Ματωμένη Χιονάτη, μέρος Β’: Άντριου Μπαρνς

“Η μεταχείριση από το προσωπικό είχε γίνει καλύτερη, αλλά απείχε ακόμη από αυτή που θεωρείται ανθρώπινη. Τουλάχιστον όμως, είχαν πάψει να τη δένουν και οι ενέσεις είχαν μειωθεί αισθητά…”
Το Β’ Μέρος ενός ψυχολογικού διηγήματος απο τον Παναγιώτη Ματσίγκα.

Συνέχιζε να κοιτάζει έξω από το μοναδικό παράθυρο του κελιού της. Πέντε περίπου λεπτά μετά, άνοιξε η πόρτα. Η δρ. Θέρστοουν μπήκε μέσα με τη συνοδεία δύο νοσηλευτών. Για ένα μόνο δευτερόλεπτο, την είδε με την πραγματική μορφή της. Το τελευταίο διάστημα, είχε μειωθεί ο αριθμός των νοσηλευτών που τη συνόδευαν και οι επισκέψεις της είχαν αραιώσει. Η Ρενέ υπέθεσε πως αυτό είναι καλό.
Τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε. Κοίταξε τη Ρενέ με ένα πλατύ χαμόγελο. Εκείνη, αν και ήξερε ότι ήταν ψεύτικο, ανταπέδωσε. Δεν έπρεπε να τα καταστρέψει όλα τώρα. Δεν έπρεπε να κινήσει υποψίες.

«Καλημέρα, πώς είμαστε σήμερα»;

«Κάπως καλύτερα».

«Τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε πράγματι μία βελτίωση. Γι΄ αυτό νομίζουμε- εγώ προσωπικά κίνησα τις διαδικασίες- ότι είναι καιρός να βγεις από την απομόνωση, να μεταφερθείς σε δωμάτιο με συγκάτοικο».

«Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», αποκρίθηκε, αυτή τη φορά χαμογελώντας πραγματικά. Μία σκέψη συνέχιζε να τριγυρίζει στο μυαλό της: Ένας συνεργός.

Μία εβδομάδα μετά, συνοδευόταν από μία νοσηλεύτρια και έναν άνθρωπο της ασφάλειας στο νέο της δωμάτιο.

 

Ο Άντριου Μπαρνς βημάτιζε πάνω κάτω, σταματώντας πού και πού για να χαζέψει από το παράθυρο ή το τζάμι της πόρτας του. Σήμερα θα του έφερναν συγκάτοικο. Έτσι του είχαν πει. Αυτός, συλλογιζόταν ότι θα άλλαζε την τελευταία λέξη της πρότασης. «Συγκρατούμενο», σκεφτόταν. Αυτός ο όρος, του φαινόταν πιο ταιριαστός.

Τρία λεπτά μετά, η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Πρώτη μπήκε η νοσηλεύτρια και ύστερα την ακολούθησε η Ρενέ. Ο υπεύθυνος ασφαλείας στάθηκε έξω από την πόρτα.

«Σ΄ ευχαριστώ Τζέικ. Δε θα σε χρειαστώ άλλο. Μπορείς να πηγαίνεις».

«Εντάξει Ρόουζ. Αν θελήσεις κάτι άλλο, πάτα το κουμπί. Ξέρεις».

Εκείνη χαμογέλασε και ο security έφυγε, κλείνοντας πίσω του απαλά την πόρτα.

«Να σας συστήσω», είπε η Ρόουζ και προχώρησε στις συστάσεις και σε μια μικρή περιγραφή των προτερημάτων του καθενός. «Έχετε παρουσιάσει μεγάλη βελτίωση το τελευταίο διάστημα και είναι καιρός να βγείτε από την απομόνωση. Επίσης, εντός των επόμενων ημερών, θα αρχίσετε να συμμετέχετε στον προαυλισμό. Μία φορά την ημέρα για αρχή, αλλά με δυνατότητα αύξησης στις τρεις φορές. Ακόμη, στο δωμάτιό σας τοποθετήθηκε τηλεόραση. Λοιπόν, αυτά για αρχή. Αν με χρειαστείτε κάτι, πιέστε το κουμπί δίπλα στην πόρτα. Νομίζω πως θα τα πάτε μια χαρά».

Οι επόμενες ημέρες κύλισαν ομαλά. Η Ρενέ ήθελε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Άντριου, όπως έπραξε και με το προσωπικό. Τη δεύτερη βδομάδα της συγκατοίκησης του διηγήθηκε την ιστορία της. Ή μάλλον, σχεδόν. Δεν αποκάλυψε ακόμα την πραγματική μορφή της δρ. Θέρστοουν, ούτε το ρόλο που ήταν σίγουρη πως έπαιζε ο πατριός της στον εγκλεισμό της στο ίδρυμα αυτό. Δεν τον εμπιστευόταν ακόμη τόσο.

Σιγά σιγά, ο Άντριου ανοίχτηκε κι εκείνος. Η Ρενέ ωστόσο, παρατηρούσε “σκοτεινά σημεία” στην ομιλία του. Ίσως έκρυβε κι αυτός κάτι, ίσως δεν ήταν σε θέση να βάλει τις σκέψεις του σε σειρά. Δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμη. Της διηγήθηκε για τον κόμπο που άρχισε να νιώθει στο στομάχι από την παιδική του ηλικία. Της μίλησε για τα βάρη που του έσφιγγαν το στομάχι και άρχισαν να ρίχνουν τις σκιές τους στην ψυχή και στις σκέψεις του. Οι σκιές απέκτησαν μορφές και οι μορφές απέκτησαν φωνή. Άρχισε να μη συνειδητοποιεί ορισμένες φορές το πώς βρέθηκε σε κάποιο σημείο. Άρχισε να έχει κενά μνήμης. Οι μορφές και οι φωνές είχαν ένα σώμα. Το δικό του. “Διασχιστική Διαταραχή Ταυτότητας’”, ήταν η διάγνωση.

Μόλις πέρασε ο πρώτος μήνας, αποφάσισε να του πει τα υπόλοιπα. Δεν μπορούσε να χάσει άλλο χρόνο εδώ μέσα. Η μεταχείριση από το προσωπικό είχε γίνει καλύτερη, αλλά απείχε ακόμη από αυτή που θεωρείται ανθρώπινη. Τουλάχιστον όμως, είχαν πάψει να τη δένουν και οι ενέσεις είχαν μειωθεί αισθητά. Ο άλλος όμως εξακολουθούσε να κυκλοφορεί ακόμη εκεί έξω, πιθανότατα συνεχίζοντας να χτυπά τη μητέρα της, η οποία σίγουρα δε θα είχε μιλήσει στον πατέρα της. Αν ήξερε ο πατέρας της, όλα θα ήταν διαφορετικά. Δε θα άφηνε να συνεχίζεται αυτή ή κατάσταση. Δεν ήξερε όμως και η Ρενέ έπρεπε να δράσει. Άμεσα.

Διέκοψε τη συνηθισμένη του φλυαρία. «Πρέπει να σου πω», είπε κοφτά. Ο Άντριου σοβαρεύτηκε. Ξεκίνησε να ξετυλίγει το σκεπτικό της, αναπτύσσοντας τη δική της θεωρία για τον εγκλεισμό της. «Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ μέσα. Θα με βοηθήσεις;»

Εκείνος συλλογίστηκε την κατάσταση. «Ναι», αποκρίθηκε στο τέλος. «Δε γνωρίζω την κατάσταση στο σπίτι σου, αλλά ούτε εγώ μπορώ να καθίσω άλλο εδώ μέσα. Νομίζουν ότι επειδή μας συμπεριφέρονται λίγο καλύτερα το τελευταίο διάστημα, θα ξεχάσουμε όλον τον προηγούμενο καιρό. Ακόμη αρκετά βράδια ονειρεύομαι τις περασμένες ημέρες. Τα δεσίματα, τις ενέσεις, τις βίαιες μεταφορές. Όλα».

Η Ρενέ κατένευσε. Για τη συμπεριφορά αυτή προς το μέρος της είχε δώσει εξήγηση. Για τους άλλους όμως όχι. Δεν ήξερε γιατί τα τραβούσαν και οι άλλοι αυτά. Το σκέφτηκε για μια στιγμή και στην συνέχεια του μίλησε για το μόνο λόγο που είχε αντέξει εδώ μέσα, το μόνο λόγο που υπέμενε την κακομεταχείριση. Του μίλησε για εκείνους που τη βοηθούσαν, εκείνους χάρη στους οποίους παραλίγο να απαλλαγεί από τα βάσανά της. Του μίλησε για τους άλλους επτά.

Ο Άντριου ήταν δύσπιστος στην αρχή. Κατέληξε όμως στο ότι δεν τον ενδιέφερε να την πιστέψει. Τον ένοιαζε μόνο να βγει από εδώ μέσα. Τέλος, του μίλησε για το τελευταίο και πιο σοβαρό εμπόδιο, τη δρ. Θέρστοουν. Του μίλησε για την πραγματική της μορφή. Αυτή την αποτρόπαια, φρικιαστική μορφή, όμοια με πνεύμα μάγισσας που της χαμογελούσε κρατώντας το κομμένο κεφάλι της.

Του είπε πως είχε δει τη μορφή της ορισμένες φορές, αλλά κυρίως την έβλεπε στον καθρέφτη, κάθε φορά που η γιατρός κοιταζόταν σε αυτόν. Ήταν η μόνη που μπορούσε να το διακρίνει. Άλλαζε φευγαλέα, αλλά μια στιγμή ήταν αρκετή για να τη δει.

Ακούγοντάς τη, ο Μπαρνς απορούσε πώς κατάφερε να ξεγελάσει το προσωπικό. Εκείνος δεν ήταν πίστευε πως ήταν έτσι, τουλάχιστον όσο μπορούσε να ξέρει πριν «αλλάξει». Αποφάσισε όμως και πάλι πως δεν τον ένοιαζε.

«Ας φύγουμε από εδώ μέσα και ύστερα επισκεπτόμαστε και αυτόν που μου λες. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει. Πες μου το πλάνο σου».

«Δεν είναι δικό μου», του απάντησε. Παρατηρώντας το και πάλι απορημένο βλέμμα του, του εξήγησε πώς το προηγούμενο βράδυ είχαν μαζευτεί και οι επτά σε εκείνο το δωμάτιο, στάθηκαν γύρω από το κρεβάτι της και της εξήγησαν λεπτομερώς το μοναδικό τρόπο για να αποδράσουν. Του μετέφερε τα πάντα. Ο Άντριου κατένευσε. «Πάμε», της είπε.

 

Μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος του διηγήματος εδώ.

 

Main Image Reference

Tags: security , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , απόδραση , απομόνωση , βάρος , βάσανο , βία , βλέμμα , διάγνωση , Διασχιστική Διαταραχή Ταυτότητας , διήγημα , διήγηση , δόκτωρ , δωμάτιο , εβδομάδα , εγκλεισμός , εμπόδιο , ένεση , επτά , ίδρυμα , ιστορία , καθρέφτης , καρέκλα , κελί , κεφάλι , κουμπί , κρατούμενος , μάγισσα , μεταφορά , μήνας , μητέρα , μνήμη , μορφή , μυστήριο , νοσηλευτής , ομιλία , παράθυρο , πατέρας , πατριός , πνεύμα , πόρτα , προαυλισμός , προτέρημα , ρόλος , σκέψεις , Σκέψη , σπίτι , συγκάτοικος , συγκρατούμενος , συμπεριφρά , συνεργός , Τηλεόραση , τρόμος , Φόβος , φωνή , χαμόγελο , χρόνος , Ψυχή , ψυχολογία

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 5 Μαρτίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.