένο σώμα της σε μια παράξενη κατάσταση σήψης, μα όχι αποσύνθεσης. Τα εφέ της εποχής στην ταινία γενικά, δεν είναι τόσο επιτυχημένα, μιας και μιλάμε για αρκετά πίσω στο χρόνο. Βασίζεται στη γενικότερη αίσθηση, για να αποδώσει το φοβερό. Η κόρη δε μπορεί ν΄ αποδεχτεί την άρνηση του πατέρα της και τον ενημερώνει πως γύρισε, γιατί δεν της έχει μείνει πολύ χρόνος ζωής ακόμα. Ο πατέρας λυγίζει και συμφιλιώνονται.

Εκείνη τη νύχτα όμως, θα συμβεί κάτι παράδοξο και εξώκοσμο.  Το πνεύμα της Morella, επιτίθεται στο σώμα της κόρης της και την πνίγει, την ώρα που αυτή κοιμάται. Καθώς η Lenora ξεψυχά, το σώμα της Morella, αρχίζει να επανακτά τη ζωτικότητά της κι επιστρέφει στη ζωή. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με την κόρη να ξεψυχά. Η εκδικητική Morella, θα σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια και το σύζυγό της, ενώ αυτός προσπαθεί να σώσει την κόρη του. Η διαδικασία ολοκληρώνεται σ’ ένα παροξυσμό έντασης και συναισθημάτων, με μια φωτιά να ξεσπά και να καταπίνει τα πάντα, μέσα της. Η λύτρωση κι η ενοποίηση όλων, σε μια πύρινη συγχώνευση. Οι δύο γυναίκες επιστρέφουν στ’ αρχικά τους σώματα. Η κοπέλα με γαληνεμένη ψυχή, αγκαλιάζει τον πατέρα της, ενώ η Morella, αφήνεται στη σήψη του χρόνου, που επιτέλους λαμβάνει χώρα.

Στην ιστορία προβάλλεται η θεωρία πως η Morella επιστρέφει ως Βαμπίρ, προκειμένου να εκδικηθεί το θάνατό της. Στη νουβέλα ο Poe διερευνά την επίδραση του θανάτου, στην ταυτότητα του ανθρώπου. Υποδηλώνει μ’ αυτό τον τρόπο, πως εάν η ταυτότητα επιβιώσει, θα μπορέσει να υπάρχει έξω απ’ τ’ ανθρώπινο σώμα και να επιστρέψει σε νέα σώματα. Επηρεάστηκε πιθανώς εν μέρει, απ’ τις θεωρίες της ταυτότητας του Friedrich Wilhelm Joseph Schelling, τον οποίον αναφέρει επίσης στην ιστορία.

Εικάζονται μερικές πιθανότητες, για την προέλευση του ίδιου του ονόματος. Είναι τ’ όνομα της Σεβάσμιας Μητέρας Τζούλιαν Μόρελ (1595–1653), η οποία υπήρξε, η δέκατη Μούσα σ’ ένα ποίημα του ποιητή Λόπα ντε Βέγκα. Το “Morel” είναι το όνομα του black nightshade, ενός δηλητηριώδους ζιζανίου, συγγενούς της Ατρόπου (Belladonna). Εμφανίζεται επίσης στο Presburg (Μπρατισλάβα), ένα φημισμένο σπίτι, τέλεσης μαύρης μαγείας όπου λέγεται, ότι η Morella έλαβε ‘κει, την εκπαίδευσή της. Θα φέρει στο μυαλό μας φυσικά, το λατινικό “mortuus”, δηλαδή νεκρός.

Οι γυναίκες που πεθαίνουν, είναι αγαπημένο θέμα στις ιστορίες του Poe. Ας αναφέρουμε παραδειγματικά τις Berenice, Ligeia και Eleonora στη Πτώση του Οίκου των Usher.

Η ταινία ολοκληρώνει την ενότητα, μ’ ένα απόσπασμα απ’ το κείμενο του  Poe.

«Οι άνεμοι του ουράνιου θόλου ηχούν σαν ένας ήχος στ’ αυτιά μου

κι οι παφλασμοί των κυμάτων στη θάλασσα βουίζουν αιώνια… Μιρέλα».

Η ιστορία θ’ αποδοθεί ξανά κινηματογραφικά απ’ τον Jim Wynorski, το 1990, με το τίτλο The Haunting of Morella.

Η δεύτερη ιστορία, αποτελεί ουσιαστικά μια διασκευή, που βασίζεται σε δύο διαφορετικές ιστορίες του συγγραφέα. Στο Μαύρο Γάτο, όπου δίνει αντίστοιχα και τον τίτλο και Στο βαρέλι του Amontillado. Στο πρωταγωνιστή της 2ης αυτής ιστορίας αποδίδεται ο κύριος χαρακτήρας, στο πρόσωπο του μέθυσου Montessori. Κοινό χαρακτηριστικό των δύο ιστοριών, είναι ο μέθυσος που παρασύρεται απ’ το πάθος του, έχοντας χάσει τον εαυτό του κι έτσι προβαίνει σε ακατονόμαστες, άνομες πράξεις.

Η ιστορία του Amontillado, εκτυλίσσεται σε κάποια ιταλική πόλη, κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού. Από πολύ πίσω στο χρόνο, σκηνικά συνυφασμένα με το καρναβάλι, αποτελούν ιδανικό έδαφος για την εκτύλιξη ιστοριών τρόμου. Ας θυμηθούμε πολύ δυνατό παράδειγμα των προσφάτων χρόνων, το βιντεοπαιχνίδι “House of the dead”, των μέσων του ’90, να λαμβάνει χώρα στη Βενετία. Και για να το κάνουμε απόλυτα σημερινό, ας φέρουμε στο μυαλό μας την “Umbrella Corporation”. Σ’ αυτές τις δύο ιστορίες καθώς στην “The Tell-Tale Heart”, ο Poe πραγματεύεται το προσφιλές μοτίβο του 19ου αιώνα.  Το άτομο που θάβεται ζωντανό. Τα πρόσωπα της 2ης αυτής ιστορίας, συνδυάζονται με αυτά τις 1ης και καταλήγουμε στον ίδιο χτισμένο τοίχο του κελαριού, που κρύβει τα θύματά του αφήνοντάς τα στη λήθη του θανάτου. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που θα αποδώσει δικαιοσύνη, είναι ο μαύρος γάτος, που έχει εγκλωβιστεί, χωρίς να το ‘χει συνειδητοποιήσει ο θύτης, μέσα στον τοίχο. Με τις φωνές του θα ξεσηκώσει τους αστυνομικούς, που ‘χουν βρεθεί σε αδιέξοδο σχετικά με την υπόθεση και θ’ αποκαλύψει την κρυψώνα.

Αυτό που παραλείπεται στη κινηματογραφική απόδοση αλλά είναι πολύ δυνατό σημείο, είναι η παραφυσική αναφορά στο γάτο. Στην πρωτότυπη ιστορία, ο γάτος σκοτώνεται βάναυσα απ’ το αφεντικό του. Γυρίζει και τον στοιχειώνει, με τη μορφή κάποιου άλλου γάτου, που ‘χει καταπληκτική ομοιότητα με αυτόν. Διαφέρουν μονάχα ως προς το λευκό σημάδι στο λαιμό, που φέρει ο δεύτερος. Αυτό το λευκό σημάδι όμως, μεγαλώνει καθώς περνούν οι μέρες, αποτυπώνοντας το σημάδι που άφησε στο άμοιρο ζώο, το σκοινί της αγχόνης, που του πέρασε το αφεντικό του. Στη νουβέλα θα συναντήσουμε, άλλη μια φορά το μοτίβο της φωτιάς, όπως και στη Morella. Εδώ η φωτιά που παίρνει το σπίτι, αφήνει ανεξίτηλα το σημάδι του νεκρού γάτου, στο τοίχο του ιδιοκτήτη – φονιά του, όπου και τον στοιχειώνει, οδηγώντας τον στην τρέλα.

Η ιστορία “The Black Cat” δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 19 Αυγούστου 1843, στο The Saturday Evening Post. Ανατυπώθηκε στο The Baltimore Sun και το The Pensacola Gazette την ίδια χρονιά. Οι αναγνώστες εμπνεόμενοι απ’ την ιστορία, δημιούργησαν παρωδίες όπως το “The Ghost of the Grey Tadpole” του Thomas Dunn English.

Το απόσπασμα που θα ολοκληρώσει εδώ την κινηματογραφική ενότητα είναι:

«Έχτισα το μαύρο τέρας, μέσα σε τάφο!»

Στην Υπόθεση του M. Valdemar, την τελευταία ιστορία, θα πρωταγωνιστήσει για ακόμα μια φορά ο Vincent Price, καθώς και θα εμφανιστεί ο κορυφαίος Basil Rathbone (ο πρώτος κινηματογραφικός Σέρλοκ Χολμς), στο ρόλο του υπνωτιστή. Σ’ αυτή την ιστορία, θα συναντήσουμε τον άνθρωπο που πάσχει από μια επίπονη χρόνια αρρώστια, περιμένοντας το θάνατό του. Για ν’ απαλύνει το πόνο του, θα καταφύγει στη βοήθεια του μεσμεριστή (υπνοθεραπευτή) ώστε να του μειώσει το σωματικό άλγος, μέσω της ψευδοεπιστήμης του. Μια ψευδοεπιστήμη που συνεπάγεται τη μεταφορά ενός ασθενούς σε μια υπναγωγική κατάσταση από την επίδραση του ζωικού μαγνητισμού, μια διαδικασία που αργότερα εξελίχθηκε σε μια μορφή υπνωτισμού. Έχουν κι οι δύο πρωταγωνιστές την επιθυμία να πραγματοποιήσουν ένα πείραμα, καθώς πεθαίνει, ώστε να ευκολύνουν τη διαδικασία. Να τον θέσει δηλαδή, σε ανασταλμένη υπνωτική κατάσταση, κατά τη στιγμή του θανάτου.

Ο Carmichael  επισημαίνει ότι, απ’ όσο γνωρίζει, κανείς δεν έχει επιχειρήσει ποτέ, στο σημείο του θανάτου κι είναι περίεργος να δει, ποιες επιπτώσεις θα έχει ο μεσμερισμός, σ’ ένα άτομο που πεθαίνει. Το πείραμα δε θα πετύχει. Το σώμα του σταματά να λειτουργεί. Επέρχεται φυσικός θάνατος, αλλά η ψυχή του μένει δεσμευμένη εκεί απ’ τον υπνωτιστή και δε μπορεί να φύγει και να πετύχει τη λύτρωση. Ο υπνωτιστής κρατά τον άνθρωπο δέσμιο για καιρό. Μέσ’ απ’ αυτή την πράξη, προσπαθεί να εκβιάσει τη γυναίκα του νεκρού, ώστε να τον παντρευτεί. Αυτή αρνείται και τα πράγματα παίρνουν άγρια τροπή. Σ’ αυτή τη στιγμή, το πνεύμα του πρωταγωνιστή κυριαρχεί στο πεθαμένο σώμα του. Καταφέρνει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι επιτίθεται στον δεσμώτη του. Στη σκηνή παρεμβαίνει κι ο γιατρός του Valdemar, όπου απομακρύνει τη γυναίκα. Ο Carmichael θα σκοτωθεί απ’ το θύμα του, το οποίο επιτέλους θα λυτρωθεί απ’ αυτή την κατάσταση φυλακής του πνεύματος στην οποία έχει τεθεί. Τα εφέ της εποχής, θα κάνουν γι’ άλλη μια φορά την εμφάνισή τους. Το σώμα του Valdemar, απ’ τη κατάσταση που ‘χει τεθεί λόγω σωματικού θανάτου, θα λιώσει σε μια στιγμιαία αποσύνθεση, πάνω στο σώμα του Carmichael και θα συναντήσουν κι οι δυο το θάνατο, “τυλιγμένη σε μια σχεδόν υγρή μάζα, απεχθούς, απαίσιας παρουσίας”, όπως χαρακτηρίζεται απ’  τον συγγραφέα.

Ο Poe στη νουβέλα αυτή είναι ιδιαίτερα περιγραφικός, σε σχέση με τα γκροτέσκο σημεία της. Κάτι τ’ οποίο δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί στην ταινία, με τα μέσα της εποχής. Ο τρόπος γραφής του  περιγράφει λεπτομερώς καταστάσεις, που προκαλούν απέχθεια και ταραχή στον αναγνώστη. Ενέπνευσε πολλούς συγγραφείς αργότερα, όπως για παράδειγμα τον H.P. Lovecraft. Καταφέρνει να ενσωματώσει σοκ, αηδία κι ανησυχία την ίδια στιγμή. Όμως το μεγαλύτερο μέλημα του, για τ’ οποίο μας μιλά σ’ αυτή την ιστορία, είναι η άποψή του, πως οι απόπειρες εξουδετέρωσης του θανάτου, έχουν φρικτά αποτελέσματα κι είναι σίγουρα ανεπιτυχείς. Μία άποψη που καλό είναι να ‘χουμε κι εμείς σήμερα στο μυαλό μας, μιας κι η ανεξέλεγκτη μανία, του να κρατηθεί κάποιος σ’ αυτή τη ζωή, χωρίς κανένα εχέγγυο και καμία προϋπόθεση, μπορούν ν’ αποφέρουν τρομερά αποτελέσματα. Τέτοια που ακόμα, δεν έχει αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα. Ας θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο τα λόγια του αγαπημένου καθηγητή J.R.R. Tolkien, πως ο θάνατος, είναι το μεγαλύτερο δώρο των θεών, προς τους ανθρώπους.

Ο Poe παίζει με τις έννοιες των ίδιων των λέξεων. Ο Jeffrey Meyers (βιογράφος, συγγραφέας και κριτικός τέχνης και κινηματογράφου) υποστηρίζει, πως το ίδιο το όνομα του Valdemar, μπορεί να ερμηνευτεί – μεταφραστεί ελεύθερα ως “κοιλάδα της θάλασσας”. Αυτό πιθανώς υποδηλώνει, τόσο στερεές όσο και υγρές καταστάσεις, όπως τονίζεται στις εικόνες που αναπτύσσονται, καθώς το σώμα του Valdemar πηγαίνει απ’ την κανονική του στερεή κατάσταση, σε υγρή στην τελική φάση της πλοκής.

Ολοκληρώνοντας:

«Κι έμεινε ένα υγρό λασπώδες λείψανο. Το μόνο που απέμεινε, απ’ τον κύριο Valdemar».

Στην ταινία δεν είναι δυνατό να αποδοθεί, το καθηλωτικό, αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα. Ένας τρόπος γραφής, που θα μας θυμίσει αμέσως, την αντίστοιχη γραφή του Lovecraft. Οι λεπτομέρειες, ως προς τη παραγωγή της ταινίας, δεν αφέθηκαν στην τύχη. Στην υπόθεση Valdemar, συμβουλές ως προς τις σκηνές του υπνωτισμού, δόθηκαν απ΄ τον Willian J. Bryan, διευθυντή του Αμερικάνικου Ινστιτούτου Υπνωτισμού. Οι τεχνικές γευσιγνωσίας στο “Μαύρο Γάτο”, κατευθύνθηκαν απ’ τους Harry H. Waugh και John Harvey & sons, LTD, του Bristol, της Αγγλίας, τεχνικούς σύμβουλους για τη διαδικασία δοκιμής κρασιού. Το χρωματισμό της ταινίας, επιμελήθηκε η PATHE. Σε σχέση με τα ειδικά εφέ, υπήρξε η συμβολή πολλών εξειδικευμένων συντελεστών. Βασικότερα,  τα φωτογραφικά εφέ, επιμελήθηκαν οι Butler – Glunner INC και τα οπτικά εφέ οι Ray Mercer Co. Η  ταινία, υπήρξε μια παραγωγή της Panavision.

Tags: actors , article , Cinema , death , drama , Edgar Allan Poe , Edgar Allan Poe Tales of Terror , fantasy , Film , horror , horror movie , Morella , movie , movie 1962 , Poe , Roger Corman , Tales of Terror , the black cat , The Weird Side Daily , twsd , Valdemar , Vincent Price , writer , άρθρο , Έντγκαρ Άλαν Πόε , εφέ , Ηθοποιοί , θάνατος , ιστορίες , ιστορίες τρόμου , Κινηματογράφος , μαύρος γάτος , πνεύμα , σκηνοθέτες , σκηνοθέτης , Σκοτεινό , Συγγραφέας , ταινία , ταινία του 1962 , ταινία τρόμου , τραγωδία , τρόμος , υπνωτισμός , φαντασία , Χαρά Κωστοπούλου , ψυχές , Ψυχή

Χαρά Κωστοπούλου

Δημοσιεύτηκε 18 Απριλίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.