Όταν ξύπνησε, βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα. Χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να συνέλθει και να ανοίξει τα μάτια της. Σηκώθηκε απότομα όρθια και κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν στη μέση ενός κυκλικού δωματίου, περικυκλωμένη από καθρέφτες. Έκανε αρκετές γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό της μέχρι να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε. Δεν υπήρχε καμία έξοδος διαφυγής. Αφού πέρασε το πρώτο σοκ, πλησίασε προς τον καθρέφτη που βρισκόταν απέναντί της και κοίταξε το είδωλό της. Φορούσε ένα λευκό μακρύ φόρεμα, κουρελιασμένο στις άκρες. Άγγιξε το πρόσωπό της με τις άκρες των δαχτύλων της, κι απομάκρυνε τα μακριά, μαύρα μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένα από τη σκούρα σκιά που δε θυμόταν να φοράει. Τα χείλη της ήταν κατακκόκινα. Τα άγγιξε κι αυτά και τα χέρια της κοκκίνισαν. Έκανε και πάλι μια στροφή γύρω από τον εαυτό της. Τα πολυάριθμα είδωλά της, τη μιμήθηκαν. Λίγο πιο ήρεμη πλέον, μέτρησε τους καθρέφτες. Ήταν εφτά. Το φως που έπεφτε πάνω τους ήταν εκτυφλωτικό. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόλυτη. Και τότε… η σιωπή άρχισε να διαταράσσεται. Στην αρχή ο ψίθυρος που ακούστηκε ήταν ανεπαίσθητος, όσο όμως περνούσε η ώρα δυνάμωνε. Άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και κάλυψε τα αυτιά της με τα χέρια της για να μην ακούει τις απόκοσμες φράσεις.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου… καθρέφτη καθρεφτάκι μου… Ποια είναι…; Ποια είναι; Ποια είναι η ομορφότερη; Ποια είναι; Ποια είναι η πιο χαρούμενη; Ποια είναι; Ποια είναι η πιο δυστυχισμένη; Εσύ είσαι η πιο δυστυχισμένη; Ποια είναι; Ποια είναι η πιο θυμωμένη; Γιατί είσαι θυμωμένη; Ποια είναι η πιο τρομαγμένη; Γιατί τρομάζει; Ποια είναι η πιο φοβισμένη; Ποια είναι η πιο έκπληκτη. Ποια είναι η πιο αηδιασμένη; Ποια είναι; Ποια είναι η πιο αδιάφορη; Ποια είναι; Ποια είσαι; Ποια είναι η πιο τρελή; Είσαι η πιο τρελή;»
Κάθε φορά, η φωνή ακουγόταν από διαφορετική κατεύθυνση. Τη στιγμή όμως που γυρνούσε προς το μέρος της πηγής της, ο ψίθυρος ερχόταν από την άλλη μεριά.
Και οι φράσεις συνεχίζονταν κι επαναλαμβάνονταν συνέχεια, με τρόπο που δεν ήξερε αν τις άκουγε στην πραγματικότητα ή αν ήταν μόνο μέσα στο μυαλό της. Και δεν σταμάτησαν, παρά μόνο όταν ζαλίστηκε από τους ψιθύρους και τους συνεχείς κύκλους που έκανε και σωριάστηκε στο πάτωμα. Έμεινε για λίγη ώρα ξαπλωμένη καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. Η κοφτή, γρήγορη ανάσα της, ήταν το μόνο που ακουγόταν μέσα στην απόλυτη σιωπή που επικρατούσε και πάλι﮲ και τότε, ένας απαλός ήχος, την έκανε να ανασηκώσει το κεφάλι της απότομα. Μπροστά της, ήταν πεσμένο ένα κατακόκκινο μήλο. Το άγγιξε με τα δάχτυλά της. Στη συνέχεια το κράτησε στο ένα της χέρι ενώ με το άλλο στήριζε το σώμα της για να σηκωθεί. Μόλις στάθηκε στα πόδια της, κοίταξε το είδωλό της μέσα στον καθρέφτη. Πλησίασε το μήλο στα κατακόκκινα χείλη της και το δάγκωσε. Αμέσως χύθηκε μια κόκκινη σταγόνα από τη σάρκα του… μια κόκκινη σταγόνα που έμοιαζε… με αίμα! και τότε, ακούστηκε ένα δυνατό γέλιο. Ένα γέλιο ευτυχίας, που όμως έμοιαζε τόσο παρανοϊκό. Έκανε μια απότομη στροφή ακολουθώντας την πηγή του γέλιου, και είδε πως η αντανάκλαση της μέσα σε έναν από τους καθρέφτες γελούσε δυνατά. Κι έμοιαζε τόσο χαρούμενη…
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο χαρούμενη;», μονολόγησε τότε ψιθυρίζοντας.
Και τότε, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και ο καθρέφτης έσπασε σε εκατομμύρια θρύψαλα που ήρθαν προς το μέρος της. Εκείνη έσκυψε και κάλυψε το πρόσωπό της για να προστατευτεί. Όταν τελικά κοίταξε προς το μέρος που βρισκόταν πριν ο καθρέφτης, διαπίστωσε ότι το μόνο που υπήρχε πλέον σε εκείνο το σημείο, ήταν μια άδεια κορνίζα, και μέσα της απόλυτο σκοτάδι. Κοντοστάθηκε για λίγο, κι έφερε το μήλο στο ύψος των ματιών της. Στη συνέχεια το δάγκωσε και πάλι, κι αφού βγήκε μια ακόμα σταγόνα αίμα, ακούστηκε ένα δυνατό κλάμα﮲ ένα κλάμα που ήταν γεμάτο δυστυχία κι απόγνωση. Γύρισε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη να κλαίει με λυγμούς. Πλησίασε την επιφάνειά του και την άγγιξε με το χέρι της. Το ίδιο έκανε και η αντανάκλαση της. Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο δυστυχισμένη;», μουρμούρισε.
Εκείνη τη στιγμή, ο καθρέφτης έσπασε σε εκατομμύρια μικρά κομμάτια. Αυτή τη φορά όμως δεν κάλυψε το πρόσωπό της για να προστατευτεί. Απόμεινε εκεί να κοιτάζει το σκοτάδι που τον αντικατέστησε. Έφαγε ακόμα ένα κομμάτι μήλο, και μόλις χύθηκε το αίμα, άκουσε ένα επιφώνημα έκπληξης. Στράφηκε προς τον καθρέφτη από τον οποίο ήρθε η φωνή και είδε το είδωλό της να έχει το χέρι στο στόμα της και να την κοιτάει με γουρλωμένα μάτια.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου ποια είναι η πιο έκπληκτη;»
Τα κομμάτια εκτοξεύτηκαν και πάλι προς το μέρος. Μετά την επόμενη δαγκωνιά της άκουσε μια δυνατή τσιρίδα. Το είδωλό της στον καθρέφτη φαινόταν τόσο τρομαγμένο.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου», μουρμούρισε, «ποια είναι η πιο τρομαγμένη;»
Αφού το σκοτάδι αντικατέστησε και πάλι την αντανάκλασή της και η κόκκινη σταγόνα κύλησε πάνω στο μήλο, άκουσε ένα επιφώνημα αηδίας. Στράφηκε προς το μέρος της φωνής, και είδε τον εαυτό της να την κοιτάζει με μια γκριμάτσα αποστροφής στο πρόσωπό της.
¨Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο αηδιασμένη;»
Όταν και αυτός ο καθρέφτης διαλύθηκε, διαπίστωσε ότι πλέον είχαν μείνει μόνο δυο στο δωμάτιο, Όλοι οι υπόλοιποι ήταν μόνο κορνίζες γεμάτες σκοτάδι. Έφαγε μια ακόμα μπουκιά από το μήλο που είχε τελειώσει σχεδόν, και τότε το είδωλο που βρισκόταν μπροστά της την κοίταξε γεμάτο θυμό.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο θυμωμένη;», μονολόγησε.
Και τότε η αντανάκλασή της, σήκωσε το χέρι της και χτύπησε με δύναμη το γυαλί, δίνοντας της θέση της στο σκοτάδι. Στάθηκε ακίνητη μπροστά από το τελευταίο είδωλό της και το κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν άδειο, κενό. Όλα της τα συναισθήματα, χαρά, λύπη, έκπληξη, φόβος, αηδία, θυμός, είχαν καταρρεύσει μπροστά της. Τι συμβαίνει άραγε όταν χάνεις όλα σου τα συναισθήματα; Τι μένει; ένα άδειο, κενό κουφάρι, μια πάνινη κούκλα χωρίς τίποτα μέσα της. Κοίταξε το μήλο που είχε απομείνει. Έφαγε και το τελευταίο κομμάτι.
«Καθρέφτη καθρεφτάκι μου», ψιθύρισε. «Ποια είναι η πιο αδιάφορη;»,
Σήκωσε το χέρι της και άγγιξε την επιφάνεια του καθρέφτη. Το είδωλό της δεν έκανε τον κόπο να τη μιμηθεί. Τα εκατομμύρια γυάλινα κομμάτια σκορπίστηκαν στον αέρα με μια κίνηση αργή, λες και ο χρόνος είχε επιβραδυνθεί, την περικύκλωσαν και το δωμάτιο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι.
Το επόμενο πρωί, ο ζεστός καλοκαιρινός ήλιος, μπήκε στο δωμάτιό της από το παράθυρό κι έσβησε τις τρομακτικές σκιές της νύχτας. Το αίμα από τις φλέβες της που μούσκεψε τα λευκά σεντόνια ήταν ακόμα νωπό. Στο χέρι της κρατούσε ακόμα το κομμάτι από τον καθρέφτη που είχε χρησιμοποιήσει.
Article main picture reference
Tags: books , dark , depression , emotion , fairytale , fantasy , madness , mirror mirror , mirror mirror on the wall , mystery , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , βιβλία , καθρέφτη καθρεφτάκι μου , κατάθλιψη , παραμύθι , σκοτάδι , συναίσθημα , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.