Γελούσε πλέον ξανά

Αγνοούσε για καιρό τα τραύματα της. Πίστευε πως τα έχει καταφέρει, είχε προχωρήσει. Ώσπου ένα πρωί γύρω στις 5:00, ξύπνησε μέσα στα κλάματα. Όλα ήταν εκεί. Αντιμέτωπη ξανά με τους φόβους της. Η απόρριψη μιας σχέσης δέκα χρόνων ήταν η αρχή. Η διάγνωση της κατάθλιψης δεν άργησε να έρθει. Πάλεψε, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει […]

Αγνοούσε για καιρό τα τραύματα της. Πίστευε πως τα έχει καταφέρει, είχε προχωρήσει. Ώσπου ένα πρωί γύρω στις 5:00, ξύπνησε μέσα στα κλάματα. Όλα ήταν εκεί. Αντιμέτωπη ξανά με τους φόβους της. Η απόρριψη μιας σχέσης δέκα χρόνων ήταν η αρχή. Η διάγνωση της κατάθλιψης δεν άργησε να έρθει. Πάλεψε, αλλά δεν κατάφερε να νικήσει τους δαίμονες της. Κάθε μέρα έδινε μάχη να καταφέρει να νικήσει. Αλλά την ώρα που έφτανε κοντά, κάτι άλλο εμφανιζόταν και την έσερνε πίσω. Την έσερνε στο μηδέν.

Η μαμά της διαγνώστηκε με καρκίνο του τελευταίου σταδίου. Έφυγε από τη ζωή άδικα.
Η φαρμακευτική αγωγή ένιωθε πως απλά την ρίχνει σε λήθαργο ώστε να μην νιώθει τα αληθινά συναισθήματα. Τα έκοψε πολλές φορές μόνη της. Πίστευε την κάνουν χειρότερα.
Απομακρύνθηκε από τους φίλους της, σταμάτησε να δουλεύει ενεργά, έπινε και κάπνιζε πολύ. Έπινε σε σημείο που το σώμα της μούδιαζε και για λίγα μόνο λεπτά ήταν ήρεμη. Ήταν χαρούμενη. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Σαν όλα να ήταν όπως πριν. Αυτή ήταν η ζωή της για πολύ καιρό.

Κάθε πρωί δυσκολευόταν να ξεκινήσει τη μέρα της. Το πάπλωμα το ένιωθε σαν τσιμέντο πάνω της. Όμως το σήκωνε, φόραγε όποια μάσκα έβρισκε και ζούσε την ρουτίνα της. Όσοι προσπάθησαν να την βοηθήσουν, δεν τα κατάφεραν. Βαρέθηκε να ακούει τα ίδια και τα ίδια: “Η μαμά σου ήταν δυνατή αλλά τώρα ηρέμησε”, “θα βρεις κάποιον που θα σου αξίζει”. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να τα ακούει άλλο. Έλεγε “ευχαριστώ” γύρναγε τη πλάτη της και έφευγε. Είχε φάει πολλά σκατά στη ζωή της και πάντα σηκωνόταν. Είχε πληγωθεί πολλές φορές αλλά αυτή τη φορά τα τραύματα της δεν έκλειναν εύκολα. Αυτή τη φορά δεν ήθελε να σηκωθεί. Δεν είχε την όρεξη να σηκωθεί. Είχε κουραστεί. Αγνοούσε τηλέφωνα συγγενών και γνωστών, είχε επιλέξει να είναι μόνη της. Μόνη της σε μια γκρίζα καθημερινότητα. Δεν είχε στόχους, δεν είχε όνειρα πλέον. Κουράστηκε να προσπαθεί και γι’ αυτά. Τίποτα δεν την έκανε χαρούμενη.

Πάρα πολλές παρατηρήσεις στη δουλειά για την διάθεσή της: “Δε γίνεται άλλο να σε βλέπει έτσι ο κόσμος, πήγαινε σε ένα γιατρό αλλιώς θα σε απολύσω”. Δεν την ένοιαζε ούτε αυτό. Και μια μέρα χτύπησε το κινητό της: “Σήμερα απολύθηκες, πέρνα τη δευτέρα να υπογράψεις”. Και το έκανε.

Οι μέρες πέρασαν με την ίδια να είναι όλη μέρα κλεισμένη μέσα στο σπίτι. Δεν είχε να πάει πουθενά. Πλέον δεν είχε λόγο να βγαίνει έξω, δεν είχε ούτε δουλειά. Τα λεφτά της αποζημίωσης ήταν αρκετά ώστε να περάσει κάποιους μήνες χωρίς να δουλεύει. Χανόταν στις γραμμές των βιβλίων με τις ώρες, το τασάκι ήταν γεμάτο αποτσίγαρα και τα μπουκάλια από τις άδειες μπύρες πάνω στο τραπέζι. Και κάπως έτσι κυλούσε η καθημερινότητά της.

Ξεκίνησαν όμως οι έντονοι πονοκέφαλοι εξαιτίας όλης αυτής της κατάστασης. Αγόραζε ηρεμιστικά και κάθε βράδυ έπαιρνε από ένα με σκοπό να κοιμηθεί. Και τα κατάφερνε, αλλά πλέον δεν έβλεπε ούτε όνειρα. Δεν ένιωθε πόνο, παρά μόνο ένα τεράστιο κενό το οποίο δεν έκλεινε.

Ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα πήγε στο μπάνιο με σκοπό να πάρει το ηρεμιστικό. Άνοιξε το καπάκι και εκείνη τη στιγμή όλα θόλωσαν. Στο κεφάλι της επικρατούσε το χάος “παρ’ τα όλα και θα ησυχάσεις, δε θα νιώθεις τίποτα, καν’ το”. Πήρε το κουτάκι από τα χάπια, κάθισε στο κρεβάτι. Πριν τα πάρει ήθελε να δει για τελευταία φορά τη μαμά της στην αγαπημένη τους φωτογραφία. Πιο δίπλα, κατάφερε να βγάλει από το κουτί το δαχτυλίδι αρραβώνων της προηγούμενης της σχέσης. Ήθελε να πει το τελευταίο αντίο σε όλους. Κι εκείνη τη στιγμή, ξεκίνησε να κλαίει με λυγμούς, έπεσε κάτω και ούρλιαζε. Ούρλιαζε και έκλαιγε επιτέλους, για όλα αυτά που την πόνεσαν και τα απέφευγε. Για όλα αυτά που τόσο καιρό κρατούσε βαθιά μέσα της κρυμμένα για να μην νιώθει. Έκλαψε για ώρες, ξαπλωμένη στο πάτωμα.

Μετά από μία ώρα σηκώθηκε, μάζεψε τα χάπια και τα πέταξε στα σκουπίδια. Φόρεσε τα αγαπημένα της ρούχα, πήρε το αμάξι και πήγε στο αγαπημένο της μπαράκι. Καθώς έπινε το ποτό της, μια παρέα πίσω της γελούσε τόσο δυνατά που της τράβηξε την προσοχή. Γύρισε, τους κοίταξε και χαμογέλασε. Γελούσε πλέον ξανά.

Άγγελος Αλοίμονος

Tags: depression , happiness , happy , short-story , smile , γελώ , διήγημα , ευτυχία , κατάθλιψη , χαρά

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 25 Μαρτίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.