Ο Γουέσλι Κρέηβεν ήταν ένα αλλόκοτο παιδί.
Όλοι στην οικογένεια το έλεγαν και πάντα ήταν το πείραγμα των συμμαθητών του. Ηπίων τόνων, σχεδόν ποτέ δεν ακουγόταν η φωνή του, μα με ένα βλέμμα μονίμως ονειροπόλο και χαμένο στα σύννεφα. Στην τάξη καθόταν πάντα στο τελευταίο θρανίο, στην σειρά που έβλεπε στο παράθυρο, και κοιτούσε τους λόφους πέρα από την πόλη, νιώθοντας ώρες-ώρες ότι τον κοιτούν κι αυτοί. Στο σπίτι, το αγαπημένο του μέρος ήταν η αποθηκούλα κάτω από τις σκάλες. Η γερτή οροφή και ο μικρός χώρος, αντί να τον κάνουν να νιώθει κλειστοφοβικά, τον ηρεμούσαν. Ήταν σα να επέστρεφε στην μήτρα, θα έλεγε ο μεγαλύτερος Γουές με το πτυχίο ψυχολογίας, κοιτώντας πίσω σε εκείνα τα αθώα έτη.
Πάντα ευδιάθετος και χαμογελαστός, μα σιωπηλός μέχρι να του απευθύνουν το λόγο. Οι γονείς του ανησυχούσαν με την απομόνωσή του, μα από ένα σημείο και μετά τους εξομολογήθηκε θεατρινίστικα ότι κρυβόταν στην αποθηκούλα για να προσευχηθεί ή για να διαβάσει για τον Ιησού. Ψέμα φυσικά, μα η Κάρολιν και ο Πωλ, όντας φανατικοί Βαπτιστές, καθησυχάστηκαν κάπως με αυτό. Οι συμμαθητές έμαθαν να μην τον κοροϊδεύουν πια γιατί ο Γουέσλι είχε τον τρόπο του να τους απομακρύνει: Το μπάνιο είναι πάντα πιο κρύο από το υπόλοιπο σπίτι, είναι μόνο τα πλακάκια; Σκέψου ξανά… ή Όταν κλείνεις την κουρτίνα στο μπάνιο να ξέρεις ότι είσαι πιο ευάλωτος από ποτέ, δεν ξέρεις ποιος άλλος είναι μαζί σου εκεί ή Κάνε μου ό,τι θες, κάτω από το κρεβάτι σου όμως, κάποιοι φίλοι μου θα με εκδικηθούν όταν θα κοιμάσαι βαριά του βράδυ. Οι φάπες συνεχίζονταν φυσικά, όπως και τα πειράγματα, μα τα περισσότερα παιδιά, το βράδυ, μόνα τους, ξανασκέφτονταν αυτές τις φράσεις κι ενώ το πρωί τους είχε φανεί τρελός ο συμμαθητής τους, στο σκοτάδι της νύχτας έχαναν τον ύπνο τους και εκείνες τις ώρες, η σιωπηλή στάση του μικρού μεταφραζόταν ως σοφία.
Ή χαρακτηριζόταν απλά ο περίεργος.
Τον άφησαν στην ησυχία του λοιπόν και κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια στο δημοτικό. Όσοι τον ήξεραν δεν τον ενοχλούσαν και με τον καιρό απλά ήταν ο μοναχικός και επικίνδυνος περίεργος. Το καλοκαίρι μετά την έκτη άρχισε να γράφει τα όσα σκεφτόταν τόσα χρόνια και να ονειρεύεται να γίνει μεγάλος συγγραφέας. Μπήκε το φθινόπωρο και πήγε στο γυμνάσιο. Ήταν η πρώτη χρονιά και όλοι έλεγαν ότι ήταν σημαντική ή καθοριστική για την ζωή του. Ο Γουέσλι δεν το ένιωθε αυτό, απλά βαριόταν και ονειροπολούσε όπως πάντα.
Μα να που εν τέλει είχαν δίκιο, αλλά όχι με τον τρόπο που το εννοούσαν.
Η μοίρα έπαιξε τον ρόλο της.
Ή απλά οι συγκυρίες…
Κι αυτό γιατί εκείνη την χρονιά γνώρισε τον Φρεντ Κρουγκ.
Ήταν τέλη Σεπτέμβρη και είχαν ξεκινήσει οι μπόρες. Ο Γουέσλι καθόταν στο τελευταίο θρανίο, όπως πάντα, και περίμενε να ξεκινήσει άλλη μια βασανιστικά βαρετή μέρα. Όλα άλλαξαν όμως όταν η καθηγήτρια μπήκε στην τάξη μαζί με έναν καινούριο μαθητή. Το παιδί ήταν σαν βρεγμένο γατί. Αδύνατο, το αδιάβροχό του έσταζε και το πρόσωπό του… ω θεέ μου! Σαν μάσκα για το Χάλοουιν, σκέφτηκε και το μετάνιωσε αμέσως. Μα αλήθεια, η ακμή του ήταν τόσο ακραία που στα σημεία που το πρόσωπό του δεν ήταν σκαμμένο από παλιές ουλές, είχε τρομερά σπυράκια με πύον. Κρατήρες σαν την επιφάνεια της σελήνης και κόκκινα σπυριά με ολόλευκο σμίγμα… σκέτη ανατριχίλα.
«Παιδιά, αυτός είναι Φρεντ, η οικογένειά του μόλις μετακόμισε. Θα είναι στην τάξη μας. Θες να μας πεις δυο λόγια για εσένα Φρεντ;» έκανε η καλόκαρδη δεσποινίς Σίντνι Τόμσον.
«Γεια, είμαι ο Φρεντ, ο πατέρας μου είναι ιστορικός τέχνης και η μαμά νοσοκόμα. Εγώ θέλω να γίνω ζωγράφος» έκανε μαγκωμένος και σα να πονάει με κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του.
Σιωπή από την τάξη και ηλίθια κακοπροαίρετα χαμόγελα ή γκριμάτσες απίστευτης βαρεμάρας.
«Καλώς ήλθες Φρεντ» έκανε αμήχανα η κυρία Τόμσον και του έδειξε το κάθισμά του.
Κρέιβεν και Κρουγκ…
Ο νεαρός ήρθε κι έκατσε δίπλα στον Γουέσλι, σα να ήταν γραφτό του, και έβγαλε το κίτρινο αδιάβροχό του. Δεν φορούσε την στολή του σχολείου και αυτό έκανε εντύπωση σε όλους. Φορούσε ένα αστείο, κόκκινο και πράσινο, ριγωτό πουλόβερ.
Αρχές τις δεκαετίας του πενήντα και το Κλίβελαντ ήταν υπό το κράτος του ίδιου πανικού που κυριαρχούσε σε όλη την χώρα: την πυρηνική απειλή. Οπότε η πρώτη ώρα κύλησε με μάθημα, όπως ήταν αναμενόμενο, ώσπου κάποια στιγμή ξαφνικά ακούστηκαν σειρήνες. Άσκηση ετοιμότητας λοιπόν, με τα παιδιά να κρύβονται κουλουριασμένα κάτω από τα θρανία τους –λες και αυτό θα τους έσωζε από το ενδεχόμενο να γίνουν στάχτη αν έπεφτε μια τέτοια βόμβα- και μετά από λίγο να βγαίνουν δύο-δύο στο προαύλιο. Ο Γουέσλι πήρε από το χέρι τον Φρεντ κι ένιωθε την ιδρωμένη του παλάμη και την αμηχανία του στην επαφή. Σχεδόν αρρώσταινε από το άγχος που του μετέφερε.
«Όλα θα πάνε καλά Κρουγκ. Εμείς θα γλιτώσουμε» ξεκίνησε να του λέει. «Αν ήμασταν στους λόφους θα ήταν άσχημα. Εκείνοι οι λόφοι έχουν μάτια. Ό,τι δεν καταστρέφει η μεγάλη βόμβα το μετατρέπει σε τέρας. Εμείς είμαστε καλυμμένοι. Ή θα χαθούμε ή θα γλιτώσουμε… Τουλάχιστον δεν θα γίνουμε φρικιά, θα παραμείνουμε γόηδες.»
Ο Φρεντ τον κοίταξε με καρτουνίστικη απορία, σα να ήταν τρελός ο συνομιλητής του και όταν ο Γουέσλι του έκλεισε το μάτι, ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια.
Ήταν η αρχή μιας πολύ περίεργης φιλίας.
Βγήκαν στο προαύλιο, στοιχήθηκαν και όταν ήχησε το κουδούνι του διαλλείματος τους άφησαν ελεύθερους για το λυτρωτικό δεκάλεπτο. Πάλι καλά η βροχή είχε σταματήσει, μα ο ουρανός ήταν βαρύς από σύννεφα. Ο Γουέσλι ένιωσε για κάποιο λόγο σαν να βρίσκεται κάτω από ένα παχύ πάπλωμα στο κρεβάτι του, οπότε χαμογελαστός στράφηκε στο νέο παιδί.
«Και για πες, από πού ήρθατε;» ρώτησε γεμάτος ενθουσιασμό και περιέργεια ο νεαρός Κρέηβεν τον καινούριο φίλο του, όταν άκουσαν από πίσω τους φωνές μιας τριανδρίας άλλων συμμαθητών.
«Ε, μπιχλάντζελλο… Θα γίνεις τρανός ζωγράφος ε;» έκανε ο ηγέτης της ομάδας, ένας χοντρομπαλάς πιτσιρικάς που ήταν η νέμεση του Γουέσλι από την Τρίτη δημοτικού. Ο Τζακ Κάτιν. Και τα τσιράκια του Ντέιβ Κεντ και Ριτς Κράι.
«Είναι Μικελάντζελλο, Τζακ, και ξεκόλλα, σήμερα ήρθε ο Φρεντ» έκανε βαριεστημένα ο ήρωάς μας.
«Βούλωσε το περίεργε, δεν μιλάω σε εσένα. Και ξέρω ότι λέγεται Μικελάντζελλο» έκανε με προβληματισμένο βλέμμα πίσω από το νταηλίκι, πράγμα που έδειχνε ότι δεν είχε ιδέα όχι μόνο για το όνομα αλλά και για ποιον μιλούσαν. Έσφιξε τις γροθιές του όμως και συνέχισε: «Εγώ όμως θα τον λέω μπιχλάτζελο. Για πες μου; Πώς θα ζωγραφίζεις; Θα απλώνεις στο χαρτί ό,τι βγαίνει από τα σπυριά σου;»
Ο Φρεντ έσκυψε το κεφάλι. Ο Γουέσλι ήξερε αυτή την στάση. Κάθε ηλίθιο πείραγμα ήταν μαχαίρι στην καρδιά του νέου φίλου του, δεν είχε μάθει να αντιμετωπίζει τους ψευτο-νταήδες και τις ανοησίες τους.
Αυτό τον εξόργιζε, κάποτε ήταν και ο ίδιος εξίσου ευάλωτος, μα τα είχε βγάλει πέρα…
«Ξεκόλλα Τζακ, δεν είναι αστείο», έκανε εκνευρισμένος ο ήρωάς μας.
«Αν λέω εγώ ότι είναι αστείο τότε είναι» επέμεινε εκείνος.
«Γιατί το πουλόβερ του; Πες κάτι για αυτή την μαλακία που φοράει.» Πίεσε ο Ριτς, ένας αδύνατος νεαρός με ηλίθια φάτσα, που ήταν πάντα στο πλάι του Τζακ.
«Θα σταματήσετε;» ρώτησε ο Γουέσλι, νιώθοντας το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του.
«Το πουλόβερ ε; Για πες μου μπιχλάτζελο, στο έφτιαξε η μαμά σου;»
Η μέγιστη προσβολή!
Γέλια από την τριανδρία των ηλιθίων.
Τίποτα από τον Κρουγκ.
«Κόφτε το ή θα σας πλακώσω στο ξύλο» είπε ο Γουέσλι, απορώντας με την στάση του Φρεντ και νιώθοντας να σαλεύει από την οργή -τόσο εξαιτίας των ανώριμων πειραγμάτων όσο και εκείνη της σιωπής.
«Α, είναι ο γκόμενός σου ε;» πείραξε ο Τζακ κάνοντας ένα βήμα μπροστά.
Ο Γουέσλι δεν άντεξε άλλο.
Όρμησε και στους τρεις!
Ο Φρεντ είχε ζαρώσει από τον τρόμο και ο ίδιος, στο μυαλό του είχε δει την μάχη: τους είχε κατατροπώσει και είχε βγει νικητής. Όλα τα κορίτσια στα πόδια του και ο ίδιος να φεύγει με μια μπιούικ από το σχολείο, με την πανέμορφη κυρία Τόμσον στη θέση του συνοδηγού να τον κοιτά με δέος και λατρεία και ο Φρεντ να παρατά την ζωγραφική για να του σκαλίσει ανδριάντα που θα τοποθετούταν στη κεντρική πλατεία της πόλης.
Ο ευεργέτης του!
Στη πραγματικότητα αυτό που συνέβη ήταν κάτι πολύ πιο διαφορετικό και ντροπιαστικό: έριξε ένα οικτρό και άστοχο χαστούκι σαν χάδι στο μάγουλο του Τζακ και μετά άρχισαν να τον δέρνουν και οι τρεις τους. Ο Φρεντ έτρεμε σε μια άκρη και σύντομα ο ίδιος βρέθηκε κουλουριασμένος σε μια μπάλα στη γη. Συνειδητοποίησε ότι εφόσον αυτή η στάση δεν εξομάλυνε ούτε καν τα μπουκέτα στο ελάχιστο, τότε: ‘’Τι να κλάσει το κουβάριασμα αν πέσει η βόμβα;’’
«Λίγη βοήθεια ίσως;» ψέλλισε μέσα στην κλωτσοπατινάδα ο Γουέσλι και άκουσε τον καινούριο συμμαθητή του να ουρλιάζει σαν κοριτσάκι –δεν τον έπαιρνε να σχολιάσει βέβαια, το χαστούκι που είχε ρίξει θα μπορούσε να προέρχεται από το ίδιο κοριτσάκι- και να κλωτσάει τον Ριτς στα αρχίδια για να ανέβει στην πλάτη του Ντέιβ, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του. Ο Γουέσλι, βρέθηκε να τις τρώει μόνο από τον Τζακ, οπότε πήρε θάρρος και σηκώθηκε να ρίξει καμιά καλή γροθιά.
«Σταματήστε, σταματήστε αμέσως νεαροί μου!» ακούστηκε η φωνή του διευθυντή. Ο Τζον Κόλινγουντ ήταν ένας ψηλός άντρας με αυστηρή εμφάνιση, οπότε όλοι πάγωσαν κωμικά στις θέσεις τους. Ο Γουέσλι με την γροθιά υψωμένη στον αέρα και ο Τζακ με μια γκριμάτσα πόνου, έτοιμος να δεχτεί το χτύπημα∙ ο Ριτς με τα μπαλάκια του ακόμα μέσα στις παλάμες του και το πρόσωπο κατακόκκινο∙ ενώ ο Ντέιβ σαστισμένος με τον Φρεντ ακόμα καβάλα στην πλάτη του.
«Αποβάλλεστε! Αύριο να έρθετε με τους γονείς σας!» είπε και γυρνώντας την πλάτη του έφυγε φουριόζος.
Τα αγόρια σοβάρεψαν και συννέφιασαν μεμιάς, σα τον ουρανό από πάνω τους, ο Φρεντ κατέβηκε από την πλάτη του Ντέιβ και αφού μάζεψαν τα πράγματά τους, διατάχτηκαν από τον διευθυντή να πάνε γραμμή στα σπίτια τους.
«Ξενέρα ρε, ποιος τους ακούει τώρα τους δικούς μου…» έκανε ο Γουέσλι στον Φρεντ και ο τελευταίος είπε ότι δεν είχε ιδέα πώς να πάει σπίτι του. Κανονικά θα τον έπαιρναν οι γονείς του με το αμάξι όταν θα σχόλαγε. Ο Γουέσλι προσφέρθηκε να τον οδηγήσει σπίτι του. «Πάλι καλά ξέρεις την οδό!»
Στην διαδρομή ο ήρωάς μας έκανε συνέχεια ερωτήσεις στο νέο -και μοναδικό απ’ ό,τι φαινόταν- φίλο του. Ο ντροπαλός Φρεντ του είπε ότι η μητέρα του ήταν νοσοκόμα σε ψυχιατρική κλινική και όταν κρυφάκουγε ιστορίες για τους τρελούς έχανε τον ύπνο του. Ο Γουέσλι είχε μαγνητιστεί. Τον πίεσε να του πει κάποιες από αυτές, μα οι πληροφορίες του νεαρού ήταν ελάχιστες, οπότε εκνευρισμένος άλλαξε θέμα. Έπειτα ο Φρεντ του είπε ότι λάτρευε την ζωγραφική και με τον πατέρα του πήγαιναν συνεχώς σε μουσεία. Του είπε ότι καλή ήταν η Αναγέννηση και το Μπαρόκ, αλλά με την αρχή του αιώνα απογειώθηκε η τέχνη. «Ο εξπρεσιονισμός είναι τόσο ελεύθερος ρε, μαγεία, ειδικά ο Μουνχ και η Κραυγή του είναι ουάου.». Ο Γουέσλι δεν καταλάβαινε ούτε τα μισά απ’ όσα άκουγε, μα ο ενθουσιασμός του νεαρού ήταν μεταδοτικός και οι γνώσεις του σε αυτό τον τομέα αξιοθαύμαστες για την ηλικία του.
«Α, εδώ στρίβουμε!» είχε μια επιφοίτηση ο νέος στην πόλη Κρουγκ. Ο Γουέσλι ξάφνου αντίκρισε μετά την στροφή έναν υπέροχο δρόμο με ψηλά δέντρα και πολύ πλούσιο φύλλωμα, το οποίο είχε βαφτεί ήδη πορτοκαλοκόκκινο από το φθινόπωρο.
«Υπέροχο δεν είναι; Θα ήθελα να τις ζωγραφίσω. Είναι λεύκες λέει ο μπαμπάς…»
«Είναι σα να φλέγονται! Θέλω να γράψω γι αυτές.»
Σιωπή καθώς κοιτούν μαγεμένοι το αστικό δρόμο με τα μεγάλα δέντρα.
«Να κάνουμε κάτι μαζί!» είπαν ταυτόχρονα.
«Εγώ θα γράφω.»
«Κι εγώ θα ζωγραφίζω.»
«Θα γίνουμε πλούσιοι και διάσημοι.»
«Και θα σκοτώσουμε το Τζακ τον Ριτς και τον Ντειβ» είπε ο Φρεντ και ο Γουέσλι απόρησε με το τι είχε μόλις ακούσει…
«Δεν θα το πήγαινα τόσο μακριά» έκανε ήρεμα και γέλασαν.
Ο χειμώνας για έναν μαθητή γυμνασίου κυλάει πάντα απελπιστικά αργά, μα για τα δύο παιδιά σερνόταν σαν σιδερένια μπάλα δεμένη με αλυσίδα γύρω από τον αστράγαλό τους και δεν φαινόταν να υπάρχει ελπίδα για καλοκαίρι ποτέ. Τα μαθήματα γίνονταν όλο και πιο απαιτητικά εκμηδενίζοντας το χρόνο για τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους, ο καιρός ψύχραινε συνεχώς και τα πειράγματα των συμμαθητών ολοένα χόντραιναν. Ο Φρεντ ήταν πάντα το στόχαστρο. Το γεγονός ότι είχε έρθει αργοπορημένα στο σχολείο, το χαρακτηριστικό πουλόβερ του -που τον έβλεπαν να το φοράει πάντα με το σχόλασμα- και ειδικά η τρομερή ακμή του, ήταν το εύφλεκτο υλικό που φούντωνε την σπίθα του πειράγματος. Το γεγονός ότι δεν αντιδρούσε σε καμία καζούρα, όσο σκληρή κι αν ήταν, έκανε τα πράγματα πολύ χειρότερα.
«Μακάρι να πέθαινα» έλεγε συχνά ο Φρεντ και ο Γουέσλι του έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να τα σηκώνει, να μάθει να χώνεται σε καβγάδες και ας έτρωγαν αποβολές αβέρτα, ο ίδιος δεν θα ήταν πάντα εκεί για να τον προστατεύει και τι θα γινόταν τότε; «Δεν θα γευτούμε την δόξα αν μου πεθάνεις…» έλεγε και γελούσαν βαρύθυμα. Όταν όλα αποτύχαιναν, ο Γουέσλι υποσχόταν στον Φρεντ ότι το καλοκαίρι θα ερχόταν και στις διακοπές όλα θα ήταν υπέροχα.
«Όλα θα στρώσουν, θα δεις. Μπάνια, εσύ θα ζωγραφίζεις, εγώ θα γράφω και οι τρεις βλάκες θα μας έχουν αδειάσει την γωνιά.»
Ο Φρεντ συμφωνούσε. Μα όσο κυλούσε ο χειμώνας γινόταν όλο και πιο βαρύθυμος και μελαγχολικός. Μερικές μέρες δεν μιλούσε καν, δεν έτρωγε τίποτα στο εστιατόριο του σχολείου και έσερνε το σαρκίο του σαν καταραμένη ψυχή από αίθουσα σε αίθουσα, με τα διαλείμματα να περνάνε κοιτώντας το κενό. Ο Γουέσλι γινόταν κανονικός καραγκιόζης για να τον διασκεδάσει, μα κάποιες μέρες αποτύχαινε και ο ίδιος στο να του φτιάξει το κέφι.
Και περίμεναν το καλοκαίρι.
Μα ο χειμώνας δεν περνούσε.
Και το καλοκαίρι δεν ήρθε ποτέ…
Ένα ψυχρό απόγεμα Σαββάτου, μια βδομάδα πριν από τις διακοπές των Χριστουγέννων, ο Γουέσλι τέλειωσε γρήγορα τα μαθήματά του και αποφάσισε να πάει για λίγο στον Φρεντ. Οι γονείς του έδωσαν την άδεια, ντύθηκε γερά και κίνησε.
Ο χιονιάς ήδη είχε στρώσει την πόλη και αποφάσισε να επιταχύνει τον ρυθμό του για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Ήταν κανένα δεκάλεπτο μακριά με γρήγορο περπάτημα και είχε ήδη νυχτώσει, αλλά ήθελε τόσο να του πει για μια ιστορία που είχε σκεφτεί και για τον τίτλο της. ‘’Το τελευταίο σπίτι στα αριστερά.’’ Το σκεφτόταν όλη μέρα και για κάποιο λόγο του φαινόταν μυστήριος και τρομαχτικός σαν τίτλος. Θα του έλεγε τις ιδέες του και ίσως να σκάρωνε κι εκείνος τίποτα στο καβαλέτο του.
Μ’ αυτό θα ξεκινούσαν την θριαμβευτική πορεία τους προς την απόλυτη δόξα!
Έστριψε στον δρόμο με τις λεύκες και φαντάστηκε να βλέπει τα δέντρα σκελετωμένα και δίχως ίχνος φυλλώματος στα γυμνά κλαδιά τους, γαλήνια, σαν μολυβιές σε λευκό χαρτί. Άλλα όμως έβλεπε το μάτι του νου του και άλλα τα κανονικά του μάτια. Αυτό που αντίκρισε τον πάγωσε: γιατί είδε ότι τα δέντρα φλέγονταν!
Μαζί με το σπίτι του Φρεντ!
Η πυροσβεστική πάλευε να σβήσει την φωτιά, μα οι φλόγες είχαν ήδη καταπιεί τα πάντα. Την περιόρισαν και δεν επεκτάθηκε στα δίπλα σπίτια.
Οι Κρουγκ όμως ήταν νεκροί…
Η πυροσβεστική δήλωσε ότι για την πυρκαγιά ευθυνόταν η διαρροή υγραερίου στο σπίτι και το άναμα ενός τσιγάρου του μπαμπά Κρουγκ. Ο Γουέσλι πέρασε την υπόλοιπη χρονιά βασανισμένος από τρομερούς εφιάλτες. Έβλεπε τον Φρεντ να του λέει ‘’μακάρι να πέθαινα’’ και να λούζεται στην βενζίνη. Το δέρμα του να καίγεται και το αστείο πουλόβερ του να κολλάει και να γίνεται ένα με την σάρκα του. Τιναζόταν ουρλιάζοντας και οι γονείς δεν ήξεραν τι να κάνουν μαζί του. Κοιμόταν με ανοιχτό το φως και όταν τέλειωνε τα μαθήματά του έγραφε σα τρελός, ήταν το μόνο του διέξοδο.
Ήταν σα να δημιουργεί μία τρύπα στο χαρτί και να χάνεται πέρα από αυτό.
Στους κόσμους και στις ταινίες που έβλεπε μέσα στο κεφάλι του.
Μεγάλωσε και πήρε πτυχίο στην φιλοσοφία και στην ψυχολογία και έγινε διάσημος και έζησε μέχρι τα γεράματά του. Μα πάντα ένιωθε ένα κενό μέσα του. Ακόμα κι αν έκανε τον καλύτερό του φίλο σύμβολο στο είδος που δημιουργούσε, ακόμα κι αν ο Φρέντι του ήταν πιο γνωστός απ’ τον ίδιο, την μελαγχολία που έκρυβε όταν ήταν μόνος του και πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας δεν την εξάλειψε ποτέ η δόξα.
Ο καλύτερός του φίλος είχε χαθεί εκείνο το χειμώνα.
Και το καλοκαίρι δεν θα ερχόταν ποτέ.
Και ο δρόμος με τις λεύκες πάντα θα φλεγόταν.
Tags: bullying , death , drama , Dreams , horror , mystery , school , short-story , The Weird Side Daily , twsd , αγόρια , Γιώργος Μπελαούρης , γονείς , δάσκαλος , διήγημα , Διήγημα τρόμου , θάνατος , ιστορία τρόμου , μπουλινγκ , μυστήριο , Ο Δρόμος με τις Λεύκες , Όνειρα , παιδιά , πουλόβερ , σχολείο , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.