Το Κακό Παιδί

“Τη στιγμή που ετοιμάστηκε να σηκωθεί, ένα από τα δώρα που βρίσκονταν κάτω από το δέντρο, άρχισε να χοροπηδάει. Κράτησε την ανάσα του, καθώς είδε την κορδέλα του να ξετυλίγεται και το καπάκι να ανοίγει. Ένα δεύτερο κουτί ξεπρόβαλλε από μέσα και προσγειώθηκε μπροστά του. Πριν προλάβει να αντιδράσει, άνοιξε, και το κεφάλι ενός τερατόμορφου κλόουν που ήταν στερεωμένο σε ένα ελατήριο πετάχτηκε απότομα….”

30 Δεκεμβρίου 2021

 

«Δεν είσαι καθόλου καλός Σίμους!» του φώναξε η επτάχρονη αδερφή του όταν εκείνος ήταν τεσσάρων χρονών και της τράβηξε την καρέκλα της πριν να καθίσει. Εκείνη έπεσε με δύναμη στο πάτωμα κι έβαλε τα κλάματα.

«Είσαι πολύ κακό παιδί Σίμους!» τον μάλωσε η δασκάλα του, όταν είχε κλείσει τα επτά, και κατάλαβε πως εκείνος είχε βάλει τις πινέζες στην καρέκλα της.

«Ντροπή σου Σίμους!» του πέταξε η μητέρα του όταν πλέον έφτασε δέκα κι έμαθε πως είχε χτυπήσει ένα συμμαθητή του γιατί δεν δέχτηκε να του χαρίσει το κολατσιό του.

«Είσαι απαίσιος Σίμους!» ούρλιαξε η κόρη της γειτόνισσας τους όταν το αγόρι σε ηλικία έντεκα ετών έδεσε βαρίδια στην ουρά της αδέσποτης γάτας που φρόντιζαν.

«Είσαι κακό παιδί!»

«Θα έπρεπε να ντρέπεσαι Σίμους!»

«Σε μισώ Σίμους!» του είπε η αδερφή του κι έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιό της μόλις της είπε πως το αγόρι που της άρεσε έβγαινε με μια άλλη κοπέλα και δεν θα γυρνούσε ποτέ να την κοιτάξει.

Εκείνος που είχε φτάσει πλέον δώδεκα χρονών, χαμογέλασε χαιρέκακα. Κάθισε δίπλα στο παράθυρο και τράβηξε ελαφρά την κουρτίνα. Ήταν Παραμονή Χριστουγέννων και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ένα παχύ λευκό χαλί, είχε καλύψει τους δρόμους. Οι σκεπές των σπιτιών και τα αυτοκίνητα, έμοιαζαν με ζαχαρωτά. Εκείνη τη στιγμή, η στρουμπουλή γειτόνισσα, βγήκε από το απέναντι σπίτι, κρατώντας αγκαλιά το πεκινουά της. Στα πρώτα δυο βήματα, γλίστρησε και σωριάστηκε στο έδαφος. Το σκυλί ξέφυγε από την αγκαλιά της κι άρχισε να τρέχει. Εκείνη βογκούσε προσπαθώντας μάταια να σηκωθεί. Το βλέμμα της έπεσε στον Σίμους που την κοιτούσε από το παράθυρο. Σήκωσε τα χέρια της και του έκανε απεγνωσμένα νόημα να τη βοηθήσει. Το αγόρι, της ανταπέδωσε αδιάφορα το βλέμμα και άφησε την κουρτίνα να πέσει.

***

Είχε πλέον νυχτώσει. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια αναβόσβηναν ρυθμικά στο σκοτεινό σπίτι. Ο Σίμους είχε χωθεί κάτω από τα σκεπάσματά του κι έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό. Ένας περίεργος ήχος, τον έκανε να σταματήσει απότομα. Έβγαλε έξω το κεφάλι και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Ησυχία. Δεν πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και ο θόρυβος ακούστηκε ξανά. Έμοιαζε με σύρσιμο. Πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και προχώρησε ακροπατώντας. Βγήκε στον διάδρομο. Ευγνωμονώντας το παχύ χαλί που έπνιγε τα βήματά του, κατευθύνθηκε προς τη σκάλα και κρυφοκοίταξε. Το σαλόνι ήταν έρημο. Το σύρσιμο όμως συνέχιζε να ακούγεται.

Κατέβηκε αργά αργά και κοίταξε γύρω του προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του ήχου. Ερχόταν από το τζάκι. Πλησίασε διστακτικά. Κοίταξε τις κόκκινες κάλτσες που κρέμονταν πάνω από το άνοιγμα. Κουνιόνταν ελαφρά. Έβαλε το χέρι του μέσα στη μία. Εκείνη έκλεισε απότομα και του το έσφιξε. Ο Σίμους έβγαλε ένα δυνατό επιφώνημα πόνου και προσπάθησε να το τραβήξει. Μάταια. Φώναξε τους γονείς του. Κανείς δεν ήρθε. Τελικά κατάφερε να το ελευθερώσει. Έπεσε με φόρα προς τα πίσω και η πλάτη του χτύπησε πάνω στο στολισμένο δέντρο. Εκείνο ταλαντεύτηκε. Η χρυσόσκονη από μερικές μπάλες ξεκόλλησε κι έπεσε μέσα στα μάτια του. Έτσουξαν. Τα έτριψε με μανία ενώ τα δάκρυά του έτρεχαν ποτάμι. Όταν τελικά ηρέμησε, κοίταξε πάλι τις κάλτσες. Σηκώθηκε και προχώρησε επιφυλακτικά προς το μέρος τους. Έχωσε το χέρι μέσα σε εκείνη που το είχε φυλακίσει νωρίτερα. Τίποτε δεν συνέβη.

Κούνησε το κεφάλι προβληματισμένος. Κράτησε την αναπνοή του και αφουγκράστηκε. Το σύρσιμο συνέχιζε να ακούγεται. Κόλλησε το κεφάλι του στον τοίχο πάνω από το τζάκι. Εκείνη τη στιγμή, ένιωσε κάτι να του γαργαλάει το πόδι. Γύρισε απότομα. Έντρομος διαπίστωσε ότι η κορδέλα ενός δώρου που βρισκόταν κάτω από το δέντρο είχε λυθεί, είχε συρθεί προς το μέρος του και τυλιγόταν γύρω από τον αστράγαλό του. Άρχισε να χοροπηδά τρομαγμένος. Εκείνη έσφιξε ακόμα πιο πολύ και σκαρφάλωσε ως τη γάμπα του. Προσπάθησε να σκύψει για να την κόψει. Η κορδέλα τον τράβηξε με δύναμη και τον έριξε κάτω. Μια δεύτερη σύρθηκε προς το μέρος του και τυλίχθηκε γύρω από το άλλο του πόδι. Άρχισαν να τον τραβούν προς το δέντρο. Το χαρτί περιτυλίγματος σκίστηκε στα δύο. Το κουτί μεγάλωνε και παλλόταν λες και ήταν καρδιά. Άνοιξε το καπάκι του και φωτιά ξεπήδησε. Ο Σίμους, έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να γυρίσει μπρούμυτα για να γραπωθεί από το χαλί, ενώ έκλαιγε σπαραχτικά. Ξαφνικά, διαπίστωσε πως κανείς δεν τον τραβούσε. Άνοιξε τα μάτια. Κειτόταν μπρούμυτα πάνω στο χαλί. Κοίταξε πίσω του. Τα δώρα και οι κορδέλες τους, βρίσκονταν στις θέσεις τους κάτω από το δέντρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανακάθισε. Σκούπισε τα μάτια με τα χέρια και ρούφηξε τη μύτη του.

Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί τι είχε συμβεί, όταν οι φυλλωσιές του δέντρου κουνήθηκαν και κάτι πήδηξε στο πάτωμα. Ο Σίμους μισόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύτερα. Ένα μικρό σκιουράκι ερχόταν χοροπηδώντας προς το μέρος του. Κρατούσε ένα βελανίδι. Σταμάτησε μπροστά του, τον κοίταξε στα μάτια κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Πλησίασε το βελανίδι στο στόμα κι άρχισε να το ροκανίζει. Το αγόρι ένιωσε έναν διαπεραστικό πόνο στο δεξί του χέρι. Το κοίταξε κι ούρλιαξε τρομοκρατημένος. Τα δάχτυλά του αιμορραγούσαν κι ήταν γεμάτα δαγκωματιές. Κι όσο το σκιουράκι έτρωγε το βελανίδι, εκείνες πλήθαιναν. Ο Σίμους συνέχισε να ουρλιάζει. Ούρλιαζε, μέχρι που διαπίστωσε πως δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Το χέρι του δεν τον πονούσε. Το σκιουράκι δεν υπήρχε πουθενά. Ανέπνεε γρήγορα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Πριν προλάβει να συνέλθει, οι μπάλες του στολισμένου δέντρου, άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα και να κυλούν γρήγορα προς το μέρος του. Κι εμφανίζονταν συνεχώς κι άλλες μπάλες, πολύ περισσότερες από όσες ήταν κρεμασμένες. Το πάτωμα τρανταζόταν. Το αγόρι προσπαθούσε μάταια να σηκωθεί. Τα χέρια του γλιστρούσαν και δεν μπορούσε να στηριχθεί πουθενά. Και στο τέλος, μια τεράστια μπάλα ξεπρόβαλε από την κορυφή του δέντρου, έπεσε με δύναμη κάτω και κύλησε προς το μέρος του. Εκείνος ταλαντεύτηκε άτσαλα στη θέση του προσπαθώντας μάταια να την αποφύγει. Λίγο πριν πέσει με φόρα πάνω του, εξαφανίστηκε. Το αγόρι κοίταξε γύρω του. Όλες οι μπάλες βρίσκονταν στις θέσεις τους.

Τη στιγμή που ετοιμάστηκε να σηκωθεί, ένα από τα δώρα που βρίσκονταν κάτω από το δέντρο, άρχισε να χοροπηδάει. Κράτησε την ανάσα του, καθώς είδε την κορδέλα του να ξετυλίγεται και το καπάκι να ανοίγει. Ένα δεύτερο κουτί ξεπρόβαλλε από μέσα και προσγειώθηκε μπροστά του. Πριν προλάβει να αντιδράσει, άνοιξε, και το κεφάλι ενός τερατόμορφου κλόουν που ήταν στερεωμένο σε ένα ελατήριο πετάχτηκε απότομα. Ο Σίμους σύρθηκε αμέσως προς τα πίσω και η μέση του χτύπησε δυνατά πάνω στο τζάκι. Το κεφάλι του κλόουν χοροπηδούσε προς το μέρος του και κάθε φορά τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Θα ορκιζόταν μάλιστα πως όσο πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο μεγάλο. Τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν απόκοσμα, τα μυτερά δόντια του, έμοιαζαν απειλητικά, και ένα σατανικό γέλιο ακουγόταν. Και τότε, τη στιγμή που το κεφάλι ετοιμαζόταν να τον αγγίξει και τα μυτερά δόντια του να τον ξεσκίσουν, το σύρσιμο μέσα από την καμινάδα ακούστηκε και πάλι. Ξαφνικά, ένιωσε κάτι να τον αρπάζει απότομα.

***

Βρέθηκε σε ένα μικρό τετράγωνο, σκοτεινό δωμάτιο. Ένας προβολέας φώτιζε το κέντρο της αίθουσας όπου ήταν τοποθετημένο ένα υπερυψωμένο βάθρο με έναν θρόνο. Πάνω στον θρόνο, καθόταν ο Άγιος Βασίλης. Ο Σίμους, ήταν πεσμένος στο πάτωμα. Ήταν παγωμένο. Ένιωθε τα πόδια και τα χέρια του να πονάνε από το κρύο. Δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά τα μέλη του είχαν παραλύσει.

«Γεια σου Σίμους», του είπε ο άντρας.

«Τι τρέχει εδώ;» ρώτησε αυθάδικα το αγόρι. «Πού βρίσκομαι;»

Ο Άγιος Βασίλης έσκυψε προς το μέρος του. Έμοιαζε τεράστιος. Το αγόρι λούφαξε.

«Βρίσκεσαι στον Βόρειο Πόλο», του απάντησε ήρεμα. Σηκώθηκε, κατέβηκε από το βάθρο και άρχισε να βηματίζει γύρω του, ενώ το πάτωμα τρανταζόταν. «Είσαι πολύ κακό παιδί Σίμους. Σε παρακολουθούσα από τη στιγμή που γεννήθηκες έως τώρα. Δεν είχες καμία βελτίωση. Η μόνη αλλαγή σου, ήταν προς το χειρότερο. Θέλεις να πληγώνεις του ανθρώπους. Θέλεις να τους προκαλείς πόνο. Να τους αφήνεις αβοήθητους. Χαίρεσαι με τη δυστυχία τους. Και όσο μεγαλώνεις θα γίνεσαι χειρότερος. Το μόνο που θα σε ενδιαφέρει θα είναι να προκαλείς κακό, ακόμα κι αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να προβαίνεις σε αποτρόπαιες πράξεις…». Σταμάτησε να προχωράει κι έσκυψε προς το μέρος του. Το αγόρι ξεροκατάπιε. Ο Άγιος χαμογέλασε. Μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. «Ήρθε η ώρα λοιπόν, να μάθεις τι παθαίνουν τα κακά παιδιά…»

Την επόμενη στιγμή, στεκόταν μπροστά σε έναν πάγκο, όπου υπήρχε αποσυναρμολογημένο ένα ποδήλατο. Κοίταξε γύρω του. Βρισκόταν σε μια τεράστια φωτεινή αίθουσα γεμάτη παιδιά και πάγκους σαν τον δικό του. Όλα δούλευαν με αστραπιαίες κινήσεις και κατασκεύαζαν παιχνίδια. Ενώ αναρωτιόταν πώς τα κατάφερναν, τα χέρια του έπιασαν τα εξαρτήματα του ποδηλάτου κι άρχισαν να τα συναρμολογούν με απίστευτα γρήγορες κινήσεις, χωρίς να μπορεί εκείνος να τα ελέγξει. Έπειτα συνέχισε με το επόμενο παιχνίδι και μετά με το μεθεπόμενο. Και τα χέρια του κουράζονταν, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Τα πόδια του πονούσαν, αλλά δεν μπορούσε να καθίσει. Πεινούσε αλλά δεν μπορούσε να φάει. Διψούσε, αλλά δεν μπορούσε να πιει. Ήταν καταδικασμένος να κατασκευάζει αιώνια, τα παιχνίδια που προορίζονταν για τα καλά παιδιά.

Tags: The Weird Side Daily , άγιος βασίλης , Αγόρι , Βόρειος Πόλος , γιορτές , δέντρα , δέντρο , διήγημα , Διήγημα τρόμου , Διηγήματα , δώρο , Ερωδίτη Παπαποστόλου , θρόνος , ιστορία , ιστορία τρόμου , ιστορίες , κάλτσα , καμινάδα , κινητό , κλόουν , κορδέλα , κρύο , Μπάλα , μπάλες , ουρλιαχτό , Παιδί , παιδιά , παιχνίδι , παιχνίδια , πόνος , Σίμους , σκάλα , σκίουρος , σπίτι , στολίδι , τέρας , τέρατα , τζάκι , τρόμος , Χριστούγεννα

Ερωδίτη Παπαποστόλου

Δημοσιεύτηκε 30 Δεκεμβρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.