Η μορφή του γέλιου

Πώς άρχισε τούτη η ιστορία, για να πούμε την αλήθεια, δεν μπορώ να θυμηθώ. Χάθηκα κάπου στους ατέρμονους κόσμους των ονείρων μου˙ αλλόκοτες καταπακτές που με οδήγησαν σε δωμάτια πέρα από τον κόσμο που ήξερα, βδελυρές στοές καλυμμένες από ωχρό δέρμα που δεν το κέντησαν άνθρωποι, αλλά κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο από εμάς. Κατά την […]

Πώς άρχισε τούτη η ιστορία, για να πούμε την αλήθεια, δεν μπορώ να θυμηθώ. Χάθηκα κάπου στους ατέρμονους κόσμους των ονείρων μου˙ αλλόκοτες καταπακτές που με οδήγησαν σε δωμάτια πέρα από τον κόσμο που ήξερα, βδελυρές στοές καλυμμένες από ωχρό δέρμα που δεν το κέντησαν άνθρωποι, αλλά κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο από εμάς. Κατά την προσωπική μου άποψη, ακόμα και αν ρισκάρω να σκοτωθώ που την φανερώνω έτσι παράτολμα, δεν ισχύει ότι μας φοβούνται. Άκουγες πολλούς να λένε, «Αν δεν μας φοβόντουσαν δε θα ένιωθαν την ανάγκη να κρυφτούν», και αυτό, σας το λέω εγώ, πως δεν είναι αλήθεια˙ κοίταξα μέσα στα λαγούμια του Ωοειδούς Βράχου: νόμιζα πως δεν είχα ξαναδεί πράμα αλλόκοτο σαν αυτό σε τούτο το μέρος. Ήμουν γελασμένος. Ένα άρρωστο κομμάτι πέτρας μισοθαμμένο στο έδαφος με επιφάνεια σκληρή και βλογιοκομμένη σαν της σελήνης. Το χειρότερο ωστόσο δεν ήταν αυτό που έβλεπα μα αυτό που δε διέκρινα˙ περισσότερο άκουγες παρά έβλεπες το κατασκότεινο εσωτερικό του Ωοειδούς Βράχου, και αυτό που ξέρω είναι πως πρόκειται για ένα σκοτάδι ζωντανό. Από εκεί μέσα έρχονταν ήχοι που ανέβαιναν θαρρείς με γαλβανιζέ κουβά από το απόκοσμο πηγάδι μιας θερμής κόλασης, ήχοι όμοιοι των καβουριών που κινούνταν πλάγια ανάμεσα στα φαγωμένα από το αλάτι βράχια και μουγκανητά που δεν θύμιζαν στο μυαλό εικόνες από το διακεκριμένο ζωικό βασίλειο.

Τα γέλια σταμάτησαν τον Μάιο του 2019. Είναι πλέον γνωστό ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να γελάσει. Θυμόμαστε τον Στάνλεϊ. Ήταν καυχησιάρης από πάντα˙ του είχα εξηγήσει τι έπαθε ο Κούπερ της στρατιωτικής μας διμοιρίας αλλά αρνήθηκε να με πιστέψει. Νόμιζε ότι έκανα πλάκα, όμως μακάρι να ήταν μόνο ένα αστείο και τίποτα παραπάνω. Ίσως έχει να κάνει με το πώς με είχε συνηθίσει. Με τον Στάνλεϊ ανταλλάζαμε τα πιο ηλίθια αστεία. Κάποτε γελούσαμε και δακρύζανε τα μάτια μας και τα πνευμόνια μας κατέβαιναν στις κοιλιές μας˙ τώρα οι συνθήκες έχουν αλλάξει και πιστεύω ότι έχει να κάνει με τα λαγούμια στον Ωοειδή Βράχο και τους ήχους που έρχονται από το εσωτερικό του. Από τον πυρήνα του. Αλλά καθώς οι μέρες περνούν καταλαβαίνω πως είναι κι άλλοι παράγοντες που μας ωθούν ολοένα και πιο κοντά στην τρέλα. Αυτό που συνέβη στον Στάνλεϊ δεν μπορώ να το περιγράψω και ούτε σκοπεύω να το κάνω. Κανείς δεν μπορεί να περιγράψει αυτά που συμβαίνουν στις Κατακόμβες. Το τεντωμένο δέρμα που τις στολίζει σαν Χριστουγεννιάτικες γιρλάντες τους τελευταίους δύο μήνες ανήκει στον Στάνλεϊ. Ούτε την ταφή που του αξίζει δεν μπορούμε να του δώσουμε από το φόβο μας. Έπρεπε να με είχε ακούσει. Δεν έπρεπε να γελάσει˙ ήταν μια πληγή που δεν έπρεπε να ξύσεις. Αλλά κάποια πράγματα γίνονταν επειδή έπρεπε μάλλον να γίνουν. Κι αν δεν πάθαιναν αυτά που έπαθαν ο Στάνλεϊ και ο Κούπερ, τότε κανένας άλλος δε θα με πίστευε όταν του έλεγα ότι δεν έπρεπε να γελάσει, να χαράξει το πρόσωπό του η ευφορία του χαμόγελου. Και ποτέ, μα ποτέ δεν έπρεπε να μπεις μέσα στα λαγούμια, γιατί είτε σήμαινε πως έχεις χάσει τα λογικά σου είτε βέβαιο, επικείμενο θάνατο. Στην προκειμένη, δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι χειρότερο.

Οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν γνωρίζω όσα θα ήθελα. Κανείς μας για την ακρίβεια. Ζούμε κάτω από την σκιά του Αγνώστου. Έχουμε κολλήσει εδώ, στο ατέλειωτο ταξίδι μας. Δε θυμόμαστε πώς είναι να γελάς ή να χαμογελάς. Δεν θυμόμαστε πώς είναι να λες ανέκδοτα, το έχουμε ξεχάσει. Το γέλιο έχει γίνει η απαγορευμένη μας πράξη˙ έχει γίνει η απαγορευμένη μας λέξη, σαν να είναι μια βρισιά, και μάλιστα μια από τις πιο χυδαίες. Δεν τολμάμε κι ούτε προσπαθούμε να την θυμηθούμε, ακόμα κι αν την έχουμε ξεχάσει τελείως. Όσο γενναίοι κι αν είμαστε φοβόμαστε ότι θα τελειώσουμε. Μας περικυκλώνει μια καταραμένη αλήθεια: ο υποσυνείδητος φόβος πως είμαστε ή ότι θα καταλήξουμε θύματα. Ότι κάποιος θα ανοίξει το στόμα του και θα πει, «Φοβάμαι να πεθάνω» και χωρίς να έχεις διαπιστώσει πότε ξεκίνησε η συζήτηση, έστω και στερημένοι από λόγια μήπως και κάποιος θύμιζε στον άλλο πώς να γελάει, ότι θα περίμενες να πάρει την σκληρόκαρδη απάντηση, «δεν υφίσταται ο θάνατος σε ένα μέρος σαν και τούτο˙  το περιτύλιγμά μας τρώγεται από τα κτήνη, η λιχουδιά τους είναι ο νους που ζει για πάντα και βασανίζεται, νιώθει πόνους χειρότερους από κάθε προηγούμενο». Άλλες φορές δεν ξέρεις για πότε κλαις —το κλάμα και τα δάκρυα είναι η υποταγή μας. Τα τρέφουμε με τη δυστυχία μας. Η δυστυχία είναι το μόνο που χωράει εδώ, στο χάος το δικό μας, όλο και πιο ισχυρό. Είναι συνηθισμένο να τρωγόμαστε μεταξύ μας και σταδιακά να οδεύουμε στην τρέλα που το γέλιο διατηρούσε μακριά˙ το χειρότερο είναι ότι δεν ξυπνάει μόνο η δυστυχία μέσα μας αλλά και κάτι που δεν έχουμε την δύναμη να κατανοήσουμε. Μάλλον έχει να κάνει με τα λαγούμια στον Ωοειδή Βράχο, εκεί όπου ο Κούπερ τρέκλισε νομίζοντας ότι ήταν το σημείο των συσκέψεων μας, κοντά στην μεγάλη φτελιά. Εκείνο το βράδυ, πριν δυο μήνες, είχαμε δει ένα κοινό όνειρο, ότι είχαμε συνάντηση στο δέντρο —φυσικά δεν είχε ειπωθεί ποτέ κάτι τέτοιο, ήταν το όνειρο. Όμως ο Κούπερ, που ήταν αρκετά ατρόμητος για να μην τον επηρεάσει η έκσταση του ονείρου, έπεσε θύμα της απάτης του μέρους όπου περιφερόμασταν˙ ένα μέρος που και το ίδιο ήταν ζωντανό. Ήταν μια στιγμή δειλίας που λειτούργησε προς όφελός μας, εκτός του αδείλιαστου Κούπερ.
Εμείς οι υπόλοιποι είχαμε φοβηθεί το μη πραγματικό.

Ο Κόντι είχε σαλέψει πιο πολύ απ’ όλους. Πάντα τον θεωρούσαμε τον πιο αδύναμο κρίκο και όλοι το ξέραμε μεταξύ μας. Τον Ιούνιο ήταν σαν μην υπήρχε πια Κόντι, μα σαν να τον είχε καταβάλλει μια άλλη προσωπικότητα που του έμοιαζε και μιλούσε σαν εκείνον. Πέρα από αδύναμος ήταν και ο πιο φοβιτσιάρης. Καταβάθος όμως ήξερα ότι το παιδί είχε κάτι πιο δυναμικό από εμάς, ωστόσο, δεν ήξερα αν ήταν ο Κόντι που το ζητούσε ή κάποιος άλλος.

Μετά από μια αξιοθρήνητη κραυγή ψυχικής οδύνης παρακάλεσε γονατισμένος: «Βάλτε με μέσα στην τρύπα!» Τον κοιτάξαμε καλά-καλά. Έπειτα κοιταχτήκαμε μεταξύ μας. Τα είχαμε χάσει εντελώς. Κανένας δεν τολμούσε να μπει εκεί μέσα μετά το θάνατο του Κούπερ˙ όταν το συλλογιζόμασταν το στομάχι μας αναδευόταν. Ποιος λογικός άνθρωπος ζητούσε κάτι τέτοιο όταν έχει αντικρίσει τις Κατακόμβες; «Αν μπορούσα να γελάσω  θα το έκανα εδώ και τώρα, αλλά έχω ξεχάσει πώς!» έλεγε ακόμα γονατισμένος, δίχως να τον νοιάζει αν στα μάτια μας έδειχνε αξιολύπητος. Μάλλον επειδή αισθανόταν ότι ταυτιζόμασταν μαζί του, ότι ήταν θέμα χρόνου να μας παρασύρει το ζωντανό σκοτάδι και εμάς˙ με τα δάχτυλα περασμένα στα μαλλιά του και καθαρά αυλάκια να τρέχουν στα σκονισμένα μάγουλά του, συνέχισε να λέει ικετεύοντάς μας, «Πείτε μου ότι δεν είμαι ο μόνος που έχει ξεχάσει! Πείτε μου την αλήθεια!» Και τον έβλεπες να κλαίει και δεν ήξερες τι να κάνεις. Δεν ήξερες αν έπρεπε να απαντήσεις ή να τον αφήσεις να ξεσπάσει για να συνέλθει από το παραλήρημα. Επειδή αυτό που μας τάραζε ήταν η επιβεβαίωση πως ο Κόντι ήταν καταδικασμένος. Αν κάποιος μιλούσε θα ήταν αδύνατο να του αποκρύψει την αλήθεια και τα πράγματα θα γίνονταν χειρότερα.
Όλοι είχαμε ξεχάσει πώς να γελάμε. Ακόμα κι αν το θυμόμασταν, δεν σκοπεύαμε να το ξαναθυμίσουμε σε κάποιον. Είναι η σιχαμένη πράξη του εφιαλτικού χώρου, όποιος την εκτελούσε τηρούσε ένα συμβόλαιο θανάτου. «Σε παρακαλώ, Τζέιμι˙ εσύ με καταλαβαίνεις καλύτερα απ’ όλους. Δώσε μου τον δαυλό σου˙ θα πάω να μάθω τι στο διάολο ζει εκεί κάτω και όλη αυτή η ιστορία θα τελειώσει μια και καλή. Θα θυμηθώ πώς να γελάω και θα επιστρέψω  πίσω για όλους. Σας δίνω τον όρκο μου. Θα το κάνω για τον Κούπερ και για τον Στάνλεϊ».

Άρπαξε τον δαυλό από τα χέρια μου και τον ζύγιασε, σαν να είχε κατά νου ότι οι πιθανότητες να το χρησιμοποιήσει και σαν αμυντικό όπλο ήταν αρκετές. Αλλά το μόνο όπλο που έβλεπες πάνω του ήταν το γκροτέσκο πρόσωπό του, τρόμαζε και τα θηρία. Η εμφάνισή του έχει αλλάξει τις τελευταίες τρεις βδομάδες σαν να έλιωσε κερί πάνω του και το στεγνό κατάλοιπο να είναι μια κακομούτσουνη μάζα τόσο παραμορφωμένη που ειλικρινά δε μπορούσες πλέον να ξεχωρίσεις άνθρωπο. Και γιατί μου φαινόταν φυσιολογικό δεν καταλάβαινα˙ είχα ξεχάσει μέχρι και οι άνθρωποι πώς έδειχναν. Τα μάτια του δεν ήταν όπως τα θυμόμουν. Είχαν αλλάξει και αυτά˙ τώρα ήταν τρεις τέσσερις σμαραγδόχρωμες μπίλιες που επέπλεαν σε εξάγωνες κενές κόχες όμοιες οι τρύπες στον Ωοειδή Βράχο. Το δέρμα του από λευκό είχε εξελιχθεί σε καστανοκόκκινο σαν του συκωτιού ή σαν να είχε παραψηθεί στον ήλιο, μόλο που εδώ που είμασταν, στον ατέρμονο δυστοπικό κόσμο από καμβά του Νταλί, δεν έβγαινε φως και είχε μόνιμη μαυρίλα και το φεγγάρι ήταν ένα πιάτο-φάντασμα στον ουρανό. Αναρωτήθηκα τι είδους αλλαγές υπάρχουν τώρα πάνω μου, τι έβλεπαν οι υπόλοιποι σε μένα και αν είχα αλλάξει με τον ίδιο δυσάρεστο τρόπο˙ δεν θα μπορούσα να το ξέρω κι ίσως κανείς να μην θυμάται πώς έδειχνα προτού αρχίσουν όλα.

Ο Κόντι έβγαλε την στρατιωτική ενδυμασία του για να μην τον εμποδίζει σε περίπτωση που χρειαστεί να τρέξει. Ήταν κοκαλιάρης ακόμα κι αν δεν χρειαζόμασταν τροφή. Εδώ δεν πέθαινες, εκτός κι αν γελούσες. Καμιά φορά θύμιζε τους καθηγητές που απαιτούσαν να το βουλώνουμε την ώρα του μαθήματος. Ιδιαίτερα αν σε έπιανε νευρικό γέλιο ήξερες πως την έχεις βαμμένη γιατί αυτό το πράγμα τους την έδινε στα νεύρα. Σαν να νόμιζαν συνεχώς ότι γελούσες μαζί τους, με τις ανασφάλειές τους. Μα εδώ, ούτε να χαμογελάσεις δεν πρόφταινες και το κορμί σου άλλαζε το μέσα έξω, μεταβαλλόταν σε μια ερυθρή φόδρα και εξωράιζε τις Κατακόμβες. Η δυστυχία του απέθαντου νου στοίχειωνε τα όνειρά μας καθώς κοιμόμασταν και δημιουργούσε εφιάλτες στον ξύπνιο μας. Σαν να αναγκαζόσουν να ζεις στον ονειρικό κόσμο, σαν να ήταν το μόνο ασφαλές πράγμα. Ωστόσο, είδαμε τι έπαθε ο Κούπερ στο κοινό όνειρο. Ήταν αρκετό να καταλάβουμε ότι έπρεπε να είμαστε σε επιφυλακή κάθε ώρα˙ ότι δεν μπορούσαμε να αφήσουμε στιγμή τον άλλον από τα μάτια μας˙ ότι ο θάνατος καραδοκούσε σαν όρνιο πάνω από τα κράνη μας. Σιχάθηκα αυτή την κατάσταση, να νιώθω συνέχεια τρελός. Να μην ξέρω τι έχω να αντιμετωπίσω και τι είναι αυτό που τρέφεται από μας. Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί, δεν είμαστε πια το υπερφίαλο ον της τροφικής αλυσίδας. Είμαστε το διακοσμητικό τους. Το παιχνίδι τους. Κι αν δεν είμαστε τα ζώα τους και όλα αυτά αποδεικνύονταν φαντασία ή ένα πείραμα των ανωτέρων μας για να μας δοκιμάσουν, τότε το σίγουρο είναι ότι καλούμαστε σε μια αναμέτρηση με τα ίδια τα όρια της σωματικής και ψυχικής αντοχής˙ είμαστε τα παιχνίδια του ίδιου μας του εαυτού, ακουμπάμε σημεία που στον συνηθισμένο άνθρωπο δεν δίνεται ποτέ η δυνατότητα να αγγίξει, και μάλλον για λόγους που στην προκειμένη είναι αρκετά ευνόητοι. Κανένας δεν επιθυμούσε να φτάσει τα όρια της εκφυλισμένης συνείδησης και η κατάστασή μας ήταν η απόδειξη.

Ποια ήταν η απόδειξη;

Ούτε τρία λεπτά δεν έχουν περάσει που ο Κόντι τρύπωσε μέσα στο λαγούμι με τον αναμμένο δαυλό του να σκιάζει τους γειτονικούς κρατήρες του Βράχου, ούτε τρία λεπτά προτού να ακούσεις το πρώτο διαπεραστικό ουρλιαχτό να ταξιδεύει ως εδώ πάνω θαρρείς μέσα από μεταλλικό αγωγό, ούτε τρία λεπτά προτού η τρύπα να φτύσει ένα κουβάρι από ματωμένα όργανα και ξεκοκαλισμένα μέλη, ό,τι είχε απομείνει από τον Κόντι. Αλλά, όση συνείδηση είχε απομείνει στα δικά μας κεφάλια, χάθηκε μονομιάς μόλις ακούσαμε ένα δεύτερο ουρλιαχτό εκεί κάτω˙ ήταν ένας ήχος διαφορετικός που δεν ταίριαζε με κάτι που είχαμε ξανακούσει˙ βαθύς, με σύντομους κροταλισμούς σαν από το λαρύγγι του αλιγάτορα. Είχαμε όμως την βαθιά γνώση ότι δεν ήταν κάποιος αλιγάτορας.
Αλλά το γέλιο του Κόντι.
Ένας Κόντι που γελούσε.
Ένας Κόντι που μας θύμισε πώς να γελάμε.
Ένας Κόντι που ήταν πάντα ένας Κόντι, και το χειρότερο απ’ όλα, ένας παραλλαγμένος Κόντι που προέτρεπε και εμάς να μπούμε στο λαγούμι να αποζητήσουμε αυτό το ευχάριστο ουρλιαχτό…

 

Βαγγέλης Ρούσσης

Tags: chaos , horror , laugh , satan , sci-fi , short-story , γέλιο , διήγημα , σατανάς , τρόμος

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 25 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.