«Το μόνο που θυμάμαι… είναι ένα κόκκινο μπαλόνι…», μουρμούρισε το μικρό αγόρι κοιτώντας τα παπούτσια του.
Η ψυχολόγος σημείωσε κάτι στο τετράδιό της κι έκανε νόημα στον αστυνόμο που καθόταν δίπλα της να βγουν έξω από το δωμάτιο.
«Τι συμπέρασμα βγάζεις;», τη ρώτησε αμέσως εκείνος στο διάδρομο.
Εκείνη δεν μίλησε. Συνέχισε να κοιτάζει το παιδί πίσω από το τζάμι του ανακριτικού δωματίου. Για μια στιγμή σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε έντονα στα μάτια. Αποκλείεται φυσικά να έβλεπε την ίδια γιατί εκείνος είχε καθρέφτη μπροστά του. Δεν ήξερε ότι από πίσω στέκονταν άνθρωποι που τον παρακολουθούσαν.
«Πάσχει από μετατραυματικό στρες.», είπε εκείνη τη στιγμή που το αγόρι χαμήλωνε και πάλι το βλέμμα του. «Το πιθανότερο είναι ότι βρισκόταν μπροστά στη σκηνή του εγκλήματος αλλά δεν θυμάται τι συνέβη και σκοτώθηκαν οι γονείς του… και ίσως να μη θυμηθεί ποτέ. Το κόκκινο μπαλόνι που αναφέρει, είναι το αίμα τους. Αυτό που έχει τώρα σημασία,», είπε τονίζοντας την τελευταία λέξη, «είναι να πάει σε ένα περιβάλλον που θα νιώθει ασφαλής.»
«Ναι.», συμφώνησε ο αστυνομικός.
Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο. Γύρισε και κοίταξε το αγόρι. Εκείνο συνέχιζε να είναι σκυμμένο και να τρίβει νευρικά τα δάχτυλα των χεριών του.
«Πού θα πάει;», τον ρώτησε στη συνέχεια.
«Θα τον πάρει η θεία του και αδερφή της νεκρής μητέρας του. Αλλά…», κόμπιασε για λίγο.
«Αλλά τι;», τον παρότρυνε η ψυχολόγος.
«Θα είναι εδώ αύριο το πρωί.»
«Τι;!», έκανε εκείνη δυνατά.
«Σςς!», της είπε εκείνος τη στιγμή που ένας άλλος αστυνομικός γύριζε απότομα προς το μέρος τους.
Εκείνη ένευσε καταφατικά.
«Θέλεις να μου πεις ότι θα περάσει το βράδυ εδώ; Μετά από όλα αυτά που συνέβησαν;»
«Δεν υπάρχει άλλη επιλογή.»
Η ψυχολόγος γύρισε προς το παιδί που κοιτούσε και πάλι προς το μέρος της, χωρίς ωστόσο να μπορεί να την δει.
«Υπάρχει.», είπε χαμηλόφωνα.
Λίγη ώρα αργότερα ξεκλείδωνε την πόρτα του σπιτιού της και οδηγούσε το μικρό αγόρι στο δωμάτιο που θα περνούσε το βράδυ. Εκείνο χώθηκε αμέσως κάτω από τα σκεπάσματα και την κοίταξε στα μάτια. Ετοιμάστηκε να βγει από το δωμάτιο, αλλά κοντοστάθηκε κι έσκυψε πάνω από το πρόσωπό του. Αφού του χάιδεψε τα μαλλιά, το καληνύχτισε με ένα φιλί στο μέτωπο.
«Όλα θα πάνε καλά.», του είπε χαμογελώντας. «Από αύριο ξεκινάει μια καινούρια ζωή για σένα.», κι έκλεισε την πόρτα πίσω της σβήνοντας το φως.
Μόλις την άκουσε να απομακρύνεται, το μικρό αγόρι σηκώθηκε ψηλαφώντας στο σκοτάδι και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.
Ήταν τόσο κουρασμένη και αναστατωμένη που δεν είχε κουράγιο ούτε να φάει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και τυλίχτηκε με την κουβέρτα. Είχε μια παράξενη αίσθηση. Ξαφνικά ένιωθε σαν να ήταν και πάλι παιδί, τότε που φοβόταν τον μπαμπούλα και τα τέρατα που κρύβονταν κάτω από το κρεβάτι, τότε που πίστευε ότι αν σκεπαζόταν καλά, αν ήταν όλα τα μέλη του σώματός της καλυμμένα δεν θα μπορούσε να την πειράξει κανείς, τότε που νόμιζε ότι μόνο έτσι ήταν ασφαλής. Τα μάτια της άρχισαν να βαραίνουν. Τα όνειρα είχαν αρχίσει να έρχονται πριν ακόμα τα κλείσει. Και λίγο πριν πέσει σε βαθύ ύπνο ένας δυνατός κεραυνός την έκανε να πεταχτεί απότομα. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Ανέπνεε γρήγορα και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Οι αστραπές διαδέχονταν η μία την άλλη και ο άνεμος σφύριζε σαν τρελός. Ετοιμάστηκε να ξαπλώσει και πάλι, αλλά ένας άλλος ήχος, την έκανε παγώσει στη θέση της. Σηκώθηκε, και χωρίς να ανάψει το φως, προχώρησε προς την πόρτα και αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος. Κι ενώ είχε αρχίσει να πιστεύει πως όλα ήταν στη φαντασία της, ο ήχος ακούστηκε και πάλι. Ήταν ένας παράξενος ήχος. Έμοιαζε… έμοιαζε με τον ήχο που κάνει ένα μπαλόνι όταν σκάει… Αδύνατον! Χωρίς δεύτερη σκέψη άνοιξε την πόρτα. Δοκίμασε να ανάψει το φως του διαδρόμου, αλλά μάλλον είχε βραχυκυκλώσει λόγω καταιγίδας. Έτρεξε προς το δωμάτιο του παιδιού. Η πόρτα του όμως ήταν κλειδωμένη. Όσο κι αν την έσπρωχνε, όσο κι αν φώναζε δεν μπορούσε να την ανοίξει. Ξαφνικά σταμάτησε. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση, ότι κάποιος την κοιτούσε. Έμεινε ακίνητη. Ένιωθε ότι κάποιος στεκόταν πίσω της. Κάποιος που ήταν πολύ κοντά της. Κρατώντας την αναπνοή της, γύρισε αργά. Και τότε το είδε. Ήταν σκοτεινά και δεν μπορούσε να δει καθαρά, αλλά το φως μιας αστραπής που μπήκε από το παράθυρο, φώτισε στιγμιαία τη σκηνή. Μια φιγούρα φορούσε μια τρομακτική μάσκα, κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι και στεκόταν μπροστά της. Εκείνη πήρε μια βαθιά απότομη ανάσα, και οπισθοχώρησε κολλώντας την πλάτη της στην κλειδωμένη πόρτα. Το μόνο που ακούστηκε, πριν σκάσει το μπαλόνι και το αναισθητικό αέριο την τυλίξει, ήταν το ουρλιαχτό της.
Την επόμενη μέρα, το αγόρι βρισκόταν στο αυτοκίνητο της θείας και του θείου του και κατευθυνόταν στο καινούριο του σπίτι. Ενώ κοιτούσε έξω από το παράθυρο και αναρωτιόταν πώς θα ήταν η νέα του ζωή, έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα του στο μωρό που κοιμόταν ήρεμο δίπλα του πάνω στο καθισματάκι του. Στη συνέχεια κοίταξε τα χέρια του. Δεν είχε υπολογίσει σωστά και είχε μόνο δύο. Ανασήκωσε τους ώμους του κι έβαλε τα κόκκινα μπαλόνια στην τσέπη του. Θα έβρισκε κι ένα τρίτο. Κοίταξε ανέκφραστο την αντανάκλασή του στο τζάμι του αυτοκινήτου κι εκείνη του έκλεισε το μάτι χαμογελώντας του πονηρά.
Λίγη ώρα αργότερα το μουσικό πρόγραμμα του ραδιοφώνου διακόπηκε για να μεταδώσει τις νεότερες εξελίξεις σχετικά με την έρευνα που γινόταν για τη δολοφονία μιας ψυχολόγου της αστυνομίας.
Ερωδίτη Παπαποστόλου
Tags: horror , scary , Αγόρι , Αστυνομία , Ατμόσφαιρα , διήγημα , Διηγήματα , δολοφονία , ιστορία , Μπαλόνι , μυστήριο , Παιδί , τρόμος , Φόβος , ψυχολόγος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.