Πέρασε μια ζωή προσπαθώντας να κάνει το κόσμο να τον αγαπήσει, αρχικά την οικογένεια του και στην πορεία τους φίλους του. Θυμόταν τον διευθυντή του ορφανοτροφείου να τον αποκαλεί μια ζωή άτυχο αφού σε κάθε οικογένεια που κατέληγε, είτε ανάδοχη, είτε μόνιμη, το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Ένα πρωί θυμόταν να τον ξυπνάει η κα. Νατάσσα και να τον επιστρέφει στο ίδρυμα. Ήταν από τους ανθρώπους που δεν συμπάθησε ποτέ, επειδή στο μυαλό του την είχε συνδέσει με την επιστροφή στους τέσσερις γκρίζους τοίχους με τις μεταλλικές κουκέτες. Τι κι αν έκλαιγε, τι κι αν ρωτούσε συνεχώς για μήνες κάθε φορά τι έκανε λάθος, απάντηση δεν έπαιρνε και η λύπη του μεγάλωνε όσο και η ανάγκη του να τον αγαπήσουν.
Με το σχολείο δεν τα πήγε ποτέ καλά, όμως δεν έφταιγε εκείνος. Όσες οικογένειες τον είχαν δεχθεί σπίτι τους, τόσα και τα σχολεία που είχε αλλάξει. Κάποιες φορές δεν προλάβαινε να κάνει ούτε φίλους αφού το επόμενο πρωί τον ξυπνούσε η χοντρή κυρία με τα λιγδιασμένα μαλλιά. Από τη πέμπτη φορά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως θα φύγει από το σπίτι μόνο από την μυρωδιά της. Φορούσε ένα άρωμα που έλεγε πως μοιάζει με τριαντάφυλλο αλλά μάλλον προς το πατσουλί έφερνε. Η μυρωδιά της μαύριζε τα όνειρά του και ξυπνούσε με λυγμούς γνωρίζοντας πως ακόμη δεν είχε βρει πατρίδα.
Ακόμη κι μέσα στο ίδρυμα που λειτουργούσε δημοτικό σχολείο δεν είχε καλύτερη μοίρα. Από πού να αρχίσει, από το δωμάτιο που είχε δύο κουκέτες αλλά παρόλα αυτά κοιμόταν μόνος του, ή από την τάξη που μέχρι και την έκτη δημοτικού η δασκάλα δεν επέτρεπε σε κανέναν να κάτσει μαζί του; Το μόνο που του επέτρεπε ήταν να διαλέγει εκείνος σε πιο θρανίο θα καθίσει ενώ δεν θυμάται ποτέ να του απευθύνει το λόγο στο μάθημα. Φυσικά και γκρίνιαζε στον κ. Διευθυντή αλλά εκείνος απλώς τον άκουγε και μετά του έδινε μία καραμέλα βουτύρου οδηγώντας τον προς την έξοδο του γραφείου του. Από ένα σημείο και μετά πήγαινε μόνο για την καραμέλα. Ήταν πλέον σίγουρος πως δε θα κάνει ποτέ τίποτα για να τον βοηθήσει εκτός από το να του δίνει λίγη ζάχαρη.
Δύο φορές μόνο σε όλα του τα χρόνια στο ίδρυμα βρέθηκε άνθρωπος να κοιμηθεί μαζί του. Τη μία ήταν ένα παιδάκι που είχε τσακωθεί με εκείνους που μοιραζόταν το δωμάτιο και αποφάσισε μετά τη βραδινή καταμέτρηση να πάει στο δικό του. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του που έκανε ότι μπορούσε για να τον συμπαθήσει, μέχρι που του έδωσε ό,τι σοκολάτες έκρυβε στο στρώμα μέσα στο κατωσέντονο. Τον έλεγαν Δημήτρη και έστω για ένα βράδυ είχε γίνει φίλος του. Η λέξη ενθουσιασμός ήταν λίγη για να περιγράψει τη χαρά του. Εκείνο το βράδυ, κόντρα στους κανονισμούς, κοιμήθηκαν μετά τις δώδεκα παίζοντας πέτρα-μολύβι- ψαλίδι-χαρτί όπου όποιος κέρδιζε έτρωγε από μία μπάρα σοκολάτας. Τον άφησε μάλιστα να κοιμηθεί στο δικό του κρεβάτι που ήταν το πάνω στην κουκέτα.
Το πρωί όμως ένιωσε κραδασμούς και ανοίγοντας τα μάτια του είδε τη νοσοκόμα του ιδρύματος μαζί με τον εφημερεύοντα ιατρό να αρπάζουν τον Δημήτρη και να τον πετάνε πάνω σε ένα φορείο. Για πολύ λίγο μπόρεσε να δει το αριστερό του χέρι ανάμεσα στα σώματα τους. Ήταν πολύ άσπρο. Τότε, είχε σκεφτεί πως μάλλον αρρώστησε από την πολύ ζάχαρη. Το είχε πάθει και εκείνος άλλωστε μία φορά. Όπως ήταν αναμενόμενο δεν μπορούσε να κοιμηθεί ξανά αλλά ευτυχώς λίγο αργότερα ήρθε ο Διευθυντής και κάθισε στο απέναντι κρεβάτι. Πρώτη φορά στα χρονικά του έδωσε την καραμέλα πριν του απευθύνει τον λόγο. Οι σκέψεις του είχαν αποδειχθεί σωστές, ο κύριος Χαραλαμπίδης επιβεβαίωσε πως από την πολύ σοκολάτα τον πείραξε η κοιλιά του και θα τον πήγαιναν στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου. Τότε όμως του γεννήθηκε νέα απορία αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να την κάνει. Ήταν η πρώτη φορά που ο κ. Διευθυντής ήταν ελάχιστα πιο ζεστός απέναντι του και δεν ήθελα να καταστρέψει τη στιγμή, οπότε και δίστασε.
Περίμενε μία ολόκληρη εβδομάδα πριν ρωτήσει για τον φίλο του τον Δημήτρη. Ήξερε ποιοι αποτελούσαν την παρέα του οπότε πήγε να ρωτήσει πρώτα εκείνους, αλλά δυστυχώς δεν γνώριζαν τίποτα παραπάνω από εκείνον.
«Μας είπε ο Διευθυντής πως είναι στο νοσοκομείο», του είπε ένα ψηλό αδύνατο παιδί με κατάξανθα μαλλιά. Δε μπορούσε να ρωτήσει τον κ. Χαραλαμπίδη, ήταν σίγουρο πως δε θα του έλεγε κάτι. Τότε θυμήθηκε την κυρία που καθαρίζει στα δωμάτια, και πιο συγκεκριμένα ότι η συγκεκριμένη κυρία μάζευε ό,τι ξεχνούσαν τα παιδάκια αφού τα υιοθετούσαν δίνοντας τα στην κα. Νατάσσα για να τους τα πάει με τη πρώτη ευκαιρία. Το ίδιο απόγευμα μετά το μπάνιο του περίμενε την κα. Όλγα η οποία δεν άργησε να έρθει ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμά της.
«Κα. Όλγα, ξέρετε που είναι ο Δημήτρης; Έχει περάσει μία εβδομάδα και ακόμη δεν έχει γυρίσει», της είπε κοιτάζοντας το πάτωμα. Τον τρόμαζε τότε η όψη της. Λόγω της σκληρής δουλειάς με τα χρόνια η μέση της είχε λυγίσει κάνοντας το σώμα της να δείχνει πάντα σκυμμένο ενώ τα στήθη της έπεφταν στο ύψος του πηγουνιού της.
«Πέθανε, μικρέ. Σήμερα θα μαζέψω το κρεβάτι του όπως και τα πράγματά του. Αν θες κρατήσεις κάτι δικό του πήγαινε πριν πάω εγώ και τα μαζέψω όλα», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει συνεχίζοντας το σκούπισμα του δωματίου.
Τότε ο μικρός έτρεξε έξω από το δωμάτιο κατευθυνόμενος προς τον κοιτώνα του φίλου του. Στην διαδρομή άκουσε την καθαρίστρια να μονολογεί: «Άτυχη ψυχή, άτυχη ζωή», αλλά δεν κατάλαβε τι σήμαινε αυτό που είπε και εδώ που τα λέμε λίγο τον ένοιαζε. Ο φίλος του είχε πεθάνει.
Είχαν περάσει αρκετά χρόνια είχε γίνει πια δεκαέξι ετών και μετρούσε αντίστροφα για να φύγει επιτέλους από το ίδρυμα. Πήγαινε στο επαγγελματικό λύκειο στη Σιβιτανιδειο σχολή με κατεύθυνση μηχανικός αυτοκινήτων. Περνούσε ίσως την πιο καλή φάση της ζωής του. Είχε βρει μια αγάπη που δεν τον πλήγωνε και δεν απομακρυνόταν ποτέ από εκείνον. Αυτή ήταν τα αυτοκίνητα. Μπορούσε να δώσει ζωή σε οτιδήποτε είχε σκελετό και ρόδες. Με πολύ δουλειά και μεράκι δημιουργούσε ζωή και αυτό τον έφερνε κοντά σε μία υποτυπώδη ολοκλήρωση. Μόλις έβλεπε το αμάξι ολοκληρωμένο πλέον μπροστά του με τη μηχανή να βρυχάται, ένιωθε πως του έλεγε ευχαριστώ.
Κατά τα άλλα η μοναξιά συνεχιζόταν, αφού περνώντας τα χρόνια όσα παιδιά έμεναν ακόμη στο ίδρυμα συνέχισαν μεγαλώνοντας να μην κάνουν παρέα μαζί του. Εκείνον δεν τον πείραζε. Του αρκούσε ένα χαμόγελο όταν κρατούσε την πόρτα λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω για να περάσει ένας ακόμη άνθρωπος στην αυλή του ιδρύματος, ελπίζοντας πάντα πως θα πάρει πίσω κάτι περισσότερο από αδιαφορία.
Είχε φτάσει η τελευταία ημέρα του κ. Χαραλαμπίδη στην δουλειά και είχαν οργανώσει το προσωπικό μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά ένα τεράστιο πάρτι για να τον αποχαιρετήσουν. Κανένας δεν του είχε πει τίποτα όμως κι όταν γύρισε από την δουλειά με το ρολόι να δείχνει περασμένες 8 το απόγευμα το πάρτι είχε τελειώσει και ο κ. Διευθυντής τους ευχαριστούσε για πολλοστή φορά. Μόλις τον είδε να μπαίνει στην αίθουσα εκδηλώσεων έκανε ένα νεύμα στους παρευρισκόμενους και στράφηκε σε εκείνον.
«Μικρέ, πήγαινε κάνε μπάνιο, φάε και θα έρθω στο δωμάτιο σου», του είπε λακωνικά. Αν είχε μάθει κάτι όλα αυτά τα χρόνια είναι να υπακούει στις εντολές του οπότε ακολούθησε τις οδηγίες του και στο τέλος κατέληξε στο δωμάτιο του. Η ώρα είχε πάει περίπου δέκα το βράδυ όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει. Ήταν ο κ. Χαραλαμπίδης και φορούσε πιτζάμες. Δεν ήξερε τι να κάνει οπότε αποφάσισε απλώς να σηκωθεί από το κρεβάτι του. Ο κύριος με τις καραμέλες γάλακτος αφού έκλεισε την πόρτα πίσω του και την κλείδωσε από μέσα, τον πλησίασε και χωρίς καμία προειδοποίηση τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Σε αγαπώ σαν παιδί μου. Δε μπορούσα να στο δείξω γιατί έπρεπε να προστατεύσω τα υπόλοιπα παιδιά αλλά πρέπει να το ακούσεις. Σε αγαπώ πολύ. Τι κι αν δεν βρήκες ποτέ πατέρα να σε μάθει να παίζεις μπάλα ή μάνα να σε αγκαλιάσει όταν έβγαλες το πρώτο σου δοντάκι, δεν έχει σημασία. Κράτα αυτό, κράτα το τώρα, εμένα μικρέ μου να σου λέω πως σε αγαπώ και πως πάντα, όπου και να είμαι θα έχω να λέω τον καλύτερο λόγο για εσένα», του είπε σφίγγοντάς τον δυνατά μέσα στην αγκαλιά του.
Ο νεαρός έκλαψε δυνατά, με λυγμούς και όσο δυνάμωνε το κλάμα τόσο δυνάμωνε και η αγκαλιά. Τόσα χρόνια δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο αποδεκτός. Ακόμη και όταν βρισκόταν μέσα σε οικογένειες δεν προλάβαινε να νιώσει την αγάπη ούτε καλά καλά να την δώσει αφού μέσα σε λίγο καιρό μόλις ξεκινούσε να νιώθει κάτι πέρα από άγχος και φόβο τον τραβούσαν πίσω στο ίδρυμα. Τίποτα όμως δεν είχε σημασία τώρα, είχε επιτέλους μάθει πως οι καραμέλες βουτύρου δεν ήταν απλά το δώρο του αποχωρισμού από το γραφείο, αλλά μια ένδειξη βαθιάς αγάπης που για κάποιο άγνωστο λόγο δεν μπορούσε να εκδηλωθεί. Ούτε αυτό όμως τον ενδιέφερε, ζούσε το τώρα όπως του είπε ο κ. Χαραλαμπίδης. Ήταν στην αγκαλιά του ανθρώπου που του είχε σταθεί πατέρας, μητέρα, δάσκαλος και τελικά φίλος.
Η αγκαλιά κράτησε λίγα λεπτά ή πολλές νύχτες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη διάρκεια, είχε χαθεί μέσα της βρίσκοντας επιτέλους την στοργή που αναζητούσε τόσα χρόνια. Μόλις το κλάμα έπαψε και τα αναφιλητά σταμάτησαν ο διευθυντής έβαλε τον μικρό να ξαπλώσει σκεπάζοντας τον όπως θα έκανε κάθε σωστός γονέας. Ύστερα, κάθισε στο πάτωμα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του νεαρού λέγοντάς του μια ιστορία που δεν πρόλαβε να ακούσει ποτέ γιατί τον πήρε κατευθείαν ο ύπνος με μόνο μία σκέψη. «Σε αγαπώ κύριε Διευθυντά, σε αγαπώ πολύ»
Το επόμενο πρωί δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που θα συνέβαινε. Ο κ. Διευθυντής καθόταν ακόμη δίπλα του, με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με το χαμόγελο του να στέκεται κάπως περίεργα στο πρόσωπο του. Το χρώμα του, αυτό το χρώμα το είχε δει μία ακόμη φορά σε κάποιον που τόλμησε να τον πει φίλο του, σε κάποιον που τόλμησε να σκεφτεί να τον αγαπήσει. Όλο το σώμα του κ. Χαραλαμπίδη ήταν άσπρο, σαν το λευκό χαρτί. Ο νεαρός δεν φώναξε, δεν έχασε τον έλεγχο. Σηκώθηκε έβαλε τα παπούτσια του και βγήκε στον κεντρικό διάδρομο με κατεύθυνση το ιατρείο.
Σε όλη την διαδρομή δεν έδωσε σημασία στην απόλυτη ησυχία του χώρου παρά μόνο όταν είδε το άσπρο πτώμα του γιατρού που είχε εφημερία το βράδυ. Τότε ναι, πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει σαν τον παλαβό σε κάθε χώρο του ιδρύματος. Όλοι κείτονταν νεκροί, έχοντας ένα χαμόγελο παρόμοιο με του διευθυντή και ένα λευκό χρώμα που ίσως έμοιαζε πιο τρομακτικό από το χαμόγελο τους. Δεν σταμάτησε, συνέχισε να τρέχει έξω από το κτίριο ανάμεσα σε στενάκια και δρόμους σε καφετέριες και πλατείες. Όλοι χαμογελαστοί, όλοι σαν λευκά πανιά πεσμένοι στο έδαφος.
Είχε γίνει πλέον περίπου σαράντα χρόνων και ταξίδευε με τα πόδια ψάχνοντας να βρει ένα ζωντανό άνθρωπο. Η φύση είχε κυριαρχήσει όλα αυτά τα χρόνια με τα άγρια ζώα να έχουν πλέον φτάσει και στις πιο κατοικημένες περιοχές. Όλο αυτό το καιρό δύο πράγματα έκανε μόνο, ταξίδευε και μάθαινε ξένες γλώσσες, έστω τα βασικά, για να μπορέσει να συνεννοηθεί σε περίπτωση που γινόταν το θαύμα.
Ένα βράδυ κάπου στην Ινδία, σύμφωνα με τον χάρτη που είχε στα χέρια του, είδε καπνό πολύ καπνό να βγαίνει από ένα κτίριο. Είχε χρόνια να δει κάτι παρόμοιο, αφού ό,τι εκρήξεις συνέβησαν έγιναν τα πρώτα δέκα χρόνια λόγω ακινησίας των συστημάτων και των μηχανημάτων που παρήγαγαν ενέργεια. Φόρεσε άρον άρον μια κελεμπία, έβαλε στην πλάτη του το μεγάλο του σακίδιο και έτρεξε προς το μέρος της. Εκεί, κάτω από το φλεγόμενο κτίριο, στεκόταν μία κοπέλα με μαύρα μακριά μαλλιά, γύρω στην ηλικία του. Σάστισε, φοβήθηκε πως αν την πλησιάσει θα πεθάνει, πως θα της μεταδώσει ότι είναι αυτό που έχει μέσα του και θα τη χάσει μια για πάντα. Εκείνη όμως άρχισε να τρέχει προς το μέρος του χωρίς κανένα φόβο.
«Γιατί δεν με φοβάται;» σκέφτηκε και στάθηκε σαν άγαλμα. Η κοπέλα δεν σταμάτησε ποτέ να τρέχει μέχρι που βρέθηκε πάνω του με τα χέρια της να τον τυλίγουν. «Αχ θεέ μου, τι ζεστασιά», συνέχισε να σκέφτεται ενώ δεν τολμούσε να την αγγίξει. Ξαφνικά έλυσε τα χέρια της και έστρεψε το πρόσωπο της σε εκείνον κοιτώντας τον στα μάτια.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε αγγίζοντας τα χέρια του.
Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί, την ήξερε την απάντηση. Την είχε βρει σχετικά σύντομα μέσα από τους φακέλους που κρατούσε για εκείνον ο κ. Χαραλαμπίδης. Είχε σκοτώσει κάθε οικογένεια που τον είχε φιλοξενήσει όταν ήταν μικρός, είχε σκοτώσει ακόμη και τον μικρό Δημήτρη. Ο κ. Διευθυντής πίστευε πως θα πεθάνει την ημέρα που του εκδήλωσε την αγάπη του και εκείνος την ανταπέδωσε.
«Θάνατο. Εσένα;»
«Ζωή», του είπε και τον αγκάλιασε ξανά.
Κωνσταντίνος Λιάχης
Tags: death , life , orphan , orphanage , sad , ζωή , θάνατος , ίδρυμα , ορφανό , ορφανοτροφείο
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.