Ο Παράλυτος

Ένας ψυχίατρος δέχεται μία απρόσμενη επίσκεψη. Γίνεται ένας παράλυτος να καταφέρει να περπατήσει;

Όντας γιατρός και -γενικότερα- καλλιεργημένος πνευματικά άνθρωπος έχω σφυρηλατήσει μια διανοητική ασπίδα ενάντια σε κάθε είδους δεισιδαιμονία που εναντιώνεται στους φυσικούς νόμους. Έχοντας δαπανήσει έτη μελέτης στο αντικείμενο της ψυχιατρικής, αισθάνομαι ότι έχω κατακτήσει τη δύναμη να μπορώ να διαγνώσω οποιουδήποτε είδους ψυχική ασθένεια μέσα από μια απλή μελέτη του ασθενούς, δίχως να παραστρατώ από τις τεχνικές στις οποίες έχω ειδικευτεί. Και -όχι να το παινευτώ- αλλά η οξυδέρκειά μου δε θα επέτρεπε ποτέ στο λογικό μου να παραλύσει· ούτε καν προσωρινά. Αυτό το παραπάνω είναι που καθιστά την ιστορία που θα σας διηγηθώ ακόμη περισσότερο ανεξήγητη και φρικιαστική.

Ήταν ένα Δευτεριάτικο απόγευμα του Οκτώβρη του 2015 και, όπως και κάθε άλλη Δευτέρα, βρισκόμουν στο ιδιωτικό μου ιατρείο. Το μπεζ χρώμα των τοίχων του γραφείου μου ήταν ακόμη πιο μουντό και από την διάθεση μου εκείνη τη μέρα. Ακόμη και για εμάς που αγαπάμε το επάγγελμα μας, η επιστροφή στην καθημερινή εργασία μετά από μια ξέγνοιαστη Κυριακή είναι ένα ποτό θανατηφόρο για τη διάθεση του επαγγελματία όπως είναι το αρσενικό για τη ζωή ενός ανθρώπου. Και πόσο μάλλον όταν η βροχή είναι ασταμάτητη και ο ήλιος απουσιάζει πεισματικά από τον ουρανό. Παρόλα αυτά, έτυχε να έχει επισκεφθεί μόλις ένας ασθενής το ιατρείο μου μέχρι εκείνη την ώρα- γεγονός παράδοξο αφού η φήμη μου στον ιατρικό κύκλο με έχει προικίσει με ένα μεγάλο αριθμό ασθενών. Έτσι, αναπαυόμουν στο μαξιλάρι της ανατομικής καρέκλας του γραφείο μου ατενίζοντας τη νυχτερινή φρουρά του Ρέμπραντ.

Τη βαρυθυμία μου ήλθε να διακόψει ένα τηλεφώνημα. Η γραμματέας μου με ειδοποιούσε ότι ένας «εκτός προγράμματος» νεαρός είχε έρθει με την μητέρα του και ήθελε να με δει. Αν και σπανίως δέχομαι ασθενείς δίχως προκαθορισμένη συνάντηση, επέλεξα να εξετάσω τον νεαρό- ίσως και για να διασκεδάσω τον εαυτό μου. Αργότερα, όμως, θα ευχόμουν να είχα πράξει ως συνήθως και να μην είχα βιώσει όσα θα επακολουθούσαν. Τα τακούνια της γραμματέας μου ακούστηκαν από το άλλο δωμάτιο και έπειτα ακολούθησε ένας ήχος από τροχούς. Υπέθεσα, δίχως να λαθέψω, ότι ένας άνθρωπος σε αναπηρικό καροτσάκι διέσχιζε την αίθουσα αναμονής. Ξαφνικά, ο ήχος από τις ρόδες άρχισε να αυξάνεται σε ένταση ενώ τα τακούνια δημιουργούσαν μια άθλια μελωδία. Έμοιαζε σαν να παραπατούσε η γραμματέας μου αλλά όλα αυτά έχουν πενιχρή σημασία για το γεγονός που θα ακολουθούσε. Ένα διπλό χτύπημα στη ξύλινη πόρτα και, προτού προλάβω να αρθρώσω λέξη, η πόρτα ήταν ανοιχτή.

Ένας νεαρός βρισκόταν καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι ενώ πίσω του στεκόταν μια μεσήλικας. Έπραξα όπως συνηθίζω και ζήτησα να δω μοναχό του τον ασθενή, δίχως τη μητέρα του. Αυτό ήταν κάτι για το οποίο μετανιώνω μέχρι και αυτή τη στιγμή. Η καταραμένη μου επιστημοσύνη μου είχε μονιμοποιήσει αυτή τη πρακτική, να μην επιτρέπω δηλαδή σε τρίτους να βρίσκονται μεταξύ εμού και του ασθενούς- κυρίως για να αποφεύγω τις ανόητες παρατηρήσεις και τους ενίοτε λυγμούς και συναισθηματικούς φορτισμούς τους. ‘Ετσι, ήμασταν μόνοι οι δύο άντρες στο γραφείο μου. Απέναντι μου με παρατηρούσε ένα εικοσάχρονος με μακριά ίσια μαλλιά και μπορντό πυτζάμες. Η αμφίεση του μου προξένησε ένα στιγμιαίο ειρωνικό γέλιο στο οποίο φάνηκε να μην αντιδρά ο νέος. Πίσω από τα μαύρα κοκάλινα γυαλιά του, δύο εντυπωσιακά γαλάζια μάτια ήταν καρφωμένα πλέον στο πρόσωπό μου.
Ετοιμαζόμουν να προβώ στις πρώτες αναγνωριστικές ερωτήσεις μα ο νεαρός με πρόλαβε αρχίζοντας έναν ανατριχιαστικό μονόλογο:

«Δεν έχω έρθει εδώ για βοήθεια. Ξέρω ότι κανείς δε μπορεί να εναντιωθεί σε τέτοια απόκοσμα όντα. Απλά θέλω να μιλήσω. Δεν έχω χάσει τα λογικά μου γιατρέ. Πιστέψτε με! Έχω όμως νιώσει και δει πολλά.»

Η σχεδόν ψιθυριστή φωνή του είχε κιόλας αρχίζει να κυριεύει επικίνδυνα το νου μου. Ένιωθα ήδη κάτι να με στοιχειώνει δίχως να έχω ακούσει ούτε δει τα φοβερά που θα ακολουθούσαν. Εγώ, όποτε άκουγα για «μυστηριώδη όντα» και τα συναφή, πάντα αδιαφορούσα πεισματικά. Όμως αυτή τη φορά, ακόμη και τέτοιου είδους εκφράσεις ήταν ικανές να με καθηλώσουν. Ο ασθενής μου με κοιτούσε με τα χέρια του να μοιάζουν μουδιασμένα. Συνέχισε να μιλάει ανεβάζοντας ελάχιστα τον τόνο της φωνής του:

«Όπως βλέπετε δεν μπορώ να περπατήσω. Αυτό είναι εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχαμε με το οικογενειακό μας αυτοκίνητο πριν δέκα χρόνια, όταν ήμουν μόλις εννέα χρονών. Εκείνη τη μέρα έχασα και τον πατέρα μου, τον Ανδρέα. Εγώ και η μητέρα μου επιβιώσαμε από το δυστύχημα. Μα ακόμη εύχομαι να είχα φύγει μαζί του και εγώ τότε. Βέβαια ο πατέρας μου αρνήθηκε να με αφήσει.»

Τότε, ο νεαρός με το γεμάτο σημάδια από την νόσο της εφηβείας πρόσωπο θα άκουγε για πρώτη και τελευταία φορά τη φωνή μου εκείνο το απόγευμα. Μάλιστα, δε ξέρω αν την άκουσε κιόλας γιατί καθώς άρχισε να εξιστορεί τα γεγονότα, έμοιαζε να είναι υπό την επήρεια μιας έντονης συναισθηματικής μέθης. Με σχεδόν τρεμάμενη φωνή εξέφρασα την απορία μου προτού συνεχίσει το μονόλογο του:

«Τι εννοείς;»

«Πάντοτε ένιωθα ότι το πνεύμα του πατέρα μου ήταν μαζί μου. Σε κάθε μου βήμα, σε κάθε μου κίνηση. Με τον πατέρα μου είχαμε το ίδιο όνομα λόγω μίας ανεξήγητης παράδοσης που κυριαρχεί στην οικογένειά μας και η οποία δεν με πολυαπασχολεί κιόλας. Όμως μέχρι και αυτό, το ότι έχουμε το ίδιο όνομα, με κάνει να αισθάνομαι τόσο κοντά του ώστε να τον νιώθω συνεχώς δίπλα μου. Κανείς δεν με πιστεύει ούτε η καημένη η μάνα μου όταν λέω ότι ο πατέρας μου μιλάει συχνά σε εμένα. Σε όποιον φίλο μου εμπιστεύθηκα κάποια από τις μεταθανάτιες επαφές του πατέρα μου μαζί μου, με πέρασε για τρελό και απομακρύνθηκε από κοντά μου. Δεν κατηγορώ κανέναν όμως. Από πολύ νωρίς, μάλιστα, είχα διαπιστώσει ότι τα χαρίσματα και οι ικανότητές μου ήταν σχεδόν απαγορευτικές για τις επαφές μου με τους «κοινούς θνητούς», όπως λέμε. Και ένιωθα υπερηφάνεια κιόλας στην αρχή. Ο πατέρας μου με επισκεπτόταν και μου έλεγε πόσο ανέμενε να ξαναπαίξουμε ποδόσφαιρο μαζί μόλις γινόμουν καλά και στεκόμουν στα πόδια μου. Του έλεγα πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο μα εκείνος επέμενε. Ήταν πάντα ντυμένος με το λευκό του κουστούμι που τόσο αγαπούσε. Μα μια νύχτα ήρθε ντυμένος διαφορετικά και από τότε σταμάτησα να καμαρώνω για τις επαφές μου με τον πατέρα. Αντίθετα, πλέον είχα αρχίσει να φοβάμαι πως η ζωή μου κινδύνευε.»

Ο λόγος του νεαρού με είχε καθηλώσει. Το λεξιλόγιό του αναδείκνυε ένα νέο ο οποίος είχε εντριφήσει ως ένα βαθμό στα γράμματα. Όμως τα λόγια του δε θα μπορούσαν να αποδωθούν παρά σε ένα άτομο με διαταραγμένη ψυχολογία και νου. Κάθε φορά που ανέφερε τη λέξη «πατέρας» μια περίεργη λάμψη κάλυπτε το πρόσωπό του. Ήταν σχεδόν προφανές για μένα τότε -παρά τη σύγχυση που μου είχε προκαλέσει η παρουσία του- ότι επρόκειτο απλώς για ένα παραλήρημα ενός πληγωμένου συναισθηματικά εφήβου. Όμως εκείνο το απόγευμα έμελλε να αλλάξει τη ζωή και την κοσμοθεωρία μου δίχως να το θελήσω. Ο νεαρός συνέχισε να μιλάει με το πρόσωπο του να είχε αρχίσει να εκφράζει έναν πρωτόγονο φόβο:

«Ήταν ακριβώς ένα μήνα πριν όταν ο διαφορετικός πατέρας μου με επισκέφτηκε. Αυτή τη νύχτα θα τη θυμάμαι για πάντα και ελπίζω να σας τη διηγηθώ όπως ακριβώς συνέβη. Ήμουν ξαπλωμένος ως συνήθως στο κρεβάτι μου. Ο πατέρας μου συνήθιζε να εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά από το γραφείο μου. Πάντα με το λευκό του ντύσιμο όπως προανέφερα. Όμως εκείνο το βράδυ όλα ήταν ξένα και σκοτεινά.»

Η τελευταία λέξη προφέρθηκε έντονα από το νεαρό με τον ειρμό του λόγου του να μη μου επιτρέπει να τον διακόψω σε καμία από τις γεμάτες ερωτήματα αναφορές του.

«Μέσα από την ανοιχτή πόρτα που οδηγεί στο σαλόνι, αναδύθηκε κάτι σαν καπνός. Προσπάθησα να φωνάξω τη μητέρα μου αλλά ένιωσα κάτι να πνίγει το λαιμό μου. Ο καπνός γινόταν ολοένα πυκνότερος και σχημάτισε μια άσχημη μαύρη μάζα που κινούταν γύρω στο δωμάτιο. Σκέφτηκα να καθαρίσω τα γυαλιά μου αφού νόμιζα ότι είχα παραισθήσεις αλλά όλο μου το σώμα έμοιαζε να χει παραλύσει. Ξαφνικά η σκιά ακινητοποιήθηκε δίπλα από το κρεβάτι μου. Από τη σκιά ξεπρόβαλλε το πρόσωπο του πατέρα μου. Το σώμα του είχε αντικατασταθεί από τη σκιά, τα μάτια του είχαν αποκτήσει μια τρομακτική σπιρτάδα ενώ οι κόρες του έμοιαζαν κίτρινες. Το πρόσωπο του φάνηκε να χαμογελά, όμως, σύντομα το χαμόγελο αντικαταστάθηκε από ένα υποχθόνιο μειδίαμα. Αντρέα αγόρι μου δεν πρόκειται να περπατήσεις ποτέ ξανά.»

Ο τρόπος που μιμήθηκε τον πατέρα του ήταν τουλάχιστον ανατριχιαστικός. Ίσως η λέξη «απόκοσμος»να ήταν ένας πιο αντιπροσωπευτικός χαρακτηρισμός για αυτό που έβλεπα, άκουγα και, κυρίως, ένιωθα απέναντι μου. Έμοιαζε να υπερλειτουργεί ο οργανισμός του νεαρού με τις φλέβες στο μέτωπο του να ξεπροβάλλουν έντονα.

«Μόνο αν ακούσεις εμένα θα μπορέσεις να ξαναπερπατήσεις. Εμένα Αντρέα, τον πατέρα σου, τον Αντρέα. Ναι Αντρέα. Μόνο έτσι θα ξαναπερπατήσεις. Αν κάνεις αυτό που θα σου πω. Αν στείλεις τη μητέρα σου σε εμένα. Μου έχει λείψει πολύ. Και μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις. Στείλτην σε μένα και μετά θα ζήσουμε όλοι μαζί όπως παλιά. Στείλτην σε μένα”. Και τότε συνέβη κάτι εξωφρενικό. Το πρόσωπο του πατέρα μου εξαφανίστηκε μέσα στη σκιά η οποία κατευθύνθηκε ορμητικά προς τα εμένα. Και με σήκωσε όρθιο! Και από τους τοίχους ακουγόταν μία αλλοιωμένη φωνή να κραυγάζει: Στείλτην σε μένα!»

Τότε είδα το θαύμα. Ο παράλυτος σηκώθηκε και έκανε τέσσερα κοφτά βήματα κραυγάζοντας τα τελευταία αυτά λόγια. Ένα όρθιο ανθρώπινο τέρας απειλούσε τη ψυχική μου υγεία και εναντιωνόταν σε κάθε είδους επιστημονική αρχή στην οποία είχα εντρυφήσει. Ένα τέρας που μόλις σε μερικά δευτερόλεπτα σωριάστηκε στο πάτωμα και μεταμορφώθηκε πάλι στον αδύναμο νεαρό που είχα αντικρίσει όταν πρωτομπήκε στο ιατρείο μου. Δε θυμάμαι πως αντέδρασα στην εικόνα του παράλυτου που σηκώθηκε και περπάτησε. Ήταν τόσο σοκαριστικό και εξωπραγματικό που διέγραψε οτιδήποτε είχε σχέση με τη δική μου θέση. Τα γυαλιά του νεαρού είχαν πέσει στο ξύλινο πάτωμα και το σώμα του ήταν επικίνδυνα ακίνητο.

Ξαφνικά εισέβαλε στο δωμάτιο η μητέρα του νεαρού και έπειτα ακολούθησε και η γραμματέας μου. Η μητέρα- μία γυναίκα που, αν και πρέπει να ήταν περίπου σαράντα ετών, φαινόταν να είναι πολύ μεγαλύτερη- έτρεξε πάνω στο γιο της ο οποίος δεν αντιδρούσε. Πνιγόταν από το φόβο του θανάτου αλλά όταν αισθάνηκε το σφυγμό στο χέρι του νεαρού αισθάνθηκε μια προσωρινή ηρεμία. Με ρώτησαν τι συνέβη αλλά εγώ ήμουν αποσβωλομένος και παρατηρούσα το νεαρό δίχως να απαντήσω για μερικά δευτερόλεπτα. Όταν ρώτησα γιατί ο νεαρός ήταν σε καροτσάκι, έλαβα την απάντηση που επιβεβαίωσε τους φόβους μου. Η μητέρα μου διηγήθηκε ακριβώς την ίδια ιστορία με το νεαρό. Όντως είχα δει έναν παράλυτο να περπατάει! Από εκεί και έπειτα δε θυμάμαι καθόλου τον διάλογο μου με τη γυναίκα αυτή. Σίγουρα όμως θυμάμαι ότι δεν την προειδοποίησα για την «επιθυμία» του πατέρα του Αντρέα και μετανιώνω για αυτό. Αφού πέρασαν κάποιες μέρες και συνήλθα μερικώς από τη γενικευμένη σύγχυση που μου προκάλεσε το γεγονός, βρήκα τη δύναμη να τηλεφωνήσω στην μητέρα του νεαρού. Μου είπε ότι ο γιος της αφού τον παρέλαβε το ασθενοφόρο- κάτι που αγνοείται πλήρως από τη μνήμη μου- ξαναβρήκε τις αισθήσεις του αλλά όχι και την ομιλία του. Τις τελευταίες του κουβέντες μέχρι τώρα φαίνεται πως είχα την «τιμή» να τις ακούσω μόνο εγώ. Το τηλεφώνημα αυτό με ανησύχησε ακόμη περισσότερο για την εγκυρότητα και την αξιοπιστία όσων καταγράφω σε αυτό το κείμενο. Είναι μια εμπειρία που θέλω να ξεχάσω και δε θα αναφερθώ ποτέ πάλι σε αυτή. Όσον αφορά την οικογένεια δεν έχω ακούσει τίποτα περισσότερο για αυτή, ενώ μέχρι και σήμερα αποφεύγω να παρακολουθώ τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση φοβούμενος μην ακούσω για κανέναν νεαρό «Ορέστη».

Main Image Reference

Tags: ghost , horror , mystery , scary , Spooky , story , weird , αλλόκοτο , ανατριχίλα , Γιατρός , διήγημα , μυστήριο , Ορέστης , Παράλυτος , Σκιά , τέρας , τρόμος , Φάντασμα , Φόβος , φόνος , Ψυχή , Ψυχίατρος , ψυχολογικό , ψυχολόγος

Πέτρος Κουτρουμπίλας

Δημοσιεύτηκε 26 Αυγούστου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.