Το νοσοκομείο στην οδό των Αγγέλων, ένα τσιμεντένιο ορθογώνιο κτίριο σε αποχρώσεις του γκρι και του λευκού, δεν ερχόταν σε μεγάλη αντίθεση με τα στοιχειωμένα όνειρα της Ουρανίας. Το Γενικό Νοσοκομείο της Καλής Ευσπλαχνίας, γνωστό και ως το Νοσοκομείο των Απεγνωσμένων, καταλάμβανε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο. Από μακριά μοιάζει περισσότερο με άσυλο παρά με νοσοκομείο, σκέφτηκε η Ουρανία σμίγοντας τα βαριά μαύρα φρύδια της δημιουργώντας μια βαθιά ρυτιδιασμένη γραμμή ανάμεσα στα μάτια της. Η ρυτίδα καθώς χαράκωνε το δέρμα της, διαιρούνταν σε δύο μικρότερες γραμμές που αγκάλιαζαν τη κορυφή των φρυδιών της δίνοντας την αίσθηση της αιώνας έκπληξης σε συνδυασμό με μια κρυμμένη οργή. Σαν ποτάμι που χάρασσε ανεξερεύνητα και μαγεμένα μέρη, η ρυτίδα έφερε στα βάθη της όλη τη γνώση και τον πόνο του κόσμου τούτου αλλά ίσως και κάποιου άλλου, κρυμμένου από τα κοινά μάτια.
Και πώς μοιάζει ένα άσυλο δηλαδή, σκέφτηκε η Ουρανία και έφερε τα φρύδια της ακόμα πιο κοντά το ένα στο άλλο. Ενοχλημένη απ’ την ίδια της τη προκατάληψη μετακίνησε το χέρι της άκομψα γύρω από το πρόσωπό της, σα να προσπαθούσε να διώξει μια ενοχλητική μύγα. Οφείλω να γνωρίζω καλύτερα απ’ το να σκέφτομαι έτσι, μουρμούρισε και έσφιξε τη τσάντα της σε μια προσπάθεια να σταθεί όρθια καθώς ο ίλιγγος είχε ήδη αρχίσει να της γαργαλάει τα δάχτυλα των ποδιών και να ανέρχεται προς τα πάνω, πάνω στη κοιλιά για να έρθει να κάτσει μέσα στο στομάχι της, ένας απρόσκλητος επισκέπτης σε τούτη την απόκοσμη ώρα.
Η τσάντα της, παλιά, καφέ και δερμάτινη, έφερε χρυσά κουμπιά και πολλαπλές γρατζουνιές από νύχια γάτας. Η Ουρανία δεν είχε ποτέ της γάτα, ή οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο και η τσάντα δεν ήταν πάντα δική της. Κάποτε άνηκε σε μία γηραιά κυρία, στη συγχωρεμένη γιαγιά της, της οποίας έφερε και το όνομα. Η συγκεκριμένη τσάντα δεν ήταν κάτι το οποίο θα είχε μια νέα γυναίκα τριάντα πέντε χρόνων, αλλά την Ουρανία δεν την ενδιέφερε η μόδα, ή τα αξεσουάρ ή οι σωστοί συνδυασμοί ρούχων. Της άρεσε να φοράει χρωματιστά ρούχα σε ποικίλα φλοράλ μοτίβα και πλαστικά σανδάλια, χειμώνα – καλοκαίρι. Η ύπαρξή της, πολύχρωμη, κοντούλα και στρογγυλή, έμοιαζε σα σημαδούρα που επέπλεε σε τούτη την άχρωμη και αδιάφορη πόλη οδηγώντας τις ψυχές προς το φως, ή τουλάχιστον σε ένα κάποιο φως, μιας και η ίδια δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς συνέβαινε στην απέναντι όχθη του ποταμού Αχέροντα. Μέσω των εμπειριών της όλα αυτά τα χρόνια, είχε διαμορφώσει μια ιδέα, αλλά η ιδέα ήταν φρικτή, σαν υγρή καιόμενη πίσσα, και την κράταγε για τον εαυτό της. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για αυτά τα πράγματα.
Μπροστά από την είσοδο του νοσοκομείου σταμάτησε να χτενίσει τα μαλλιά της. Το ψυχρό αεράκι είχε εξελιχθεί σε άνεμο, η ένταση του οποίου όλο και δυνάμωνε, ενώ μαύρα σύννεφα, έτοιμα για βροχή, είχαν ήδη σχηματιστεί πάνω από το νοσοκομείο. Πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα κοντά και σγουρά μαλλιά της γνωρίζοντας ότι δε μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο για να δείχνει πιο ευπαρουσίαστη. Έκλεισε τα μάτια της και άρχισε να μετράει τις αναπνοές της αγνοώντας τη μπόρα που μαινόταν πάνω από το κεφάλι της. Έπρεπε να είναι απόλυτα ήρεμη πριν περάσει την είσοδο του νοσοκομείου. Γύρω της επικρατούσε μια αφύσικη απουσία ζωής καθώς το πνεύμα της έψαχνε εσωτερική γαλήνη κάπου πάνω από τα σκοτεινά σύννεφα που κρέμονταν από πάνω της ωσάν νεκρά κοράκια, κακός οιωνός, προάγγελοι μιζέριας.
Ήταν τα μέσα ενός ζεστού καλοκαιριού αλλά μόλις έστριψε προς την οδό των Αγγέλων, ήταν σαν να εισερχόταν σε ένα διαφορετικό φάσμα πραγματικότητας. Το οποίο κατά μία έννοια έτσι ήταν όντως. Με τα μάτια της ερμητικά κλειστά άνοιξε τη τσάντα της και με το αριστερό της χέρι άρχισε να ψάχνει ό,τι κουβάλαγε μαζί της. Ένα, ένα τα αντικείμενα εμφανίζονταν μπροστά στα δάχτυλά της με τα οικεία τους σχήματα και την αίσθηση αφής που άφηναν πίσω τους. Σιγά, σιγά ένιωθε όλο και πιο ασφαλής. Εδώ ήταν το γυάλινο βαζάκι με το θαλασσινό αλάτι, ειδική παραγγελία από τα Στενά του Βοσπόρου. Εδώ ήταν το μικρό ξύλινο κουτί, λαξευμένο με σύμβολα προστασίας κάποια εκατοντάδες χρόνια πριν από έναν Ιθαγενή Αμερικανό σαμάνο από τη περιοχή του Encontro das Águas, εκεί που τα μαύρα νερά του ποταμού Ρίο Νέγκρο συναντώνται με τα λευκά νερά του Αμαζόνιου. Μέσα στο κουτί βρίσκονταν τα ιερά σπίρτα από την Ιερουσαλήμ που έδιναν ζωή σε φωτιά που προερχόταν από την ίδια πηγή με την Ιερή Φλόγα των Χριστιανών. Και τέλος, με τα δάχτυλά της έπιασε το πλαστικό διάφανο σακουλάκι, ίδιο με αυτό που χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για να φυλάξουν τα λαχανικά φρέσκα στο ψυγείο, μέσα στο οποίο ήταν το Κερί, βαθύ κόκκινο στο χρώμα του αίματος. Το Κερί το έπλαθε κάθε φορά η ίδια η Ουρανία πάνω σε σταυροδρόμι και υπό το φως της πανσελήνου. Έψελνε λέξεις ευλογημένες, γεμάτες από τη δική τους, μοναδική αιθέρια ουσία, λέξεις που ωστόσο απαιτούσαν πάντα κάποιου είδους προσωπική θυσία. Το Κερί ήταν τόσο ζωτικής σημασίας όσο και ο αέρας που ανέπνεε.
Άνοιξε τα μάτια της, δύο υγρά καρύδια, και οπλισμένη με τη γνώση, την εμπειρία και την πεποίθηση ότι είναι πιο δυνατή από αυτό που την περίμενε, πέρασε την είσοδο του νοσοκομείου. Αυτό που πρώτα παρατήρησε ήταν τα φυτά στις μεγάλες κεραμικές γλάστρες στα αριστερά της. Τα φυτά ήταν ξερά, νεκρά και ξεχασμένα σαν παλιούς πίνακες παρατημένους στο υπόγειο. Θα είναι πιο δύσκολο από ό,τι υποπτευόμουν, σκέφτηκε και ήταν πολύ προσεκτική στο να μην ακουμπήσει τα ξερά φύλλα. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι παρατηρούσε τα νεκρά φυτά για περισσότερη ώρα απ’ ότι θα έκανε ένας οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος, μέχρι που άκουσε τη φωνή μιας νοσηλεύτριας πίσω από το τζάμι του θαλάμου υποδοχής.
«Όλα εντάξει; Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησε η νοσηλεύτρια με φωνή σα γάργαρο νερό και δέρμα γυαλιστερό το οποίο κάτω από τη ροζ στολή της έμοιαζε να χρυσίζει. Η Ουρανία απάντησε με μια καθυστέρηση μερικών δευτερολέπτων καθώς πάλευε να βρει τις κατάλληλες λέξεις να μιλήσει. Δάγκωσε το κάτω χείλος της τόσο που μάτωσε. «Θεέ και Κύριε» φώναξε η νοσηλεύτρια και έτρεξε να φέρει βαμβάκι και αντισηπτικό. Η Ουρανία ήθελε να τη ρωτήσει σε ποιο θεό συγκεκριμένα αναφερόταν, αλλά δεν ήταν η ώρα για τέτοιου είδους συζητήσεις ειδικά με ό,τι συνέβαινε πάνω από τα κεφάλια τους, στον πρώτο όροφο.
«Πρέπει να πάω πάνω» κατάφερε να πει η Ουρανία ύστερα από λίγο στη νοσηλεύτρια ενώ εκείνη της καθάριζε το αίμα από τα χείλη της. «Κάτσε ακίνητη» της είπε εκείνη, με μια μητρική αυταρχικότητα στην οποία η Ουρανία δεν ήταν συνηθισμένη. Υπάκουσε ωστόσο και μετά από λίγο είπε η νοσηλεύτρια με συγκαταβατικό τόνο «που ακριβώς πάνω θες να πας γλυκιά μου;» Η Ουρανία ήξερε καλά αυτόν τον τόνο, ερχόταν αντιμέτωπη με αυτό όλη της τη ζωή. «Πάνω, στο πρώτο όροφο» είπε και τα φρύδια της κινήθηκαν ωσάν φίδια. «Είσαι σίγουρη ότι θες να πας στον πρώτο όροφο; Τι δουλειά έχεις εκεί;» τη ρώτησε. Η Ουρανία ήταν προετοιμασμένη για τέτοιου είδους ερωτήσεις, ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξεφύγει λέγοντας ότι έψαχνε κάποιον ασθενή ή γιατρό. «Είμαι ζωγράφος και το παράθυρο στην ανατολική πτέρυγα έχει το κατάλληλο φως αυτήν την ώρα» είπε. Η νοσηλεύτρια την κοίταξε με δυσπιστία, σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος της. «Αν είσαι ζωγράφος που είναι τα πινέλα σου και ο καμβάς σου;» ρώτησε. Η Ουρανία δεν ήξερε πώς να απαντήσει ενώ ταυτόχρονα είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της. Δεν είχε χρόνο για τέτοιες ασυναρτησίες. Δεν το πίστευε όταν άκουσε τον εαυτό την να λέει «ζωγραφίζω με το πνεύμα» και με μια κίνηση γύρισε τη πλάτη της και κινήθηκε προς τις σκάλες.
Καθώς η Ουρανία ανέβαινε τις σκάλες προς τον πρώτο όροφο, συνειδητοποίησε πόσο ενοχλητική ήταν η ησυχία γύρω της. Πέρα από την ίδια, το μόνο ζωντανό πλάσμα που είχε δει από την ώρα που μπήκε στο νοσοκομείο, ήταν η νοσηλεύτρια η οποία δε φάνηκε ιδιαίτερα προβληματισμένη με το γεγονός ότι δουλεύει σε ένα άδειο νοσοκομείο. Η Νεκρική Σφαίρα μεγαλώνει και δυναμώνει σε ισχύ, σκέφτηκε. Και επίσης κάτι δε πήγαινε καθόλου καλά με τη νοσηλεύτρια αλλά η Ουρανία δε μπορούσε να πει τι ακριβώς ήταν αυτός ο ψυχικός θόρυβος που βούιζε στ’ αυτιά της. Θα ασχοληθώ μαζί της αργότερα, σκέφτηκε και αντίκρισε τον εγκαταλελειμμένο διάδρομο του πρώτου ορόφου.
Όλα ήταν ακριβώς όπως τα είχε ονειρευτεί. Οι κλειστές πόρτες, οι άδειες καρέκλες, ο ανελκυστήρας που δε σταμάταγε πια σε αυτόν το όροφο, τα εγκαταλελειμμένα φορεία λεκιασμένα με αίμα και άλλα σωματικά υγρά, μια παλιά εφημερίδα στο πάτωμα, ένα σύστημα ορού παρατημένο με εφαρμοσμένη ακόμα την χρησιμοποιημένη βελόνα, η λιωμένη σοκολάτα στο κάδο απορριμμάτων, τα φώτα που αναβόσβηναν στο δωμάτιο με την ανοιχτή τη πόρτα. Οι απουσίες ήταν τόσο έντονες σα να ήταν παρουσίες και η Ουρανία έπιασε μέσα απ’ τη τσάντα της το βαζάκι με το αλάτι. Ήθελε να νιώσει σίγουρη, ότι ήταν έτοιμη σε περίπτωση που κάτι συνέβαινε πριν προλάβει να μπει στο δωμάτιο με την ανοιχτή πόρτα.
Είχαν περάσει μόλις δέκα μήνες και δώδεκα ημέρες από τη νύχτα εκείνη που συνέβη το ατύχημα. Όλος ο πρώτος όροφος είχε λουστεί στις φλόγες και δώδεκα άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, συμπεριλαμβανομένων και μικρών παιδιών. Η Ουρανία, που μπορούσε τώρα να μυρίσει καμένο δέρμα πιο έντονα απ’ ότι όταν πέρασε την είσοδο του νοσοκομείου, αγαπούσε τα μικρά παιδιά, αρκεί να ήταν ζωντανά. Τα πεθαμένα, όχι και τόσο. Τα νεκρά παιδιά στη πλειοψηφία τους βρίσκονταν σε μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ότι οι ενήλικες και ένα μπερδεμένο νεκρό παιδί ήταν, συνήθως, ένα θυμωμένο νεκρό παιδί. Και όταν βρίσκονταν μαζεμένα σε συγκεκριμένο χώρο, τότε τα πράγματα μπορούσαν να πάρουν ανεξέλεγκτη τροπή, καθώς η ψυχολογία του όχλου μπορούσε να εφαρμοστεί με ακρίβεια και στους νεκρούς. Μία ομάδα από θυμωμένα παιδιά που έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και τη ρουτίνα τους ήταν δύσκολο να τα χειριστεί μόνη της, και καμιά φορά μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι επικίνδυνο για τη σωματική της ή την ψυχική της ακεραιότητα.
Η Ουρανία μπήκε στο δωμάτιο με την ανοιχτή τη πόρτα και τα φώτα που αναβόσβηναν χωρίς δεύτερη σκέψη, Δεν ήξερε τι να περιμένει μέσα στο δωμάτιο καθώς το όνειρό της σταμάταγε εδώ. Το δωμάτιο εξυπηρετούσε κάποτε ως παιδότοπος για μικρά παιδιά και νήπια που είτε ήταν άρρωστα τα ίδια, είτε οι γονείς τους. Ξεροκατάπιε το σάλιο της και ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει. Με το αλάτι από τον Βόσπορο δημιούργησε ένα προστατευτικό κύκλο γύρω της και γονάτισε. Έβγαλε απ’ τη τσάντα της το ξύλινο κουτί με τα ιερά σπίρτα και το Κερί. Με σταθερό χέρι πήρε τα σπίρτα, άναψε το Κερί και έπειτα περίμενε με τα μάτια κλειστά κρατώντας το Κερί ανάμεσα στα χέρια της. Ένιωσε ένα ψυχρό αεράκι χαμηλά στον αυχένα, ενώ έξω μαινόταν σφοδρή καταιγίδα. Ένα άγγιγμα απαλό σαν άγγιγμα φτερού στα σγουρά μαλλιά της, ένα γέλιο πονηρό και παιχνιδιάρικο ακούστηκε απ’ το διάδρομο, βαριά βήματα που ανέβαιναν τη σκάλα. Η Ουρανία άνοιξε τα μάτια της. Η εφημερίδα που είχε δει πριν λίγο στο πάτωμα του διαδρόμου έξω από το δωμάτιο, τώρα ήταν ιπτάμενο καραβάκι, τώρα αεροπλανάκι, τώρα άλλαζε σχήματα συνεχώς μπρος τα μάτια της.
«Ο υ ρ α ν ί α α α α α» ένας ψίθυρος, μια αδέσποτη μουσική νότα, ένα ξεχασμένο τραγούδι, μια χορωδία μικρών παιδιών με τις φωνές τους παγιδευμένες ανάμεσα σε τούτος τους τοίχους. Η Ουρανία δεν απάντησε. Αντίθετα ψέλλισε συγκεκριμένη προσευχή, λέξεις που δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν από απαίδευτο στόμα και που ποτέ κανένας ζωντανός δεν έπρεπε να ακούσει. Όσο ψέλλιζε την προσευχή τα σώματα των παιδιών αποκτούσαν υπόσταση και μαζεύονταν τώρα γύρω της. Ο κύκλος από αλάτι την προστάτευε από τα μικρά τους δάχτυλα όπως τα τέντωναν με μια απύθμενη λαχτάρα, στη προσπάθεια τους να την ακουμπήσουν. Τα μικρά τους σώματα ήταν από στάχτη και σκόνη και η έντονη μυρωδιά λιωμένου μετάλλου και σάπιου αυγού κυριάρχησε στο χώρο, επιβαρύνοντας κάθε ανάσα. Οι πνεύμονες της Ουρανίας σαν από χάλυβα, έσπρωχναν τα πλευρά και τους μύες με βία, ανέπνεε τώρα με πόνο και έντονη δυσκολία.
Ήξερε ότι έπρεπε να είναι προσεχτική τώρα, να μη ξεχάσει τα λόγια, να μη διστάσει να τα πει, να μη μπερδέψει τις λέξεις όσο πολύπλοκη και να ήταν η προσευχή. Συγκεντρώθηκε στο ρυθμό των λέξεων προσπαθώντας να αγνοήσει τον αποπνικτικό αέρα, τα ιπτάμενα αντικείμενα, τις κραυγές και τις παρακλήσεις, τις αιχμηρές απειλές, το τρεμάμενο πάτωμα. Έπρεπε να ολοκληρώσει και τους Εφτά Κύκλους της προσευχής για να μπορέσουν οι παιδικές ψυχές να βρουν τον δρόμο τους προς το Ευρύτερο Σύμπαν και έπειτα προς στη Κρίση, αντίστοιχα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του καθενός όντας εν ζωή.
Δυστυχώς με τις παιδικές ψυχές τα πράγματα δεν ήταν ξεκάθαρα σχετικά με τη διαδικασία της Κρίσης καθώς ήταν πολύ μικρά για να ξέρουν σε τι πιστεύουν. Η Ουρανία δεν ήταν εκεί όμως για να ασκήσει κριτική στη διαδικασία που ακολουθούσε η άλλη πλευρά, πέρα από το Νήμα που χώριζε τον κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των νεκρών. Η δουλειά της ήταν να εξασφαλίζει ότι το Νήμα παρέμενε ακέραιο και ότι οι νεκροί έβρισκαν το δρόμο τους προς αυτό. Διότι τι μεγάλη θλίψη θα επικρατούσε στο κόσμο αν οι δύο πλευρές, οι δύο αυτές πραγματικότητες ενώνονταν και γίνονταν ένα;
Φτάνοντας στον Έβδομο Κύκλο της προσευχής, και παρόλο που είχε τα μάτια της κλειστά ήξερε ότι τα παιδικά τους χαρακτηριστικά σιγά, σιγά εξαφανίζονταν για να περάσουν σ’ έναν κόσμο άλλον, πέρα απ’ αυτόν. Οι ανάσες της ήταν κοφτές και κρύος ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπό της. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο είχε πέσει δραματικά και τα τζάμια έτριζαν επικίνδυνα απ’ τη θύελλα που επικρατούσε έξω. Η φλόγα στο Κερί αργοπέθαινε και η Ουρανία ήθελε να πει στον εαυτό της, λίγο ακόμα, λίγο ακόμα και όλα θα τελειώσουν, αλλά με τις τελευταίες λέξεις του Έβδομου Κύκλου έχασε όποιο ίχνος δύναμης της είχε απομείνει.
Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε ότι είχε λιποθυμήσει και ότι η μισή κειτόταν έξω από τον κύκλο από αλάτι. Από τα παράθυρα συνειδητοποίησε ότι είχε πέσει ήδη η νύχτα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε δίπλα της στο πάτωμα, ήταν μια ροζ στολή νοσηλεύτριας.
Tags: Abstract , Asylum , dark , ghost , weird , αλλόκοτο , Άσυλο , διήγημα , Θρησκεία , Νοσηλεύτρια , Παιδί , Σκοτεινό , τρόμος , Φάντασμα , Φαντάσματα , ψυχές , Ψυχή
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.