Ο καθημερινός της ύπνος είχε τα χαρακτηριστικά ενός μικρού σνακ. Ήταν νόστιμος, απολαυστικός, της έδινε μερικές στιγμές ευτυχίας, όμως διαρκούσε για ένα μάσημα και μόνο. Κοιμόταν στις δέκα και πριν προλάβει να αλλάξει πλευρό, οι ακτίνες του ηλίου διαρρήγνυαν τις γρίλιες των παντζουριών και έπεφταν στο πρόσωπο της, βροντοφωνάζοντας πως η ώρα της χαλάρωσης είχε τελειώσει. Το θεωρούσε άδικο αυτό, γιατί οι μαρτυρικές ώρες της ημέρας κινούνταν σαν χαλασμένος σκαραβαίος, ενώ εκείνες της νύχτας κυλούσαν σαν νερό.
Αφού ανακάθισε στο πλάι του κρεβατιού, τεντώθηκε, ακούγοντας την πρώτη κουβέντα της ημέρας.
«Καλά ξυπνητούρια, πριγκίπισσα Ρηνιώ. Για άλλη μια φορά άργησες να ξυπνήσεις. Σήμερα καθυστέρησες μονάχα ένα δεκάλεπτο, όμως κάτι μου λέει πως αύριο θα είναι πολύ χειρότερα».
Μια χαρμόσυνη φωνή. Σχεδόν παιδική.
Η Ειρήνη προσπάθησε να την αγνοήσει και σηκώθηκε, με τις πιτζάμες της να κρέμονται σαν τσουβάλια από το κορμί της. Η χαρμόσυνη φωνούλα γέλασε. Το λογικό θα ήταν να έλεγε και κάτι για την αμφίεση της, όμως αυτό δεν άνηκε στα καθήκοντα του και οι δαίμονες σπάνια κλέβουν ο ένας τις δουλειές του άλλου.
Σύρθηκε ως τη τουαλέτα, γδύθηκε και μπήκε στην μπανιέρα. Ο δαίμονας της τουαλέτας καθόταν πάνω στο πλυντήριο και κουνούσε τα πόδια του μπρος-πίσω, σαν παιδί. Η Ειρήνη έκλεισε την κουρτίνα του μπάνιου, παρόλο που και οι εφτά την είχαν δει γυμνή ουκ ολίγες φορές. Ήθελε έστω να κρατήσει την αξιοπρέπεια της. Και τέλος πάντων, δεν ήθελε να τον κοιτάζει γιατί έμοιαζε με κάτι ακάθαρτο που βρίσκεις συνήθως εντός των υπονόμων.
«Ο αδελφός μου έχει δίκιο, Ρηνιώ. Παρακοιμήθηκες και θα καθυστερήσεις να πας στο γραφείο αν δεν βιαστείς, όμως προσωπικά θα σου πρότεινα να πάρεις το χρόνο σου και να πλύνεις κάθε εκατοστό του πλαδαρού κι άσχημου κορμιού σου, γιατί θα βρωμάς σαπίλα σε οποίον έχει έστω και ένα ρουθούνι ανοιχτό. Δε θες να απολυθείς επειδή μυρίζεις σαν σάπιο κρέας, έτσι δεν είναι;»
Η Ειρήνη δε μίλησε. Ήταν αγουροξυπνημένη και δεν είχε όρεξη να σκεφτεί κάτι έξυπνο για να απαντήσει με τον τρόπο που θα του άρμοζε. Αν ο εγκέφαλος της λειτουργούσε κανονικά, ίσως και να του επισήμαινε ότι και εκείνος βρωμοκοπούσε σαν στάβλος, όμως το χειρότερο που έχεις να κάνεις ένα πρωινό Τρίτης, είναι να πιάσεις συζήτηση με τους δαίμονες σου. Πόσο μάλλον ενώ έχεις καθυστερήσει να ετοιμαστείς για τη δουλειά.
Αφού τελείωσε το μπάνιο -φροντίζοντας να καθαριστεί πολύ καλά, όπως τη συμβούλεψε ο δαίμονας υπ’ αριθμόν δύο-, σκουπίστηκε και στήθηκε μπροστά από τον καθρέφτη για να πλύνει τα δόντια της και να μακιγιαριστεί. Φυσικά, ο δεύτερος από τους εφτά συγκάτοικους της δεν έχασε την ευκαιρία να τα σχολιάσει και αυτά, μιας και άνηκαν στις αρμοδιότητες του.
Βγήκε από τη τουαλέτα χωρίς να του απευθύνει τον λόγο και ντύθηκε, βάζοντας τα πιο όμορφα της ρούχα. Φυσικά, υπήρχε ένας δαίμονας και για ετούτα. Συνήθως καθόνταν οκλαδόν εντός της ντουλάπας, κοιτάζοντας τις κρεμάστρες, όμως εκείνη την ημέρα ήταν διπλωμένος σαν κοστούμι στο συρτάρι με τις κάλτσες.
«Τελικά δεν πλύθηκες τόσο καλά όσο σου υπέδειξε ο αδελφός μου. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, με τα ρούχα που φοράς δε νομίζω να σε πλησιάσει κανείς αρκετά για να σε μυρίσει. Άμα ήσουν έξυπνη ίσως και να περνούσες εντελώς απαρατήρητη, όμως με τη στολή του καρναβαλιού που έβαλες, είναι μάλλον απίθανο. Ελπίζω να μη βρεθεί κανείς να σου πετάξει αυγά, αν και θα ήταν θαυμάσιο θέαμα, εδώ που τα λέμε».
Η Ειρήνη έκλεισε το συρτάρι και βγήκε από το δωμάτιο. Καθώς κατευθυνόταν προς την κουζίνα, ένας ακόμη δαίμονας γρύλισε μερικά προσβλητικά λόγια για την καθαριότητα του διαδρόμου, όμως τον αγνόησε. Ήταν από τους λιγότερο ενοχλητικούς δαίμονες κι ας κρυβόταν στο πατάρι και της υπενθύμιζε ότι χρειαζόταν συμμάζεμα, κάθε φορά που το επισκεπτόταν.
Άλλωστε, δεν ήταν και τόσο κακός. Θα μπορούσες κυριολεκτικά να τον περάσεις για ενοχλητικό γείτονα αν δε ζούσε στο σπίτι σου και δεν έμοιαζε με πλάσμα από τους χειρότερους εφιάλτες σου. Οι πραγματικά κακοί δαίμονες ήταν αυτοί που ζούσαν στη κουζίνα και το σαλόνι. Αυτοί ήταν που έκαναν τις περισσότερες ώρες της ημέρας βασανιστικές.
«Καλημέρα, χοντρή. Μη μου πεις πως ήρθες να πάρεις μια από αυτές τις σοκολάτες γάλακτος που τρως σαν γουρούνι. Αν συνεχίζεις να χλαπακιάζεις τέτοιες αηδίες, θα χρειαστεί να φέρεις συνεργείο για να πλατύνει τις πόρτες και έναν μαραγκό για να ανταλλάξει τις σανίδες του κρεβατιού σου με κούτσουρα βελανιδιάς».
Η Ειρήνη άνοιξε το ψυγείο. Άγγιξε με τα ακροδάχτυλα της τις σοκολάτες στις οποίες αναφερόταν ο δαίμονας υπ’ αριθμόν ένας-θεός-ξέρει, τις έπιασε και τις πέταξε στον κάδο σκουπιδιών. Δεν ήταν πως την επηρέαζε αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα που έμοιαζε με στραβοχυμένο λουκουμά, όμως δεν άντεχε να γνωρίζει πως βρίσκονται εκεί μέσα. Επέστρεψε στο ψυγείο και ξετρύπωσε ένα ξεχασμένο μήλο. Ο δαίμονας δεν είπε κάτι για αυτό, όμως συνέχισε να γελάει, σαν να γνώριζε ότι μέχρι το βράδυ, οι παλιές σοκολάτες θα είχαν αντικατασταθεί απο καινούριες και, αν δεν γινόταν αυτό, τότε η Ειρήνη θα είχε φροντίσει να χλαπακιάσει κάτι εξίσου ανθυγιεινό από κάποιο περίπτερο στο δρόμο. Και εκείνος θα το μάθαινε. Μπορεί οι δαίμονες να μην μοιράζονταν τα καθήκοντα τους, όμως σίγουρα κουτσομπόλευαν.
Μασουλώντας το μήλο με έναν ιδιαίτερα προσεκτικό τρόπο -δεν ήθελε να ακούσει σχόλια και για το πως τρώει-, άνοιξε το ντουλάπι πάνω από τον φούρνο και έβγαλε τον καφέ. Αφού ετοίμασε στα γρήγορα έναν φραπέ, μιας και δεν είχε χρόνο για κάτι άλλο, στράφηκε προς το τραπέζι για να πάρει το πακέτο με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα της. Όπως πάντα, ο δαίμονας των εξαρτήσεων ήταν εκεί και την κοιτούσε με το κιτρινισμένο βλέμμα του. Κι ως συνήθως, από τα αυτιά του έβγαιναν γκριζωποί στύλοι καπνού.
«Εγώ δε θα πιάσω την ψιλή κουβεντούλα, όπως κάνουν τα αδέρφια μου». Βραχνή φωνή, σαν σκουριασμένος μεντεσές. Κοφτά λόγια. «Αν συνεχίζεις να καπνίζεις σαν τσιμινιέρα, θα πεθάνεις. Αν κατεβάζεις κιόλας τους καφέδες σαν νερό, θα πεθάνεις ακόμη πιο γρήγορα».
Η Ειρήνη τον κοίταξε. Ήταν ο μόνος δαίμονας με τον οποίο ίσως και να μπορούσε να πιάσει μια φυσιολογική συζήτηση, υπό άλλες συνθήκες. Εκείνος ανταπέδωσε το βλέμμα. Έμοιαζε βασανισμένος, έτσι όπως καθόταν με το κεφάλι στηριγμένο στην παλάμη και τον αγκώνα του να ακουμπάει το τραπέζι. Αναστέναξε.
«Τουλάχιστον δεν πίνεις, αλλά κάτι μου λέει πως θα ξεκινούσες το ποτό με την ίδια ευκολία που υποκύπτεις στο τσιγάρο. Αν το κάνεις κι αυτό, τότε θα πρέπει να αναζητήσουμε έναν νέο σπιτονοικοκύρη».
«Μ-μα δε μου αρέσει το αλκοόλ». Ψιθυριστή, αβέβαιη διαμαρτυρία από μια φωνή που ακούστηκε τόσο ξένη.
Ο καταθλιπτικός δαίμονας-κάρβουνο αναστέναξε πάλι και γρύλισε σαν ετοιμοθάνατος λύκος.
«Ξέρεις ότι γνωρίζω πως έχεις ένα μπουκάλι ουίσκι κρυμμένο στο ντουλάπι κι ότι γνωρίζω πως είναι μισοάδειο, έτσι δεν είναι;»
Η Ειρήνη ξαφνιάστηκε. Το μπουκάλι με την ετικέτα Jack Daniels είχε διαγραφεί από τη μνήμη της, σχεδόν εξ’ ολοκλήρου. Μα τώρα το θυμόταν. Ήταν όντως εκεί. Πριν πόσο καιρό είχε πιεί την τελευταία γουλιά; Δύο μήνες πριν; Τρεις; Ίσως και…
«Μια εβδομάδα», είπε ο δαίμονας, απαντώντας στις σκέψεις της. Η Ειρήνη είχε ξεχάσει πως οι λεγάμενοι είχαν και αυτή την ικανότητα, παρόλο που ήταν από τα βασικότερα χαρακτηριστικά τους. «Την προηγούμενη Τρίτη, για την ακρίβεια και δεν ήταν μια απλή γουλιά. Μπούκωμα ήταν και όχι ένα, αλλά τέσσερα. Το θυμάσαι και εσύ».
«Εντάξει, ήπια μια φορά λίγο ουίσκι. Λυπάμαι, δεν…».
Στη θέση του δαίμονα που άτμιζε σαν χύτρα, μίλησε μια άλλη φωνή.
«Θα έρθεις να φύγουμε, επιτέλους; Έχεις καθυστερήσει είκοσι ολόκληρα λεπτά. Μήπως θες να σου βάλει ξανά τις φωνές εκείνος ο αλογομούρης προϊστάμενος που σε έχει βάλει στο μάτι; Την τελευταία φορά κόντεψες να απολυθείς επειδή ήσουν αρκετά χαζή να τυπώσεις τα χαρτιά που σου ζήτησε λάθος. Και εσύ γλίτωσες μόνο και μόνο επειδή τον κανάκεψες σαν χανούμισσα. Αυτή τη φορά όμως, δε θα είναι τόσο επιεικής. Θα σε πετάξει στο δρόμο σαν τρύπιο καναπέ και θα χρειαστεί να πουλήσεις όλα σου τα έπιπλα, μαζί με την ψυχή σου, για να μη λιμοκτονήσεις».
Ήταν ο δαίμονας με τη δυσκολότερη δουλειά. Κι ο πιο σκληρός. Είχε την υποχρέωση να την ακολουθεί ολημερίς και να σχολιάζει κάθε τι αρνητικό που κάνει. Φυσικά, για αυτόν ήταν λάθος ακόμη και ο τρόπος με τον οποίο περπατούσε, ή ο τρόπος με τον οποίο κοιτούσε έξω από το παράθυρο του λεωφορείου. Σχολίαζε τα πάντα και με τρόπο που προκαλούσε διαρροές στα βλέφαρα της. Εκείνη πάσχιζε να μη δακρύσει μπροστά σε εκείνον ή σε ξένους ανθρώπους, παρόλο που επέμενε να της ψιθυρίζει συνεχώς κάθε μικροσκοπικό της σφάλμα. Κάθε λάθος κουβέντα που ξεστόμιζε, κάθε ένοχη επιθυμία που είχε το θράσος να σκεφτεί. Αλλά αυτός ήξερε πότε τα μάτια της ήταν υγρά. Και ήταν πάντοτε εκεί για να χειροτερέψει τα πράγματα. Άλλοτε σαν ψυχρός ψίθυρος και άλλοτε σαν όμορφος άντρας με λινό, κοστούμι και δερμάτινο χαρτοφύλακα.
Εκείνη την ημέρα ήταν το δεύτερο, μα με το που βγήκαν από το σπίτι, μεταμορφώθηκε σε ένα αόρατο μυγάκι που έκανε κύκλους γύρω από το κεφάλι της.
«Ωραία μέρα σήμερα, δε νομίζεις;» της είπε, καθώς διέσχιζαν το δρόμο προς τη στάση λεωφορείου. Εκείνη δεν απάντησε. Είχε πολύ καιρό τώρα να χαρακτηρίσει μια οποιαδήποτε ημέρα όμορφη. Για εκείνη κάθε μέρα ήταν μια ακόμη αλυσίδα που βάραινε το κορμί της, όπως ακριβώς συνέβαινε και στον Μάρλεϊ, στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς. Κάθε μέρα και μια τιμωρία για τις αμαρτίες της, που ανάθεμα και αν ήξερε ποιές ήταν.
«Ω, για δες έναν όμορφο άντρα που στέκεται στη στάση».
Η Ειρήνη κοίταξε. Ήταν όντως πολύ όμορφος. Ψηλός, μελαχρινός και γυμνασμένος. Κοιτούσε τον ηλεκτρονικό πίνακα της στάσης όταν εκείνη τον είδε, μα γύρισε και της έριξε μια σύντομη ματιά. Το στομάχι της σφίχτηκε και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Το βλέμμα του κράτησε μόνο για μια στιγμή. Ύστερα γύρισε πάλι το κεφάλι και έκανε έναν μορφασμό αηδίας, λες και είχε δει ένα λασπωμένο γουρουνάκι να γλείφει ένα παιδί. Το γέλιο του δαίμονα ήταν δυνατότερο από κάθε άλλη φορά. Μια ακόμη υπενθύμιση ότι ήταν η πιο αποτυχημένη γυναίκα στον κόσμο.
Στο λεωφορείο εντόπισε μια κοπέλα που έμοιαζε με τον αντικατοπτρισμό της, από έναν μαγικό καθρέφτη. Εξωτερικά δεν έμοιαζαν καθόλου, μα αν κοιτούσες το θλιμμένο ύφος στα πρόσωπα τους θα νόμιζες πως είναι πορτραίτα ζωγραφισμένα από το ίδιο χέρι. Αντάλλαξαν μονάχα ένα βλέμμα, μα ήταν αρκετό για να δώσει στην Ειρήνη να καταλάβει πως και εκείνη κουβαλούσε έναν δαίμονα μαζί της. Ίσως να ήταν ορατός μόνο στα δικά της μάτια, όμως ήταν εκεί. Η Ειρήνη έβλεπε την ενοχή στις ίριδες της. Τον ίδιο πόνο που έκρυβε κι εκείνη πίσω από το θολό της βλέμμα. Σκέφτηκε να της μιλήσει. Να της πει ότι δεν ήταν μόνη, όμως κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο. Κατά πάσα πιθανότητα θα το γνώριζε ήδη και δεν θα βοηθούσε και πολύ αν της έδειχνε πως οι δαίμονες θα την καταντούσαν σαν τα μούτρα της.
«Σταμάτα να σκέφτεσαι, άχρηστο πλάσμα, και βγες έξω. Φτάσαμε. Ήρθε η ώρα να εγκαταλείψεις τις παλιοθεωρίες σου και να δουλέψεις. Εμπρός!»
Το βράδυ η Ειρήνη επέστρεψε στο σπίτι, με την ψυχή της καταπλακωμένη από το βάρος μιας ακόμη αλυσίδας. Οι δαίμονες ήταν εκεί. Ανάθεμα κι αν έλειπαν μια μέρα. Πήγε ως την κουζίνα, έφαγε ένα σάντουιτς χωρίς μαγιονέζα, για να μην προκαλέσει τον δαίμονα του ψυγείου και ύστερα πήγε στη τουαλέτα να πλυθεί, προτού φορέσει τις πιτζάμες της και πέσει για ύπνο.
Οι περισσότεροι δαίμονες την καληνύχτισαν και η Ειρήνη ένιωσε μια στιγμιαία ανακούφιση που τους ξεφορτώθηκε. Όμως η δουλειά τους δεν είχε τελειώσει εκεί. Τουλάχιστον, όχι ολονών.
Η Ειρήνη γύρισε πλευρό και τον αντίκρισε. Βρισκόταν ξαπλωμένος δίπλα της και την κοιτούσε με τα κατακόκκινα μάτια του, τα οποία έμοιζαν με μικροσκοπικές πύλες της κολάσεως. Η Ειρήνη χάθηκε μέσα τους. Δε μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Τους άλλους δαίμονες θα μπορούσε ενδεχομένως να τους αποφύγει αν δεν σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι, όμως εκείνος δε θα την άφηνε ποτέ σε ησυχία. Ήταν ο χειρότερος από όλους.
Κοιτάζοντας στο εσωτερικό των ματιών του, ένιωσε να χάνει την ύλη της. Να γίνεται πνεύμα και να τηλεμεταφέρεται στο πικρό της παρελθόν, για να ξαναζήσει κάθε άσχημη στιγμή της ζωής της από την αρχή. Δίχως να έχει την παραμικρή ευκαιρία να αλλάξει κάτι και δίχως να μπορεί να δραπετεύσει. Αυτός ήταν ο δαίμονας των περασμένων γεγονότων και, σε αντίθεση με τα αδέλφια του, ήταν γνωστός σε όλους τους ανθρώπους, καταθλιπτικούς και μη.
Νίκος Κατέχης
Tags: demons , depression , horror , short-story , sins , story , αμαρτίες , δαίμονες , διήγημα , κατάθλιψη , τρόμος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.