Κάποια μέρα ή νύχτα-ήταν αδύνατο να γνωρίζει ο ίδιος- μια ομάδα από γιατρούς και νοσοκόμους μπήκε μέσα στο δωμάτιο του. Ήταν όλοι τους μέσα σε στολές, πλήρως καλυμμένοι από την κορφή ως τα νύχια των ποδιών τους. Τον περιτριγύριζαν με αργές και προσεκτικές κινήσεις, έπαιρναν φωτογραφίες κι έκαναν κάποιες μετρήσεις, με τα μηχανήματα χειρός που κράταγαν. Ένας από αυτούς, άπλωσε μια μηχανική λαβίδα προς το μέρος του· πρέπει να τον ακούμπησε, αρκετά παρατεταμένα, και στην συνέχεια την τράβηξε ξανά πίσω – αν και δεν αισθάνθηκε τίποτα, εκτός από μια παράξενη αμυδρή αίσθηση, που ήταν σαν κάποιος να τον ελάφρωσε λίγο από το βάρος που είχε πάνω του. Η άκρη της λαβίδας , που πριν ήταν άδεια, τώρα είχε ένα πολτώδες καφεκίτρινο υλικό, που έμοιαζε να κινείται-σαν να λιώνει επί τόπου και να ξαναδένει μόνο του. Έφερε με πολύ μεγάλη προσοχή την άκρη της λαβίδας πάνω από μια μικρή σακούλα, που κράταγε κάποιος άλλος, και πολύ προσεκτικά, σχεδόν με ευλάβεια, έβαλε το γλοιώδες υλικό, που έσταζε προς όλες τις μεριές, μέσα στην σακούλα.
Αυτό το θέαμα τον είχε παραξενέψει. Τι στο διάβολο ήταν αυτό το υλικό κι από που το πήραν; Σκέφτηκε πως αυτό το παράξενο υλικό, πρέπει να το είχαν πάρει από το στρώμα και το κρεβάτι του, που το ένιωθε εδώ και πολύ καιρό, να λιώνει και να αποσυντίθεται, ακριβώς κάτω από το κορμί του. Προσπάθησε να φωνάξει και να κινηθεί· ήθελε με κάποιο τρόπο να επικοινωνήσει με τους γιατρούς, να μάθει πόσες μέρες ήταν εκεί και γιατί και το πότε θα έβγαινε. Δεν τα κατάφερε όμως και πάλι. Μπορούσε μόνο να σκέφτεται, κάτι που τον ικανοποιούσε για τώρα. Σιγά σιγά θα κατάφερνε να ανασυγκροτηθεί και να βρει τον εαυτό του και μετά θα έρχονταν κι η κίνηση, η ομιλία κι όλη η παλιά του ζωή, πιθανώς και καλύτερη από ότι αυτή υπήρξε μέχρι εδώ- μια και όπως λένε πολλοί, μια δοκιμασία σε κάνει πιο δυνατό και καλύτερο άνθρωπο και τελικά σε κάνει να εκτιμάς και την ίδια την ζωή σου πιο πολύ.
Ένας γιατρός έσκυψε από πάνω του, είχε καλυμμένο πλήρως το κεφάλι του με κάτι που έμοιαζε με διαστημικό σκάφανδρο. Αυτό του φάνηκε αστείο και εκείνη την στιγμή χαμογέλασε και πρέπει να του ξέφυγε κάτι σαν γέλιο. Ο γιατρός με το σκάφανδρο έσκυψε πάνω του. Είδε πίσω από την διαφανή μάσκα το βλέμμα του γιατρού να είναι γεμάτο έκπληξη και απορία. Ταυτόχρονα, όταν είδε το πρόσωπο του γιατρού, τον κυρίευσε μια περίεργη λαχτάρα και μια ορμή γεννήθηκε μέσα του. Δεν ήταν η ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία-αυτή ήταν αδύνατη προς το παρόν, όπως φαίνονταν- ήταν μια διαφορετική πολύ δυνατή επιθυμία, που του έμοιαζε με πείνα, δίψα και ανάγκη για άπλωμα, μια λαχτάρα για κορεσμό αυτών των επιθυμιών. Όμως ταυτόχρονα ένιωθε ότι η γυάλινη μάσκα, το σκάφανδρο και η στολή του γιατρού, ορθώνονταν σαν τείχος μπροστά σε αυτή την βαθιά λαχτάρα, που ήταν σαν να πήγαζε από μέσα του από εκατομμύρια διαφορετικά σημεία.
Ο γιατρός είχε μείνει από πάνω του με αποσβολωμένο βλέμμα και ύφος ακόμα απορημένο. Δίπλα του οι άλλοι έσκυβαν από πάνω και τον άγγιζαν στον ώμο και στην πλάτη, σαν να του έλεγαν να φύγει από πάνω του, να ξεκολλήσει με κάποιο τρόπο από εκεί. Εκείνος τους αγνοούσε, σε έναν ακούμπησε απαλά το χέρι του με το πίσω μέρος του βραχίονα του και τον απώθησε, αργά και προσεκτικά. Πάτησε κάποια κουμπιά σε μια πλακέτα που βρίσκονταν εξωτερικά στο σκάφανδρο στο κεφάλι του και τράβηξε ένα καλώδιο που πρέπει να είχε μια μικρή μικροφωνική κεφαλή, από ένα σημείο που βρίσκονταν στην στολή του, ανάμεσα στον κορμό και στο κεφάλι του. Γύρισε στους άλλους και έκανε ένα σήμα, σαν να έλεγε: “περιμένετε λίγο ακόμα” κι έδειξε το καλώδιο με το μικρόφωνο. Οι άλλοι τον κοιτούσαν παγωμένοι κι ακούνητοι· θα ορκίζονταν ότι είδε, πίσω από τις γυάλινες μάσκες των σκάφανδρων, σε κάποιους από αυτούς, έντονες συσπάσεις των προσώπων τους, που ήταν σαν γέλια ή ειρωνικά πλατιά χαμόγελα. Αλλά το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό και οι σκιές δυνατότερες από τις μορφές, που δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος.
Την επόμενη στιγμή είδε ξανά τον γιατρό σκυμμένο λίγο πιο κοντά, αλλά με επιφυλακτικότητα και προσοχή, από επάνω του, σε μια παράξενη στάση του σώματος που έδειχνε ότι δεν πίστευε αυτό που έκανε ή ότι βιάζονταν να το τελειώσει. Στην αρχή είδε τα χείλη του γιατρού να κινούνται κι άκουγε ένα βουητό, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή, άρχιζε να ξεχωρίζει τις λέξεις που έβγαιναν από το σκάφανδρο του γιατρού, μέσα από το λεπτό καλώδιο με την μικρή μικροφωνική κεφαλή. “Με ακούτε; Αν έχει μείνει κάτι από εσάς που μπορεί να με ακούσει, να με καταλάβει, κάντε μια κίνηση, ένα θόρυβο, οτιδήποτε…τώρα”. Η φωνή του είχε ένα έντονο και απελπισμένο ύφος, μαζί αξεδιάλυτο με μια υπόκωφη, όμως κραυγαλέα, ειρωνική χροιά.
Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, δεν μπορούσε να βγάλει νόημα από τα λόγια του, τι πάει να πει, “αν είχε μείνει κάτι από αυτόν” και να “κάνει μια κίνηση, ή ένα θόρυβο”; Φυσικά και μπορούσε να σκεφτεί και να καταλάβει τα πάντα όμως θα έπρεπε να περιμένουν λίγο να αρχίσει να μπορεί να μιλάει και να κινείται-κι εδώ ήταν που τους χρειάζονταν, να του πουν το πότε και πως. Όπως και να είχε πάντως, είχαν μείνει σαφέστατα τα πάντα από αυτόν, εφόσον μπορούσε να σκεφτεί ότι ήθελε, ενώ θεωρούσε βέβαιο ότι σύντομα θα μπορούσε να κάνει κι οποιαδήποτε κίνηση, όπως παλιά κι ακόμα καλύτερα, αλλά όχι όμως τώρα.
Ο γιατρός που πριν του είχε μιλήσει, τώρα του είχε γυρίσει την πλάτη. Δύο από τους ανθρώπους με τις στολές, είχαν πιάσει το κρεβάτι-φορείο και το έσερναν προς την έξοδο. Ώστε το κρεβάτι του είχε ροδάκια; Αν το ήξερε αυτό θα προσπαθούσε να το εκμεταλλευτεί όλο αυτό το καιρό, για να κατάφερνε να κινηθεί. Πλησίασαν την έξοδο του θαλάμου, ο φωτισμός του διαδρόμου ήταν αδύναμος, αλλά αρκετά πιο ισχυρός από αυτόν του θαλάμου, στον οποίον βρίσκονταν όλο αυτό το διάστημα. Πρόλαβε να δει την ταμπέλα στην πόρτα του θαλάμου που έγραφε ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΕΙΔΙΚΟΣ ΧΩΡΟς ΙΙ3.
Είδε έναν ακόμα από τους τύπους με τις στολές, να έχει βγάλει κάτω από το λαιμό της στολής του, το λεπτό καλώδιο με το μικροσκοπικό μικρόφωνο, και να απευθύνεται στον γιατρό, που μόλις πριν λίγο τον είχε ρωτήσει αν τον άκουγε κι αν μπορούσε να δώσει ένα σημείο ύπαρξης, με μια κίνηση ή ένα θόρυβο. “Πως μπορούσε να σε ακούσει μια άμορφη αποικία από εξωτικά άγνωστα βακτηρίδια και μύκητες. Δεν έχουμε ξανασυναντήσει τέτοιο γονιδίωμα, αλλά δεν είναι κάτι τόσο εξωφρενικό και παράδοξο αυτό, ώστε να περιμένεις να έχουν και την δυνατότητα ακοής” , είπε ο τύπος κι η φωνή του είχε κάτι βιαστικό και χονδροειδές, “ή τη δυνατότητα κίνησης κατά βούληση”, συνέχισε. Ο άλλος απάντησε κοφτά: “Νόμιζα πως είδα κάτι σαν κίνηση, ηθελημένη, αλλά δεν χρειάζεται να το πεις αυτό παντού, τώρα που θα πάμε επάνω”.
Είδε να τον τοποθετούν μαζί με το κρεββάτι-φορείο μπροστά σε μια μεταλλική πύλη, που άνοιξε με ένα σκουριασμένο πολύ τρανταχτό θόρυβο κι αποκάλυψε πίσω της μια έντονη λευκοκίτρινη μεγάλη φλόγα. “Είναι στην μέγιστη θερμοκρασία. Θα κάψουμε και το φορείο μαζί;”, ρώτησε ένας αδιάφορα. “Ναι, εξάλλου είναι πια ένα με αυτό που κάποτε ήταν ένα ανθρώπινο σώμα”.
Τώρα πια ο Ω δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα, δεν ένιωθε καν έκπληξη και τρόμο κι αυτό γιατί ακόμα και στο μεγαλύτερο τρόμο, όλοι έχουν, από πριν, τουλάχιστον μια ελάχιστη αμυδρή ιδέα για το τι θα μπορούσε να είναι η φρίκη που θα τους συναντήσει κάποια στιγμή αναπάντεχα.
Έβλεπε να μπαίνει μέσα στο καυτό κλίβανο, αργά και σταθερά και μπόρεσε να δει-πριν κλείσει η πόρτα του κλιβάνου- έναν άνθρωπο με στολή, σε διαφορετικό χρώμα, να μαζεύει τους υπόλοιπους μπροστά του και να ακούσει που τους έλεγε αυστηρά και κοφτά: “Αυτό εδώ το πράγμα είναι 99,9% εντελώς άγνωστα σε εμάς βακτηρίδια, ιοί, παθογόνοι μικροοργανισμοί και μύκητες. Αν μπορούμε να τα ονομάσουμε έτσι και δεν είναι κάτι εντελώς διαφορετικό,από ό,τι ξέρουμε ως τώρα. Και αυτό…ξεκίνησε από μια απλή συνηθισμένη προσβολή ενός ανθρώπου από κάτι που έμοιαζε με παραλλαγή της γρίπης… Θεωρήστε όλοι ότι όλο αυτό δεν έγινε ποτέ κι ότι αυτή η κλινική περίπτωση δεν υπήρξε ποτέ. Αυτός ο άνθρωπος πέθανε από μια απλή πνευμονική επιπλοκή…από μια απλή συνηθισμένη γρίπη. Έχουμε ήδη φτιάξει ένα άλλο σώμα για να παραδώσουμε για ταφή. Δυστυχώς είμαι αναγκασμένος να σας προειδοποιήσω… η αναφορά αυτής της περίπτωσης μαζί με την λέξη επιδημία, θα σημάνει όχι το τέλος της εργασίας σας, αλλά το τέλος της φυσικής σας ύπαρξης ή χειρότερα…γιατί υπάρχουν και χειρότερα”.
Την ίδια στιγμή, όταν ακούστηκαν οι τελευταίες λέξεις, ο ομιλών έδειξε με το χέρι του τον κλίβανο, ο οποίος έτριξε καθώς λειτουργούσε στο πλήρες του δυναμικό.
Διαβάστε εδώ το Μέρος Α’.
Tags: The Weird Side Daily , Άνθρωπος , απόβλητα , αποικία , απορία , Βαγγέλης Βενιζέλος , βακτήρια , βακτηρίδια , βιολογικά απόβλητα , βλέμμα , γιατροί , Γιατρός , γονιδίωμα , γρίπη , διήγημα , διήγημα φανταστικού , δωμάτιο , ειρωνία , επιδημία , επιθυμία , επικοινωνία , επιπλοκή , ζωή , θέαμα , θόρυβος , ιός , ιστορία , κίνηση , κλίβανος , κορμί , κορμός , κουμπιά , λαβίδα , λαχτάρα , μέρα , μικροοργανισμός , μικρόφωνο , μύκητες , ομιλία , παθογόνο , πνευμόνια , προσοχή , πύλη , σακούλα , σκάφανδρο , στολή , στρώμα , σώμα , τοίχος , τρόμος , ύφος , Φόβος , φορείο , Φρίκη , φωνή , χροιά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.