Ξημέρωσε. Η καταιγίδα έδωσε την θέση της σε ένα βροχερό πρωί με ομίχλη. Ο γιατρός προσπάθησε να καλέσει πίσω αλλά η γραμμή ήταν νεκρή. Είχε συγκρατήσει αυτό που η Βίκυ τού είχε φωνάξει ταραγμένη στο τηλέφωνο. Οπότε, με το που ο Αποστόλης ξύπνησε ο γιατρός τού πήγε λίγο καφέ.
«Ευχαριστώ, αλλά δεν μ’ αρέσει ο καφές».
«Είναι για το καλό της υγείας σας», επέμεινε ο γιατρός.
«Σας είπα πως όχι».
«Εντάξει». Ο γιατρός άφησε τον καφέ στην άκρη, αρκετά κοντά του σε περίπτωση που ο Αποστόλης άλλαζε γνώμη. «Θα το αφήσω εδώ. Καλύτερα να το πιείτε προτού κρυώσει».
«Επικοινωνήσατε πάλι με την σύντροφό μου;» τον ρώτησε, λίγο προτού ο γιατρός αποχωρήσει.
«Έκανα άλλη μια απόπειρα σήμερα στις οκτώ. Δε το σήκωνε κανείς».
«Θέλετε να μου πείτε τι ακριβώς ακούσατε;»
«Στην τελευταία κλήση;»
«Ναι».
«Παρόλο που υπήρχαν παρεμβάσεις λόγω της βροχόπτωσης, άκουσα ξεκάθαρα τις λέξεις ‘καφές’ και ‘λύση’». Η Βίκυ δεν είχε πει ποτέ την λέξη λύση. Απλώς ο γιατρός δεν ήθελε να αναστατώσει τον Αποστόλη. Αν άκουγε ότι του είπε ‘τα σκοτώνει’, όπως άκουσε ο γιατρός, μπορεί να τον ξαναέπιαναν κρίσεις πανικού.
«Νομίζω πως εννοούσε ότι ο καφές είναι η λύση στο πρόβλημα. Θα ήθελα να σας πω ότι εμπιστεύομαι τις υποψίες της συζύγου σας, γι’ αυτό εξάλλου σας έφερα ένα φλιτζάνι καφέ». Ο Αποστόλης φάνηκε σκεφτικός. Χωρίς να ρωτήσει τίποτα άλλο, άρχισε να πίνει αηδιασμένος τον καφέ.
Επίλογος
Ο γιατρός έκανε ένα τηλεφώνημα στο ΚΕΕΛΠΝΟ εξηγώντας την κατάσταση και το πόρισμα που έβγαλε από τον ασθενή του. Ο καφές ήταν πράγματι η λύση. Αργότερα στις εφημερίδες μπήκε άρθρο με τίτλο, «Ουρολόγος βρίσκει αιτία και λύση επιδημικού προβλήματος, σώζοντας εκατοντάδες ζωές!» Σε έναν άλλο τύπο εφημερίδας ο τίτλος έλεγε: «Φρίκη από ταινία τρόμου η ‘επιδημία’!» Έκανε πολλές αναφορές για το ζεύγος για εκείνη τη νύχτα. Είχε πει την ιστορία του και είχε πει και τη δικιά τους ιστορία. Δεν μπορούσε να πάρει όλα τα εύσημα για κάτι που οφειλόταν κυριολεκτικά σε εκείνο το ζευγάρι απλών πολιτών. Μπορεί πολύ αργότερα να έβρισκε κάποιος άλλος τη λύση στο πρόβλημα, αλλά εδώ επρόκειτο για ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Ο Αποστόλης δεν είχε καμιά επίσκεψη από την Βίκυ κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, πράγμα που τον είχε κάνει να βάλει τα κλάματα κάνα δυο φορές. Η Βίκυ δεν τα κατάφερε.
Όταν πήρε το εξιτήριό του τον διαπέρασε φόβος. Δεν ήταν καθόλου έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι και να ανακαλύψει την νεκρή γυναίκα του, πεσμένη σε κάποια σκοτεινή γωνιά με το στομάχι ανοιγμένο και τα έντερα να κρέμονται έξω. Αν έπαιρνε την επιβεβαίωση πως η Βίκυ ήταν νεκρή θα του ρήμαζε τα σωθικά, λες και οι σάλιαγκες δεν είχαν φύγει ποτέ από την κύστη του. Αλλά τώρα είχαν φύγει. Ήταν όλα τους νεκρά. Ψόφια. Περπάτησε μέσα στο ψιλόβροχο όταν το ταξί τον άφησε έξω από το σπίτι. Έμοιαζε εξαθλιωμένο. Το ίδιο και εκείνος. Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
«Βίκυ;»ρώτησε μόνος του.
Το σπίτι τού απάντησε με τη σιωπή. Ο Αποστόλης βημάτισε προς το χολ, περιμένοντας να ανακαλύψει το πτώμα της γυναίκας του. Κοντοστάθηκε στη μέση του διαδρόμου. Υπήρχε μια κηλίδα ξεραμένο αίμα στο πάτωμα και ο φόβος άρχισε να βαραίνει το στήθος του.
«Βίκυ; Είσαι εδώ μωρό μου;» ρώτησε πάλι μπαίνοντας στην κουζίνα. Στην άλλη άκρη της κουζίνας, η αυλόπορτα έτριζε καθώς πηγαινοερχόταν από τον άνεμο. Η κούπα της δεν βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και παρατήρησε πως στο πάτωμα δεν υπήρχαν πια τα κέρματα που είχε αφήσει, αλλά χώμα και κομμένο γρασίδι. Από δω μπορούσε επίσης να δει απέξω την πλαστική καρέκλα στον κήπο πεσμένη στο πλάι. Το μέρος έμοιαζε σαν να είχε περάσει σίφουνας. Έφερε το βλέμμα του ξανά προς το τραπέζι που συνήθιζαν να κάθονται κάθε πρωί και τότε το είδε. Για την ακρίβεια, είδε πίσω από το τραπέζι. Η Βίκυ ήταν κουρνιασμένη εκεί, κάτω από το νιπτήρα που φοβόταν να πλησιάσει, περικυκλωμένη από χάλκινα κατσαρόλια, κέρματα και ό,τι άλλο χάλκινο είχε βρει, πιθανότατα για να προστατεύσει τον εαυτό της. Η έκφραση τού προσώπου της την έκανε να μοιάζει κατατονική.
«Βίκυ!» φώναξε ρίχνοντας κάτω τα πράγματά του.
«Βίκυ, μωρό μου… μίλα μου… Θεέ μου! Απάντα!» Έτρεξε πάνω της και έπιασε το πρόσωπό της. Ήταν υγρό και παγωμένο. Τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στο κούτελό της και η μάσκαρα είχε τρέξει στα σκασμένα χείλη της. «Μίλα μου… πες κάτι, Βικούλα… Πες μου κάτι!» Η Βίκυ κούνησε ελαφρά το κεφάλι της, κατόπιν κάρφωσε τα γυάλινα μάτια της στα δικά του και το πρόσωπό της άλλαξε και ρυτίδωσε. Ήταν έτοιμη να πει κάτι. Άνοιξε το στόμα της και φώναξε με υστερίες:
«Τράβα να καλέσεις την υπηρεσία απεντόμωσης!» Ο Αποστόλης γέλασε με την ψυχή του.
«Για μια στιγμή νόμιζα… Χριστέ μου, έχω μια ανακούφιση τώρα… Δεν μπορώ να το πιστέψω, δόξα τω Θεώ, ζει-» Η Βίκυ τον άρπαξε και τον φίλησε.
«Σε αγαπώ…»
«Κι εγώ το ίδιο, Βίκυ. Σ’ αγαπώ όσο τίποτε άλλο…»
Και έτσι λοιπόν πέρασε άλλη μια σεζόν βροχοπτώσεων, άλλη μια σεζόν με το πλήγμα μεγαλύτερο από το περσινό, αλλά με ένα κέρδος τόσο ανεκτίμητο, όσο καμιάς άλλης καταστροφής.
Ο Αποστόλης και η Βίκυ παντρεύτηκαν λίγους μήνες αργότερα, παρόλο που η ζωή τους εξακολουθούσε να κυλάει το ίδιο ομαλά όπως και πριν, με το μόνο διαφορετικό η ιδέα πως είχαν σώσει κόσμο. Όσο οι δυο τους συνέχισαν το δρόμο τους πέρα από τον περιορισμό των λέξεων, πλέον σε κανέναν τα σαλιγκάρια και οι γυμνοσάλιαγκες δε θα φαίνονταν ποτέ ξανά το ίδιο.
ΤΕΛΟΣ
Βαγγέλης Ρούσσης
Tags: fantasy , horror , mystery , part4 , snails , storm , story , διήγημα , θύελλα , μυστήριο , σαλιγκάρια , τρόμος , φαντασία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.