Χριστούγεννα στην Ρ’λυέ
«Φτάσαμε!!»
Δεν ήταν ανάγκη να το φωνάξει, οι τάρανδοι ήξεραν πολύ καλά που βρίσκονται. Πουθενά αλλού στον παγωμένο ωκεανό τα κύματα δεν στροβιλίζονταν και κόχλαζαν τόσο φριχτά και γνώριμα. Πικρός αφρός χάραζε έναν τεράστιο κύκλο πάνω στο μαύρο νερό σαν στόχος που έδειχνε το σημείο.
Κράτησε τα γκέμια σταθερά στο αριστερό χέρι και γύρισε προς την καρότσα. Μόλις ο Ρούντολφ ξεκίνησε την βουτιά προς τη νότια θάλασσα ο σάκος γλίστρησε μέσα στο κράτημα του. Το μόνο που χρειαζόταν τώρα ήταν η ομάδα να διατηρήσει τον συντονισμό της. Ήταν πάντα μια μεγάλη δοκιμασία για τον ίδιο, πόσο μάλλον για τους ταράνδους του. Ένιωθε το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι κάθε χρόνο, και όχι, δεν θα την έσβηνε αυτή την διεύθυνση από το τεφτέρι του. Το φως των Χριστουγέννων δεν θα δείλιαζε. Θα υπερτερούσε πάντα του σκότους.
«Ψυχραιμία, και τελειώσαμε!» φώναξε πάνω από το απόκοσμο ουρλιαχτό των κυμάτων.
Μόλις ο Ρούντολφ ολοκλήρωσε την πτώση και έφερε την ομάδα σε νέα ευθεία, τα νερά τινάχτηκαν ψηλά ανοίγοντας την βλέννα του ωκεανού, και ο όγκος της Ρ’λυέ ξεπρόβαλε υγρός και μαύρος, καλυμμένος με νεκρό φύκι. Είδαν αμέσως την αφύσικη επιφάνεια ανάμεσα στα άγρια, κοφτερά βράχια της ανίερης ηπείρου. Οι πέτρινες πόρτες στην πλατιά επιφάνεια του κρηπιδώματος άνοιξαν τρίζοντας, όμοια με σαγόνια που είχαν αντιληφθεί την άφιξη τους.
«Να’τος! Μας έρχεται!» συνέχισε ο Άγιος, τονίζοντας το εμφανές. Είχε ανάγκη να βγάζει αυτές τις κραυγές. Ξεγελούσε το στομάχι του από το να βγάλει τα κουλουράκια και τα άλλα κεράσματα που είχε περιδρομιάσει στο μέχρι στιγμής ταξίδι του.
Ήταν εκείνος, αυτοπροσώπως, ο μεγάλος Μπαμπάς. Χρειάστηκε να βγάλει μόνο το κεφάλι του από την πύλη για να καλύψει με την φρίκη του ολόκληρο τον ορίζοντα. Τα πλοκάμια του ξετυλίχθηκαν και ορθώθηκαν στον διάβα τους σαν απροσπέλαστοι γίγαντες. Και ενώ αυτό θα ήταν αρκετό να παγώσει το αίμα στο κορμί κάθε φυσιολογικού ανθρώπου, εκείνοι οι κορμοί άρχισαν να κυματίζουν και να απλώνονται, να ψάχνουν να τους αρπάξουν. Κάθε πλοκάμι και εκατοντάδες βεντούζες, κάθε βεντούζα και ένα φριχτό στόμα με σουβλερά δόντια. Σε αυτές τις βεντούζες σημάδευε ο Άγιος καθώς πετούσε τα πακέτα ένα-ένα, καρφώνοντας τα εκεί, ενώ ταυτόχρονα οι Ρούντολφ, Ντάνσερ, Πράνσερ, Βίξεν, Κόμετ, Κιούπιντ, Ντόνερ και Μπλίτζεν μανούβραραν μακριά από την αρπαχτική διάθεση του Μεγάλου. Χρειάστηκαν να καταφέρουν και κάποιες κλοτσιές με τις οπλές τους, το ίδιο το έλκηθρο έφαγε μερικές πλαϊνές, αλλά στο τέλος εκτοξεύτηκαν έξω από εκείνον τον εφιάλτη, με την αποστολή τους διεκπεραιωμένη. Ο Άγιος κοίταξε πίσω, είδε τον αρχαίο θεό να υποχωρεί μουγκρίζοντας όλο κακία, οι πύλες να κλείνουν ξανά, ο μαύρος ωκεανός να διεκδικεί την Ρ’λυέ για άλλον ένα χρόνο.
Ανακουφισμένος, τίναξε τα γκέμια και φώναξε τον τελευταίο τους προορισμό, πίσω στην κορυφή του κόσμου, στο σπίτι. Κάθε χρόνο ήταν σωστή σπαζοκεφαλιά να διαβάζει εκείνη την γλοιώδη λίστα, να ξεχωρίζει τα άκακα αντικείμενα από εκείνα που θα μπορούσαν να συντελέσουν στην επιστροφή των Παλιών. Ήθελε επαγρύπνηση και ειδικές γνώσεις για να μην γίνει κάποιο λάθος. Ήταν χρέος του να αντεπεξέλθει. Τι έφταιγαν εξάλλου τα μικρά Κθουλάκια για τα αμαρτήματα των Πατέρων τους;
Tags: christmas , christmas story , cthulhu , Flash-fiction , Howard Philips Lovecraft , Lovecraft , Rudolf , Santa , santa claus , story , tentacles , weird , άγιος βασίλης , αλλόκοτο , διήγημα , ιστορία , Κθούλου , Λάβκραφτ , Μεγάλοι Παλαιοί , Μυθολογία Κθούλου , πλοκάμια , Ρούντολφ , Χριστούγεννα , Χριστουγεννιάτικη Ιστορία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.