Περπατούσε στον άδειο χωματόδρομο, σέρνοντας το μικρό κορίτσι απ’ το χέρι. Σιωπηλές, άφηναν το φεγγάρι να τους ρίχνει απλόχερα το φως του. Κάθε τόσο η γυναίκα σκούπιζε το μέτωπό της με την ανάποδη του πληγωμένου της χεριού.
Το μικρό κορίτσι σιγομουρμούριζε, εν’ από κείνα τα τρομακτικά τραγουδάκια που συνηθίζουν τα παιδιά, ώστε να διώξει το φόβο της μακριά. Το φόβο, που ‘χε γίνει ένα με το σκοτάδι που τις τύλιγε. Τα δέντρα δεξιά κι αριστερά τους, σα να είχαν σκύψει προστατευτικά πάνω τους.
Στο μυαλό της γυναίκας, τα στιχάκια σιγόσβηναν κι άρχισαν να ξαναγυρνούν, οι σκηνές της προηγούμενης νύχτας. Ήταν η στιγμή που άφησε την υπόλοιπη παρέα, για να γυρίσει στη σκηνή της. Η πανσέληνος υψώνονταν περήφανη στο στερέωμα. Μια έντονη αίσθηση ανησυχίας, διατάρασσε την ατμόσφαιρα. Καθώς ξάπλωσε στον υπνόσακό της, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ένα σιγανό θόρυβο. Δεν ήταν σίγουρη για το τι ακριβώς πρόκειται. Μια ακαθόριστη αναστάτωση, της όξυνε την ακοή. Ήταν σίγουρη πια, πως αυτό που άκουγε ήταν τύμπανα. Ο ρυθμός τους επιταχύνονταν κι η ένταση όλο και δυνάμωνε. Σηκώθηκε κι επέστρεψε στην υπόλοιπη παρέα, που ακόμα διασκέδαζε, μιλώντας για τη πανσέληνο που ξάπλωνε την αντανάκλασή της, πάνω απ’ τη πλατιά ήσυχη θάλασσα τ’ Αυγούστου.
Η ανησυχία εμφανίστηκε στα πρόσωπα όλων, μόλις αντιλήφθηκαν τα ηχηρά χτυπήματα που τους θύμιζαν αφρικανικές θρησκευτικές τελετές. Αναστατωμένοι, ξεκίνησαν να ελέγξουν το χώρο τους. Είχαν μόλις αντιληφθεί, πως χάρη στη ψευδαίσθηση της ασφάλειας του περιφραγμένου κτήματος που τους φιλοξενούσε, δεν είχαν ελέγξει, αν τα φυσικά σύνορα ήταν πράγματι, απρόσβλητα από εισβολείς.
Με τους φακούς στο χέρι, τριγυρνούσαν στον ελαιώνα. Δεν ήταν τόσο τα τύμπανα και το σκοτάδι, όσο αυτός ο αόρατος τρόμος που ‘χε απλωθεί πάνω απ’ τη κατασκήνωση. Ο ρυθμός των τυμπάνων, ήταν στην πιο εκστατική του στιγμή. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό, σαν να ‘σκισε τη νύχτα σε χίλια κομμάτια! Μετά σιωπή… Όλοι ήθελαν να πιστέψουν, πως αυτό που άκουσαν δεν ήταν άνθρωπος.
Ησυχία κυριάρχησε στις αισθήσεις τις γυναίκας. Τότε ένας άνεμος μαίνονταν πάνω απ’ τις σκηνές κι αόρατα ουρλιαχτά παντού. Η κατασκήνωση είχε αδειάσει από τους υπόλοιπους της παρέας. Δεν φαίνονταν κανείς. Σαν να τους είχε απορροφήσει το σεληνόφως. Ξαφνικά η γυναίκα συνειδητοποιεί, πως ένα απ’ τα παιδιά τραβιέται βίαια από τη σκηνή του και κάτι προσπαθεί να το σύρει πίσω απ’ τα δέντρα. Με την άκρη του ματιού της, εντόπισε κάποιους τραυματίες, που κείτονταν ανήμποροι στο έδαφος. Η γυναίκα άρπαξε γερά το παιδί απ’ το χέρι, πριν αυτό χαθεί στο σκοτάδι. Η αντίσταση που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλη, και μια παγερή αίσθηση αποδυνάμωσης, έκανε πολύ χειρότερα τα πράγματα. Ουρλιαχτά σου ‘κοβαν το αίμα. Τράβαγε το κορίτσι και τα κλαδιά των δέντρων, χτυπούσαν ορμητικά το πρόσωπό της. Ο ιδρώτας της προσπάθειας και της αγωνίας, στράβωναν τα μάτια της. «Κάτι» της χτυπούσε τα χέρια, στη προσπάθεια ν’ αποσπάσει το παιδί. Το κορίτσι ούρλιαζε. Ο πάνινος λαγός που δεν άφηνε από το χέρι του, παρατηρούσε με το ένα αυτί του όρθιο και το άλλο πεσμένο, τα τεκταινόμενα.
Σε μια τελευταία προσπάθεια, συνοδευόμενη από ένα εκστατικό ουρλιαχτό, η γυναίκα καταφέρνει ν’ απελευθερώσει το παιδί. Πέφτοντας κι οι δύο στο έδαφος αγκαλιασμένες, ένα κύμα παγωνιάς πέρασε από πάνω τους κι εξαφανίστηκε.
Δεν υπήρχε λόγος να μένουν άλλο εκεί. Έπρεπε να βρουν βοήθεια, για τους τραυματίες. Με το φακό στο ‘να χέρι και το παιδί στο άλλο, διέσχισαν το μονοπάτι προς την έξοδο. Ένας γκιόνης, έδινε τη δική του νυχτερινή νότα στην ατμόσφαιρα. Ακολούθησαν το στριφογυριστό δρόμο που περνούσε μέσα από έρημα κτήματα και κατέβηκαν στο χωριό. Έφτασαν έτσι, στην κατοικημένη παραλία. Σε λίγο θα ξημέρωνε. Μερικοί ψαράδες ξεκινούσαν μουδιασμένα τη μέρα τους.
Το φως απ’ τη ταμπέλα ενός ξενοδοχείου, λαμπύριζε ακόμα στο ημίφως. Ήταν η επικοινωνία που μπορούσαν να ‘χουν, με το πολιτισμό. Η γυναίκα κρατούσε πάντα το παιδί απ’ το χέρι. Μπήκαν μέσα. Κοίταξε τον άντρα που στεκόταν πίσω απ’ το πάγκο. Αυτός έμενε σιωπηλός. Άλλωστε ήταν καλά προφυλαγμένος στην ασφάλεια που του έδινε, η απόσταση απ’ τα γεγονότα. Δε χρειάστηκε να μιλήσουν. Σήκωσε το χέρι του και σχημάτισε το τριψήφιο αριθμό.
Έξω η μέρα χάραξε για τα καλά. Η γαλήνη του ήλιου, σκέπασε τα πάντα και τράβηξε το μαύρο πέπλο, που βάραινε τις καρδιές των ανθρώπων. Κάποιοι θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν, όσα έγιναν τη νύχτα που μόλις έφυγε.
Tags: Αύγουστος , βοήθεια , δρόμος , έδαφος , επικοινωνία , κατασκήνωση , κραυγή , μεταφυσικό , μυστήριο , νύχτα , ουρλιαχτό , Παιδί , παραφυσικό , παρέα , σκοτάδι , σκότος , τραυματίας , τρόμος , φεγγάρι , φλίγα , φλόγα , φλόγες , φωτιά
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.