Παρά το προχωρημένο της ώρας, ήταν ξύπνια. Χάζευε κάποιο έργο στην οθόνη, περιμένοντας ν’ αποκοιμηθεί. Γύρισε πλευρό στο κρεβάτι και τέντωσε το χέρι της, να πιάσει το πακέτο με τις καραμέλες του λαιμού. Κάποια έντονα γράμματα στη συσκευασία, της τράβηξαν το βλέμμα. Κοιτάζει προσεκτικότερα και διαβάζει τ’ όνομά του. Σε μια μισοκοιμισμένη κατάσταση, βγάζει τα γυαλιά της κι ανοιγοκλείνει τα μάτια της, για να σιγουρευτεί πως δεν κοιμάται. Είναι σίγουρη, πως διαβάζει σωστά. Δεν είμαστε καλά… σκέφτεται ελαφρώς ταραγμένη. Είχε πολλές βδομάδες να τον δει κι ήταν πλέον σίγουρη, πως οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει. Μη καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει, κλείνει τα μάτια της, προσπαθώντας να κοιμηθεί.
Το επόμενο πρωί, κατά τη μηχανική, νυσταγμένη ιεροτελεστία έναρξης της μέρας, γυρίζει δειλά το κεφάλι της, κοιτάζοντας το πακέτο με τις καραμέλες. Με μια κλεφτή ματιά, βεβαιώνεται πως δεν υπάρχει τίποτα ασυνήθιστο. Όμως τα πράγματα είναι πάντα απλούστερα, όταν ανέβει ο ήλιος στο στερέωμα.
Η μέρα κυλά αδιάφορα. Όταν επιτέλους το φως πέφτει, νιώθει τα πάντα γύρω της, να γίνονται ομορφότερα και να ζωντανεύουν. Όταν βραδιάζει αρκετά, ξεκινά να κάνει το καθημερινό της περπάτημα. Εκείνο το βράδυ ένιωσε να πλανιέται κάτι πολύ παράξενο, στην ατμόσφαιρα της πόλης. Τα πάντα έμοιαζαν σκοτεινότερα. Αναρωτιέται που ‘χουν χαθεί όλοι οι άνθρωποι. Εδώ-εκεί, συναντά κάποιον άλλο να περπατά. Σιωπηλό, απόμακρο, χαμένο στις μύχιες σκέψεις του. Εντυπωσιάζεται απ’ τη διάθλαση του φωτός, που προκαλεί ετούτη η νύχτα. Ένα φανάρι ρίχνει τα φώτα του, σαν αχνά ποτάμια που απορροφούνται απ’ το σκοτάδι. Κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο. Σαν εκατομμύρια αδιόρατοι κρύσταλλοι, που ξεπηδούν απ το φως κι ενώνονται με την υγρασία της νύχτας.
Θυμάται όταν τον συνάντησε τυχαία, σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Μπήκαν σ’ ένα τραίνο, που κυλούσε ομαλά, δίπλα σε μια γαλήνια θάλασσα. Εκτεινόταν μέχρι εκεί που φτανε το μάτι σου. Το μωβ και το γαλάζιο της θάλασσας, σε πλήρη αρμονία με το κίτρινο και το ροζ τ’ ουρανού. Ένιωθες σαν να σε πλημμύριζε και σένα η ίδια η θάλασσα, με γαλήνη κι ηρεμία. Απολάμβαναν τη διαδρομή, κοιτώντας απ’ το παράθυρο του βαγονιού. Ξάφνου το τραίνο, απότομα αναποδογύρισε. Με κάποιο τρόπο, βρέθηκε να κρέμεται απ’ τις ράγες τρέχοντας με φρενήρεις ρυθμούς. Με τη καρδιά έτοιμη να σπάσει, κρέμονταν κι οι ίδιοι, σε μια ύστατη προσπάθεια, αποφυγής της πτώσης. Τώρα τα πόδια της, πατούσαν γερά στη γη κι έπιασε τον εαυτό της να σιγοτραγουδά: you were in my dreams, you were divining circles, around me…
Κοιτάζει ένα δέντρο να στέκει τραυματισμένο, αλλά ακόμα ζωντανό, στην άκρη του δρόμου. Είχε σπάσει στη μέση. Το πεσμένο μέρος του, έχει γύρει νεκρό στο έδαφος. Ξεραίνεται σιγά-σιγά, με τις άκρες του να κιτρινίζουν και να μαζεύουν προς το κέντρο. Το υπόλοιπο, στέκει ακόμα όρθιο κι έχει αρχίσει να πετάει, καινούρια φρέσκα κλωνάρια. Σκέφτεται πως η ζωή, δε μας έχει εγκαταλείψει ακόμα. Πλησιάζει να δει, την παράξενη τομή του δέντρου. Με αηδία παρατηρεί, ένα σωρό μικρά, λεία, λευκά σκουλήκια, να χορεύουν με φρενήρεις ρυθμούς μες στο κορμό του δέντρου.
Πλέον, είναι επικίνδυνο να κυκλοφορείς στους κεντρικούς δρόμους, λόγω της επιβαλλόμενης απαγόρευσης. Συνεχίζει τον περίπατό της, διασχίζοντας κάτι στενά, απόμερα δρομάκια. Δίπλα της, προς την αντίθετη κατεύθυνση, προχωρά ένας άντρας. Ένα αυτοκίνητο εμφανίζεται απ΄ τη γωνία και στρίβει προς τη μεριά του. Τον προσπερνά, δίχως να σταματήσει. Μα μόλις το αυτοκίνητο περνά, με την άκρη του ματιού της συνειδητοποιεί, πως ο πεζός άντρας λείπει! Δε βρίσκεται πια εκεί! Έχει εξαφανιστεί από μπροστά της, έτσι ξαφνικά, χωρίς αυτή να μπορεί να κάνει τίποτα. Ούτε ν’ αντιδράσει, μα και ούτε να αντιληφθεί, τι ακριβώς συνέβη.
Ανήμπορη ν’ αντιδράσει και ταλαιπωρώντας το μυαλό της, για το τι πρέπει να κάνει, βρέθηκε να περπατά δίπλα σ’ ένα πάρκο. Ευκάλυπτοι σχημάτιζαν ένα φυσικό φράχτη. Δέντρα συνυφασμένα με στρατόπεδα ή κατασκηνώσεις. Αυτή η μυρωδιά, ενεργοποιεί δυνατά τη μνήμη της. Την πάει πολλά χρόνια πίσω. Ανακαλεί στη μνήμη της, εκείνη την ώρα. Λίγο μετά τη δύση του ηλίου. Πριν αρχίσει να βραδιάζει. Κρυμμένη μέσα σ’ ένα δάσος μ’ ευκάλυπτους, δίπλα στη θάλασσα. Κι οι σκηνές ν’ αγκαλιάζονται απ’ το χώρο. Με την υγρασία να ποτίζει τα πάντα και να κάνει τα δέντρα, να μυρίζουν εντονότερα. Η νοσταλγία που γεννούσε η ώρα και το τοπίο, σε τύλιγαν. Το σκοτάδι που είχε αρχίζει να πυκνώνει, το διέλυαν εδώ κι εκεί με τις φλόγες τους, μερικές λάμπες πετρελαίου. Όμως όλη αυτή η μελαγχολία, μαγικά μετασχηματιζόταν σε κάτι ιδιαίτερα ζωντανό. Έφερε μιαν εξέλιξη, μια συνέχεια. Κάτι χαμογελαστά προσωπάκια, που από μόνα τους, υπόσχονταν ζωή. Όμως όλ’ αυτά, έγιναν πολύ παλιά.
Τη σκέψη της στη πραγματικότητα, επανέφερε η λάμπα του δρόμου, που τρεμόπαιξε κι έσβησε απότομα. Όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσε, πως εκείνη τη νύχτα συνέβαινε κάτι παράξενο, που κρατούσε τους ανθρώπους κρυμμένους. Ένιωσε σα κάτι ν’ απορροφά τις παρουσίες, χωρίς όμως να μπορεί να καταλάβει, τίποτα παραπάνω. Τα φώτα όλο και λιγόστευαν στα σπίτια , σαν να τα συγχρόνιζε, ένας αόρατος μαέστρος.
Περνώντας δίπλα από ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, την ξάφνιασε μια σιγανή μουσική. Στο άδειο αυτοκίνητο, εκεί στην άκρη του σκοτεινού δρόμου, η μουσική ξέφευγε απ’ τα κλειστά του παράθυρα, σαν να ξεγλιστρούσε από φυλακή. Σιγανά, μελωδικά, ήρεμα, έρχονταν να ενωθεί για να γίνει ένα με τη νύχτα. Μια γλυκιά, απόκοσμη φωνή, ξεπηδώντας από μια ηχογράφηση πολλών χρόνων πριν, σιγοτραγουδούσε: Ξεκινάμε πάμε μακρυά, σ’ άλλα μέρη σ’ άγνωστα νερά… κι έτσι, έσβηνε σιγά-σιγά, σαν να απορροφάται ακόμα κι ο ήχος. Πετάχτηκε ταραγμένη. Εκείνη την παράξενη νύχτα, ένας-ένας, οι άνθρωποι εξαφανίζονταν. Δεν ήξερε γιατί, ούτε για που. Όμως σίγουρα. τίποτα δε θα ‘ταν πια, όπως γνωρίζαμε. Όπως αυτά που ‘χαμε ζήσει, όλη μας τη ζωή μέχρι τώρα.
Tags: dark , kidnap , mystery , night , road , short-story , story , The Weird Side Daily , twsd , weird , αμάξι , απαγωγή , αυτοκίνητο , διήγημα , δρομάκια , δρόμος , λάμπες , μνήμη , μυστήριο , νύχτα , Παράξενο , σκοτάδι , Σκοτεινό , Χαρά Κωστοπούλου
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.