Ματωμένη Χιονάτη, μέρος Α΄: Έγκλειστη

Ένα ψυχολογικό διήγημα μυστηρίου από τον Παναγιώτη Ματσίγκα.

23 Φεβρουαρίου 2020

Ξύπνησε ξανά δεμένη στη φυλακή της. Έρχονταν. Έρχονταν πάλι εκείνοι. Έτρεμε. Έπρεπε όμως να το υπομείνει. Έπρεπε. Έτσι της είχαν πει αυτοί. Αυτοί που ήταν αρμόδιοι. Αυτοί που ήξεραν.

Η πόρτα του δωματίου-κελιού άνοιξε. Μπήκαν όλοι μαζί. Μπήκαν για να την πιάσουν. Άνοιξε τα μάτια της διάπλατα όταν το είδε. Ο άνδρας στα αριστερά της κρατούσε μία σύριγγα. Προσπάθησε να απελευθερωθεί από τα δεσμά της. Μάταια. Άρχισε να τινάζεται, να παλεύει με νύχια και με δόντια. Δεν έπρεπε να τους αφήσει. Δεν έπρεπε.

Ο άνδρας πλησίαζε. Έμεινε ακίνητη για λίγα δευτερόλεπτα. Εκείνος γονάτισε και την κοίταξε. Έπρεπε να τον πιάσει απροετοίμαστο. Ξαφνικά, τέντωσε το κεφάλι και πρόταξε το πρόσωπό της σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αμυνθεί δαγκώνοντάς τον. Απέτυχε. Με μία γρήγορη κίνηση, ο άνδρας κάρφωσε τη βελόνα στο πόδι της. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε περισσότερο από απόγνωση, ίσως, παρά από πόνο. Είχαν νικήσει ξανά.

Το κεφάλι της βάραινε, η άμυνά της έπεφτε. Τότε την είδε. Πίσω από τους τρεις άνδρες και τις δύο γυναίκες, ξεπρόβαλλε εκείνη. Αυτή τη φορά, ντυμένη γιατρός. Την πλησίασε με καλοκάγαθο ύφος. Η Ρενέ κατάλαβε αμέσως ότι ήταν ψεύτικο. Η πρώτη από τις εφτά φωνές, το επιβεβαίωσε. Είδε τον κάτοχό της. Στεκόταν πίσω από τη δήθεν γιατρό και της μιλούσε.

«Μην την πιστεύεις, το ξέρεις ότι θέλει να σε βλάψει. Το ξέρεις ότι την έχει βάλει αυτός. Πρέπει να φύγεις από εδώ μέσα».

Εκείνη, έγνεψε καταφατικά. Άλλωστε, είχε δει την πραγματική της μορφή σε ορισμένες από τις νυχτερινές επισκέψεις της. Είχε δει τη μαυροντυμένη ψιλόλιγνη φιγούρα, με τα μαύρα ανακατεμένα μαλλιά να πέφτουν στο σαπισμένο πρόσωπό της. Είχε δει τα κατάλευκα μάτια της με τους τεράστιους μαύρους κύκλους που κρέμονταν από κάτω τους. Την πλησίαζε με ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυπτε τα λειψά μαύρα δόντια της και προτεταμένο το δεξί της χέρι, στο οποίο κρατούσε το δικό της κεφάλι.

Οι υπόλοιποι δεν τον έβλεπαν. Ούτε εκείνον, ούτε τους υπολοίπους έξι. Αυτοί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Να τη βοηθήσουν να μη χάσει το μυαλό της έγκλειστη σε αυτή τη φυλακή, μέχρι να βρει έναν τρόπο να αποδράσει.

Η δρ. Θέρστοουν τράβηξε μία καρέκλα και κάθισε κοντά της. «Καλημέρα Ρενέ. Πώς αισθάνεσαι σήμερα;» Η Ρενέ δεν απάντησε. Την κοιτούσε βαθιά μέσα στα μάτια με μια έκφραση μίσους ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Πάλι το έπαιζε καλή. Όχι, δε θα την εξαπατούσε. Δε θα τα κατάφερνε. «Σε λίγο θα σου φέρουν πρωινό». Έγνεψε αρνητικά. «Δε γίνεται να μείνεις άλλο νηστική, ούτε χθες έφαγες».

Ο δεύτερος σύμμαχός της ξεπρόβαλε πίσω από τον ώμο της νοσηλεύτριας στα αριστερά της. Κοίταξε τη Ρενέ και αμέσως εκείνη αντιλήφθηκε πως εκείνος ήξερε τι σκεφτόταν. Είναι δηλητηριασμένο, επανέλαβε ακόμα μία φορά στο μυαλό της. Εκείνος συμφώνησε και έπειτα, της ψιθύρισε. «Συνέχισε όπως έχουμε πει. Αν δεν τους αποτρέψεις εξαρχής, πήγαινε με τα νερά τους».

Η Ρενέ προσποιήθηκε ότι τεντώθηκε και κοίταξε διακριτικά πίσω της. Ήταν εκεί. Στα αριστερά και στα δεξιά της στέκονταν άλλοι δύο από τους επτά φίλους της. Θα έφταναν και οι υπόλοιποι. Ποτέ δεν την άφηναν μόνη με εκείνους.

Η γιατρός ξαναπήρε το λόγο. «Ρενέ, έχεις παρουσιάσει μια κάποια βελτίωση, ωστόσο αυτή δεν είναι αρκετή για να βγεις από την απομόνωση και να έρθεις σε επαφή με άλλους τροφίμους. Πρέπει να βάλεις τα δυνατά σου. Είναι για το καλό σου».

Πράγματι, στα μάτια του προσωπικού έμοιαζε η κατάσταση να καλυτερεύει. Συνέχιζε να αντιστέκεται, όχι όμως όπως τον πρώτο καιρό. Οι σπασμοί, τα ουρλιαχτά και οι βρισιές που εκτοξεύονταν προς πάσα κατεύθυνση είχαν σταματήσει. Στην πραγματικότητα, αυτά δεν είχαν πάψει λόγω βελτίωσης, αλλά εν μέρει λόγω απελπισίας και εν μέρει λόγω οδηγιών από τους επτά. Η απελπισία όμως μονομιάς υποχώρησε. Κάτι άστραψε στο μυαλό της Ρενέ. Αυτό ήταν!

Παρέμεινε ανέκφραστη, όμως στο μυαλό της είχε καρφωθεί μία ιδέα. Αυτή ήταν η λύση για να βγει: Ένας συνεργός. Η γιατρός συνέχιζε να μιλάει, ωστόσο η Ρενέ δεν την άκουγε πλέον. Στο μυαλό της γυρνούσε μία και μόνο σκέψη: Ένας συνεργός.

Η γιατρός την καλημέρισε ξανά και έφυγε μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό. Καθώς η πόρτα άνοιξε, οι άλλοι τρεις φίλοι της στέκονταν απ΄ έξω. Χαμογελούσαν συνωμοτικά επιβεβαιώνοντας τη σκέψη της: Ένας συνεργός.

 

Τέσσερις μήνες μετά

 

Η Ρενέ καθόταν στο κρεβάτι της και χάζευε τον ήλιο, έχοντας το βλέμμα της καρφωμένο στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου της. Σκεφτόταν το παρελθόν. Σκεφτόταν τα παιδικά της χρόνια. Στη μνήμη της είχαν μείνει βαθιά χαραγμένες όλες εκείνες οι στιγμές.

Όλα τα απογεύματα που περνούσε με τους γονείς της όταν γυρνούσαν από τη δουλειά. Θυμόταν τα επιτραπέζια, τις ταινίες, τα παραμύθια που της διάβαζαν για να κοιμηθεί. Όλα.

Θυμόταν τις Κυριακές που περνούσε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, παίζοντας στον κήπο, τρώγοντας γλυκά (πολλά παραπάνω από όσα της επέτρεπαν οι γονείς της τις καθημερινές) και το απόγευμα, λίγο πριν έρθουν οι γονείς της να την πάρουν, ήταν πάντοτε η ώρα της ανάγνωσης του αγαπημένου της παραμυθιού, της Χιονάτης. Κάθονταν και οι τρεις μαζί μπροστά στο τζάκι και ο παππούς της έπαιρνε το ρόλο του αφηγητή. Δεν το παρέλειπαν ποτέ. Αυτός ήταν και ο λόγος που η γιαγιά της τής είχε δώσει το παρατσούκλι «Χιονάτη».

Το πρόσωπο της Ρενέ σκοτείνιασε, καθώς στο μυαλό της άρχισαν να έρχονται εικόνες από το πιο πρόσφατο παρελθόν της. Θυμήθηκε εκείνο το βράδυ τέσσερις μήνες μετά το χωρισμό των γονιών της. Τότε που το ψυχικό νόσημα που είχε κάνει την εμφάνισή του λίγα χρόνια νωρίτερα, είχε ενταθεί για τα καλά.

Βρισκόταν στο δωμάτιο που της είχε παραχωρηθεί στο σπίτι του πατριού της, στο οποίο είχαν μετακομίσει. Κάτι άκουσε από κάτω. Χαμήλωσε την τηλεόραση. Το κλάμα της μητέρας της μόλις που ακουγόταν από τον κάτω όροφο. Αυτός είχε αργήσει πάλι. Η Ρενέ τον μισούσε. Τον είχε δει να χτυπάει τη μητέρα της, όμως εκείνη της είχε απαγορεύει να αντιδρά, πιθανώς γιατί φοβόταν. Φοβόταν την αντίδραση εκείνου. Όταν έπινε, έχανε τον έλεγχο. Η Ρενέ όμως, ήξερε πως αυτό ήταν μόνο η αφορμή. Ή μάλλον, δικαιολογία ήταν η σωστή λέξη. Αυτός ο μαλάκας ό,τι έκανε, το έριχνε στο ποτό. Εκείνη όμως ήξερε ότι δεν έφταιγε αυτό.

Άνοιξε το συρτάρι και έπιασε το άδειο κουτί που πριν περιείχε Seroquel και το περιεργάστηκε. Τα νύχια της ήταν φαγωμένα σε σημείο που είχαν σχηματιστεί πληγές. Το έκρυψε πάλι γρήγορα, όταν αντιλήφθηκε πως η πετσέτα με την οποία είχε καλύψει την τηλεόραση είχε γλιστρήσει. Θα μπορούσε, λοιπόν, αυτός να την έβλεπε. Κι αν νόμιζε ότι το μπουκάλι ήταν γεμάτο; Η Ρενέ ήξερε τη συνέχεια, την είχε μάθει πλέον καλά.

Τον είχε ακούσει μια μέρα να λέει: «Δε θα αγοράζεις εδώ τα κωλοχάπια της τρελής της κόρης σου. Εδώ δεν είμαστε στο κέντρο. Εδώ ο κόσμος μιλάει. Δε θα μας σχολιάζει όλη η περιοχή για το μαλακισμένο». Είχε ακούσει επίσης τη μάνα της που προσπάθησε να απαντήσει και, αμέσως μετά, τον ήχο της ανάστροφης της παλάμης του που χτύπησε το μάγουλό της. Ήθελε να μιλήσει στον πατέρα της. Ήξερε πως αυτός θα καταλάβαινε, πως αυτός θα βοηθούσε. Η μητέρα της όμως δεν την άφηνε: «Δε θα συζητάς τα οικογενειακά μας εκτός σπιτιού», της είχε πει.

Ευτυχώς για εκείνη, λίγο καιρό μετά, είχαν εμφανιστεί οι επτά σύμμαχοί της. Οι μόνοι που την κρατούσαν για να μην τρελαθεί. Οι μόνοι που μπορούσαν να τη βοηθήσουν να απαλλαγεί από αυτόν. Και θα τα είχε καταφέρει, αν δεν τα είχε χαλάσει όλα την τελευταία στιγμή η μάνα της, ανοίγοντας το φως όταν την είδε να πλησιάζει στο κρεβάτι τους από την πλευρά του πατριού της, κραδαίνοντας ένα μαχαίρι της κουζίνας. Η μάνα της ούρλιαξε και ο άλλος την πρόλαβε.

Θα ξαναδοκίμαζε όμως. «Θα με βοηθήσουν εκείνοι», του είχε πει, καθώς οι άνδρες με τις λευκές ποδιές την έπαιρναν από το σπίτι (ήταν σίγουρη πως εκείνος τους είχε φωνάξει και πως ήταν με το μέρος του). «Θα με βοηθήσουν παλιομαλάκα και θα ξανάρθουμε. Σου το υπόσχομαι».

Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω για ποιους μιλάει συνέχεια», είπε στους γιατρούς, «Δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι». Η Ρενέ ξέσπασε σε κακαριστά γέλια. «Απλώς, δεν μπορείς να τους δεις», του απάντησε πριν μπει στο ασθενοφόρο.

Θα κρατούσε την υπόσχεσή της. Έπρεπε πρώτα να αποδράσει από αυτό το μέρος που την κρατούσαν οι συνεργοί του (ήταν σίγουροι πως ήταν) και θα τον έβρισκε. Και οι οχτώ θα τον έβρισκαν. Κι αν έπειθε και κάποιον να συνεργαστεί μαζί της, και οι εννιά.

Θα κρατούσε την υπόσχεσή της.

 

Tags: abuse , characters , crazy , depression , doctors , girl , madhouse , madness , mental illness , mystery , pills , psychological , short-story , γιατροί , διήγημα , κακοποίηση , κατάθλιψη , κοπέλα , μυστήριο , προσωπικότητες , τρέλα , χάπια , χαρακτήρες , Ψυχιατρείο , ψυχική διαταραχή , ψυχολογικό

Παναγιώτης Ματσίγκας

Δημοσιεύτηκε 23 Φεβρουαρίου, 2020

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.