Καθόταν στον υπόγειο σιδηροδρομικό σταθμό και ζωγράφιζε. Από μέσα του σιγοτραγουδούσε το τραγούδι: «Τι απέγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε τα τρένα να περνούν;»
Άραγε πόσο καιρό θα έπρεπε να μείνει εκεί; Σίγουρα μόνο μέχρι να τελειώσει τον πίνακά του, όχι παραπάνω. Κάθε φορά, γινόταν όλο και πιο γρήγορος. Κάθε φορά, αποτύπωνε όλο και πιο πειστικά την πραγματικότητα. Ο κόσμος περνούσε από δίπλα του, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Κανείς δεν φαινόταν να προσέχει έναν μαυροντυμένο παππού που καθόταν σε ένα σκαμνάκι και ζωγράφιζε στο καβαλέτο του. ‘’Κάποιος υπαίθριος ζωγράφος’’, θα σκέφτηκαν πολλοί. ‘’Κάποιος ζητιάνος που προσπαθεί να βγάλει το μεροκάματο… κάποιος ξεπεσμένος καλλιτέχνης που προσπαθεί να κερδίσει και πάλι τη χαμένη του δόξα μέσα από την επιδοκιμασία των περαστικών… κάποιος που μετράει την αξία της δουλειάς του από τα χρήματα που του αφήνει ο κόσμος που περνάει από δίπλα του…»
Χαμογέλασε από μέσα του γνωρίζοντας πως δεν ίσχυε τίποτα από όλα αυτά. Θυμήθηκε όταν ήταν νέος που δούλευε στο μηχανοστάσιο κι έβλεπε τα τρένα να περνούν. Πόσα ταξίδια έκανε με το μυαλό του… Πόσο λαχταρούσε να μπει μέσα σε ένα και να φύγει μακριά… μακριά από όλους και από όλα… Ποιος να του το έλεγε ότι κάποια μέρα θα κατέληγε εκεί που ήταν τώρα. Αναστέναξε. Δεν ήταν ώρα για αναδρομές ούτε για μελαγχολίες. Είχε μια δουλειά να φέρει εις πέρας.
Έστρωσε την αλογοουρά του, τύλιξε το κουρελιασμένο του κασκόλ γύρω από το λαιμό του και φόρεσε το καπέλο του κατεβάζοντας το γείσο μέχρι τα μάτια. Άλλωστε… δεν νοείται καλλιτέχνης και μάλιστα ζωγράφος χωρίς καπέλο, έτσι δεν είναι; Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάποιον να του τραβάει το μανίκι. Γύρισε στο πλάι και είδε ένα μικρό αγόρι που φορούσε στολή προσκόπου να στέκεται δίπλα του και να τον κοιτάει στα μάτια. Εκείνος στένεψε το βλέμμα του. Τότε το αγόρι, πήρε το πινέλο από τα χέρια του και ζωγράφισε κάτι στον πίνακά του. Του το έδωσε πίσω. Ο ζωγράφος κοίταξε τον πίνακά του και χαμογέλασε. Ναι, αυτή ήταν η πινελιά που έλειπε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι στον τοίχο του σταθμού και περίμενε. Το αγόρι συνέχισε να στέκεται δίπλα του με βλέμμα ανέκφραστο, κενό. Εκείνη τη στιγμή, ο χαρακτηριστικός ήχος του τρένου που πλησιάζει άρχισε να ακούγεται. Μόνο που αυτή τη φορά, κάτι ήταν διαφορετικό. Οι ρόδες του στρίγκλιζαν σαν τρελές πάνω στις σιδηροδρομικές γραμμές. Αν και τα παράθυρα ήταν κλειστά από μέσα ακούγονταν ουρλιαχτά. Οι άνθρωποι στο σταθμό πάγωσαν στις θέσεις τους και στη συνέχεια άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι καθώς το τρένο εκτροχιαζόταν και σερνόταν καταπάνω τους. Πέρασε ξυστά από το ζωγράφο και το αγόρι, αλλά ούτε που τους ακούμπησε.
Όταν καταλάγιασε η σκόνη, εκείνος σηκώθηκε και πλησίασε στο πεσμένο τρένο κρατώντας το φύλλο που ζωγράφιζε. Από παντού ακούγονταν κλάματα και απελπισμένες φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. Σήκωσε το σκίτσο του και το αντιπαρέβαλε με αυτό που αντίκριζε. Ναι, αυτή τη φορά τα είχε καταφέρει τέλεια. Είχε αποτυπώσει με ακρίβεια όλο το σκηνικό της καταστροφής λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν συμβεί. Χαμογέλασε στραβά και μάζεψε τα σύνεργά του. Τέντωσε το χέρι του και το μικρό αγόρι το κράτησε. Προχώρησαν μαζί έξω από το σταθμό τη στιγμή που δεκάδες περιπολικά κι ασθενοφόρα έσπευδαν για να βοηθήσουν.
Μόλις αντίκρισαν το φως του ήλιου, σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ένα αεροπλάνο να σκίζει τον ουρανό. Το μικρό αγόρι του έδειξε μια ταμπέλα που έγραφε ‘’προς αεροδρόμιο’’. Ήξερε πού θα πήγαινε μετά.
Tags: scary , Spooky , story , weird , Αγόρι , αλλόκοτο , ανατριχίλα , διήγημα , Ζωγράφος , ιστορία , Πίνακας , τρένο , τρόμος , Φόβος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.