Ο Verne, για το Παρίσι του 20ου αιώνα – Μέρος Α’

“Το 1905, μετά το θάνατο του Ιουλίου Βερν (Jules Gabriel Verne), ο γιος του Michel σπεύδει να δημοσιεύσει, ένα κατάλογο με τα ανέκδοτα έργα του συγγραφέα, προκειμένου να μην κατηγορηθεί αργότερα ο ίδιος, για τη σύνθεση και δημοσίευσή τους, κάτω απ’ το όνομα του πατέρα του. Σ’ αυτόν τον κατάλογο, αναφέρεται για πρώτη φορά δημοσίως, “Το Παρίσι τον 20ο αιώνα”.”

27 Ιανουαρίου 2021

Τον 19ο αιώνα, ο κόσμος μεταμορφώθηκε από μια ισχυρή ιδέα. Την πεποίθηση μεταξύ των Δυτικοευρωπαίων ότι ο πολιτισμός τους και μόνο αντιπροσώπευε το αποκορύφωμα της ανθρώπινης προόδου. Ήταν μια ιδέα που εμπνεύστηκε από τις εκσυγχρονιστικές δυνάμεις της επιστήμης και της βιομηχανίας. Οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να τ’ αξιοποιήσουν όλ’ αυτά. Τα συναρπαστικά όνειρα ενός φωτεινότερου κόσμου και την ίδια στιγμή, τους εφιάλτες για το πού μπορεί να οδηγούσε αυτή η αλλαγή.  Το πραγματικό αντίκτυπο δηλαδή, της προόδου στη καθημερινότητα των πολιτών. Καθώς αναπτύσσονταν τα σύνορα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο υπόλοιπος κόσμος είτε αποδεκατίζονταν είτε κατάφερνε να προσαρμοστεί σ’ αυτόν και να επιβιώσει. Μέσω της τέχνης, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτές τις βαθιές εντάσεις, μεταξύ της ιδέας της αναπόφευκτης προόδου και του φόβου για το τι θα μπορούσε να κοστίσει.  Εντάσεις που βοήθησαν να διαμορφωθεί ο κόσμος του 19ου αιώνα  και που προμήνυσαν την καταστροφή που θα ερχόταν.

Τον 18ο αιώνα, ο άνθρωπος έμαθε να εκμεταλλεύεται τη δύναμη της φύσης, με ριζικά νέους τρόπους.  Στο τέλος, σχεδόν κανένας πολιτισμός στη Γη δε θα παρέμενε ανέγγιχτος απ’ τις αλλαγές. Η Βιομηχανική Επανάσταση, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Κεντρική Αγγλία.  Το ισχυρότερο σύμβολό της, ήταν ένα νέο είδος αρχιτεκτονικής, το εργοστάσιο. Ένας μύλος βαμβακιού, κρυμμένος στην εξοχή του Derbyshire ήταν το πρώτο πλήρως ανεπτυγμένο, σύγχρονο εργοστάσιο στον κόσμο. Κατασκευάστηκε το 1770, από τον εργολάβο Richard Arkwright. Σχεδιάστηκε με βάση τη μεγαλύτερη εφεύρεσή του, το υδάτινο πλαίσιο. Με τη δύναμη του ρέοντος νερού,  κινούσε αργαλειούς, παράγοντας βαμβακερά νήματα. Φθηνότερα και γρηγορότερα, απ’ οποιονδήποτε άλλον. Αυτό το εργοστάσιο, έγινε η γενέτειρα της μαζικής παραγωγής. Η βιομηχανία ανάγκασε τη φύση να υποκλιθεί, στις ανθρώπινες φιλοδοξίες. Στο εξής, θα απαιτεί απ’ τον άνθρωπο, να υποτάσσεται στις ανάγκες της μηχανής. Δουλεύοντας σε βάρδιες, ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.

Ο Arkwright περήφανος για το κατόρθωμά του, ζήτησε απ’ το ζωγράφο Joseph Wright of Derby, να ζωγραφίσει το μύλο σ’ ένα φαινομενικά ειδυλλιακό, αλλά ψευδώς ειρηνικό τοπίο. Καμία ένδειξη των μηχανών που δούλευαν σαν τρελές και της απόλυτης ενέργειας, της επερχόμενης εποχής. Ο Wright δεν εντυπωσιάστηκε τόσο απ’ τις πρωτόγνωρες αλλαγές, αλλά απ’ τη τεχνολογία και τις επιπτώσεις της, στην ανθρωπότητα. Δεν ήταν τα μηχανήματα που γοήτευσαν τον Wright, ούτε η σκληρή Βιομηχανική Επανάσταση. Ήταν οι ιδέες, πίσω απ’ αυτήν. Ήταν οι συλλογισμοί, του Διαφωτισμού. Η πίστη, στη λογική και την επιστήμη. Μια ακόρεστη δίψα για γνώση κι η ακλόνητη πίστη στην πρόοδο. Ήταν η πεποίθηση, ότι η επιστήμη δημιουργούσε ένα γενναίο νέο κόσμο, που βρισκόταν στην καρδιά ενός απ’ τους διασημότερους πίνακες του Wright. Ένας επιστήμονας είχε βάλει ένα πουλί σε ένα γυάλινο αεροστεγή κώδωνα και ξεκίνησε ν’ αφαιρεί τον αέρα. Χωρίς οξυγόνο, το πουλί άρχισε να ασφυκτιά. Οι θεατές ανταποκρίνονται, μ’ ένα συνδυασμό γοητείας και τρόμου.

Ο άνθρωπος της Δυτικής Ευρώπης, έχει πια αποτινάξει το Παπικό ζυγό, μαζί με την καταπίεση και την αυθεντία του. Όμως η επιστήμη (που θα πάρει πια αυτό το ρόλο) γίνεται η νέα θρησκεία, με δύναμη πάνω απ’ την ίδια τη ζωή. Ο Wright υπονοεί επίσης, το μεγάλο φόβο της εποχής. Η επιστήμη, οι μηχανές κι η πρόοδος, όλα έχουν ένα κόστος. Αυτοί που τόλμησαν να εμποδίσουν την πρόοδο, θα θυσιαστούν όπως το πουλί στον αεροστεγή θάλαμο. Ένα σημαντικό γεγονός, θα σηματοδοτούσε την έναρξη μιας φανατισμένης εξαγωγής του δόγματος του Διαφωτισμού, σ’ άλλους πολιτισμούς. Οι ιδέες που είχαν αρχικά καλλιεργηθεί στην αρχαιότητα, μέσω της αρχαίας Ελλάδας, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Αναγέννησης, περνούν στην εποχή του Διαφωτισμού, στη Γαλλία. Ο στοχαστής και κριτικός τέχνης, John Ruskin απαγγέλει ένα κατηγορητήριο για το πώς ο παλιός τρόπος ζωής καταστρέφεται, απ’ τα εργοστάσια και τις μηχανές. Επειδή καθώς οι βιομηχανικές πόλεις μεγάλωναν, έγιναν κοινωνική καταστροφή. Υπερπλήρεις, γεμάτες φτώχεια κι ασθένειες. Αυτό ήταν το ανθρώπινο κόστος της εκμηχάνισης. Στην Αμερική, τα σύνορα της προόδου ωθήθηκαν αδυσώπητα προς τα δυτικά, στο έδαφος που είχε μείνει ακόμα ανέγγιχτο από τη βιομηχανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν μια νέα χώρα. Σφυρηλατημένη σαν τη Γαλλία, απ’ τον επαναστατικό ιδεαλισμό και τον Διαφωτισμό.

Το 1905, μετά το θάνατο του Ιουλίου Βερν (Jules Gabriel Verne), ο γιος του Michel σπεύδει να δημοσιεύσει, ένα κατάλογο με τ’ ανέκδοτα έργα του συγγραφέα, προκειμένου να μην κατηγορηθεί αργότερα ο ίδιος, για τη σύνθεση και δημοσίευσή τους, κάτω απ’ τ’ όνομα του πατέρα του. Σ’ αυτόν τον κατάλογο, αναφέρεται για πρώτη φορά δημοσίως, “Το Παρίσι τον 20ο αιώνα”.

Η νουβέλα θα ανακαλυφθεί αργότερα, το 1989, απ΄ τον δισέγγονο του συγγραφέα, όπου και θ’ αποκαλυφθεί στο κοινό. Μια ιστορία πεσιμιστικής σάτιρας, που η θεματική της θα μας φέρει στο μυαλό έργα όπως, ο “Γενναίος Καινούριος Κόσμος” και το “1984”, που άλλωστε έχουν κοινές αναφορές. Θα συναντήσουμε ένα συγκεντρωτικό οικονομικό μοντέλο, που ‘χει μετατρέψει τη βιομηχανία και την επιστήμη, σε λατρευτικές αξίες. Βέβαια αυτή η ματιά του Verne, μοιάζει αθώα σε σχέση με το τι πραγματικά συνέβη, κατά τον 20ο αιώνα. Το κοινωνικό γίγνεσθαι, έχει να επιδείξει περισσότερο ισχυρά σημεία. Reality shows, ιδεολογικός έλεγχος, επιτήρηση πολιτών, φυλάκιση αντιφρονούντων. Διανύοντας δε τον 21ο, όλ’ αυξάνονται γεωμετρικά. Ο συγγραφέας εδώ, είναι πιθανώς επηρεασμένος απ’ τη διακυβέρνηση του Louis Napoleon Bonaparte III, (ανιψιό του γνωστού), ο οποίος με την ήπιας μορφής δικτατορία του, προέδρευε κατά τη διάρκεια συγγραφής αυτής της νουβέλας.

Το έργο υπολογίζεται πως γράφτηκε, πριν το τέλος του 1862, πριν δηλαδή τη σύνταξη της σχετικής αρνητικής απαντητικής επιστολής, που έλαβε ο Verne απ’ τον εκδότη του. Η άρνηση αυτή προέκυψε για το λόγο, ότι ο εκδότης βρήκε την ιστορία εντελώς εξωπραγματική, άρα δε προσδοκούσε πωλήσεις. Επίσης πίστευε, πως ο πεσιμισμός που χαρακτηρίζει αυτό το κείμενο, θα επηρέαζε την πορεία της υπόλοιπης δουλειάς του, που είχε ήδη αρχίσει ν’ αναπτύσσεται εντυπωσιακά. Απ’ τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά το 1863, σε στενότερη σχέση με αυτό, έρχεται ο λόγος που εκφώνησε ο συγγραφέας στην Ακαδημία της Αμιένης, το 1875. Η εν λόγω σάτιρα, “Μια ιδανική πόλη”, που συχνά αναφέρεται ως “Η Αμιένη το 2000”, υπάρχει δημοσιευμένη, μονάχα σε μια έκδοση του 1973. “Το Παρίσι τον 20ο αιώνα”, θα εκδοθεί 131 χρόνια μετά τη δημιουργία του, το 1994. Η νουβέλα αφηγείται την εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας, μέσα απ’ τα μάτια ενός νέου, του Michel Dufrénoy, που πασχίζει να ζήσει, σε μια τεχνολογικά υπερανεπτυγμένη κοινωνία, ενώ ο ίδιος καθορίζεται, απ’ το υπόβαθρο της παιδείας του στην τέχνη. Ένας δεκαεξάχρονος με σπουδές στην Κλασσική Λογοτεχνία. Έχοντας πατέρα μουσικό, είναι ένας ποιητής, που όμως γεννήθηκε πολύ αργά. Την επομένη της αποφοίτησής του, θα ξεκινήσει δουλειά σε μια τράπεζα, κάτι που δε θα κυλήσει καθόλου ομαλά. Θα παρατήσει τη δουλειά του, δίνοντας την ενεργητικότητά του, στην προώθηση της ποιητικής του συλλογής. Σε μια συγκινητική αλλά υπερβολικά μελοδραματική κορύφωση ξοδεύει τα τελευταία του χρήματα, προκειμένου να αγοράσει λουλούδια στην αγαπημένη του. Θα βρει τραγικό θάνατο στην παγωνιά του χιονισμένου Παρισιού. Προβάλλεται η σουρεαλιστική εικόνα του καλλιτέχνη που πεθαίνει, πάνω σ’ ένα παροξυσμό απελπισίας, κάνοντας κύκλους ασυνείδητα γύρω απ’ το παλιό νεκροταφείο της πόλης. Με μια άλλη προσέγγιση, ο Dufrénoy είναι ένα σύμβολο απέναντι στην καταπιεστική κυριαρχία της εμπορευματοποίησης των πάντων. Μέσ’ απ’ τα μάτια του, θα προβληθεί, η δυστοπία του τεχνολογικού μελλοντικού κόσμου.

Συχνή προσδιοριστική αναφορά αυτού του έργου, είναι “Η χαμένη νουβέλα”. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο κείμενα, έγκειται στο ότι το πρώτο είναι ένα μυθιστόρημα, ενώ το δεύτερο εξιστορεί, το φανταστικό περίπατο του συγγραφέα στη συγκεκριμένη πόλη, κατά το έτος 2000. Η ημερομηνία σ’ αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιείται σαν πρόσχημα, ώστε να θιγούν τα κακώς κείμενα της πόλης, στο παρόντα χρόνο, της αφήγησης του συγγραφέα.

Ας δούμε όμως πώς φανταζόταν την πόλη του μέλλοντος ο Verne. Ως εισαγωγή στην ιστορία του, θα χρησιμοποιήσει  ένα απόσπασμα του Πωλ-Λουί Κουρκ:

Ω! Τρομερή επιρροή αυτής της ράτσας,

Που δεν υπηρετεί ούτε θεό, ούτε βασιλιά,

Μα έχει αφιερωθεί στις κοσμικές επιστήμες

και στα χυδαία μηχανικά επαγγέλματα!

Ολέθρια φάρα!

Και τι δε θα ‘κανε, δοσμένη αχαλίνωτα

στο μοιραίο πνεύμα της γνώσης, της εφεύρεσης και της τελειότητας.

Η εικόνα που εκφράζει για την πόλη, είναι μιας κοινωνίας που ‘χει επικεντρωθεί στην τεχνολογία κι έχει αφήσει να χαθεί, ως αδιάφορο, κάθε είδος πολιτισμού. Αυτή η απαισιοδοξία που συναντούμε, είναι μια αυτοαναφορά στην αρχή της πορείας του, ως προς την αναζήτησή του για εκδότη. Μια κατάσταση που προσπαθεί να εξισορροπήσει μέσα απ’ το χιούμορ. Μια τραγική θεώρηση για τις ανθρώπινες σχέσεις, μιας κοινωνίας που με την εξαίρεση κάποιον φίλων, οι πολίτες βιώνουν την μοναξιά. Η ιστορία αποτελεί μια προσπάθειά, να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες γύρω απ’ τα προβλήματα, που από τότε εγείρονταν στο αστικό οικοσύστημα. Ιδεατά οι γιατροί δεν έχουν πια ασθενείς να περιθάλψουν, όμως η δημοσιογραφία έχει εξαλειφθεί λόγω της μεγάλης κλίμακας εφαρμογής, ενός συγκεκριμένου άρθρου του Αστικού Κώδικα.

Συναντούμε εταιρίες που δρουν μονοπωλιακά, να αναπτύσσονται με τεράστιους οργανωμένους ρυθμούς και να πολλαπλασιάζονται, απορροφώντας ακόμα και την παιδεία στους κόλπους τους. Ο συγγραφέας αναφέρει, “Για τον κόσμο των επιχειρήσεων, ανοικοδόμηση και δόμηση είναι το ίδιο, αφού στην πραγματικότητα, η μόρφωση δεν είναι παρά ένα είδος οικοδομής, κάπως λιγότερο στέρεη”. Ο συγκεντρωτισμός της παιδείας ολόκληρης της Γαλλίας, σ’ ένα μονάχα ίδρυμα. Η παιδεία, αντιμετωπιζόμενη ως βιομηχανική επιχείρηση, φέρει το όνομα: Γενική Εταιρία Μορφωτικής Πίστης, καθώς διαθέτει εμπορική πράξη ίδρυσης και Δ.Σ. Στους μαθητές η επιστήμη παρέχεται, με μηχανικά μέσα και σε ενέσιμη μορφή.

Η μελέτη των γραμμάτων και των αρχαίων γλωσσών (ελληνικής και λατινικής), έχουν σχεδόν θυσιαστεί στο βωμό της εξέλιξης. Γλώσσες όχι μόνο νεκρές, αλλά και θαμμένες. Είχαν διατηρηθεί κάποια τμήματα για τυπικούς λόγους, αλλά δεν έχαιραν καμίας εκτίμησης. Τα βιβλία και τα λεξικά, έμεναν στα ράφια σε διακοσμητικό ρόλο, αφού δεν ενδιέφερε κανέναν να τα επεξεργαστεί. Παρόλ’ αυτά οι μετοχές της εταιρίας, είχαν διπλασιαστεί σε περίπου δύο δεκαετίες και είχαν πάρει πολύ μεγάλη αξία.

Ανάμεσα στο μυθιστόρημα “Το Παρίσι του 20ου αιώνα” και την ιστορία του ιδίου “Ιδανική Πόλη”, υπάρχουν κοινές αναφορές.  Σχετικά με την εκπαίδευση, συναντάμε:

Φημολογείται πως οι έδρες των γραμμάτων […] θα καταργηθούν το Ακαδημαϊκό Έτος 1962 […] Ποιος ενδιαφέρεται πια για τους Έλληνες και τους Λατίνους; Το πολύ πολύ, να ‘ναι χρήσιμοι, επειδή έδωσαν τις ρίζες κάποιων λέξεων της σύγχρονης επιστήμης.

Αντιστοίχως,

Πάνε τουλάχιστον εκατό χρόνια, που δε κάνουν στα λύκεια, ούτε Ελληνικά, ούτε Λατινικά! Η μόρφωση που παρέχουν είναι καθαρά επιστημονική, εμπορική και βιομηχανική.

Στην όψη του Παρισιού, στο έργο είχαν γίνει τεράστιες αλλαγές, σε σχέση με το τοπίο που γνώριζε ο συγγραφέας. Αντικατοπτρίζοντας τις ανησυχίες του στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, συναντούμε τον βραβευμένο στη λατινική ποίηση νέο, να πνίγεται μες στο ορμητικό ρεύμα των κατοίκων του Παρισιού. Στο μυαλό του τριγυρνά η σκέψη, πως παρασύρεται  στην ανοιχτή θάλασσα. Βρίσκει καταφύγιο ζώντας στους αιθέρες, στις ιδεατές, ονειρικές χώρες, οπού κανείς πια δε πηγαίνει, αλλά και κανείς δε γυρίζει.

Εξοχή δε θα συναντήσουμε πια στο Παρίσι του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, δέκα λεύγες τριγύρω της πόλης, δεν υπάρχει πια βιώσιμη ατμόσφαιρα. Επιστρατεύτηκαν δέκα χιλιάδες φουγάρα εργοστασίων, χημικά προϊόντα, τεχνητά λιπάσματα, κάπνα από κάρβουνο, δηλητηριώδη αέρια και βιομηχανικά μιάσματα. Στην πόλη του μέλλοντος, οι άνθρωποι δε μπορούν να αναπνεύσουν καθαρά. Στα πόδια του θεατή του Παρισιού, απλώνονται εκατό χιλιάδες στριμωγμένα σπίτια, που ανάμεσα τους ξεχωρίζουν οι καμινάδες, δέκα χιλιάδες εργοστασίων.

Το Παρίσι περιγράφεται ως τεράστια οικιστική ανάπτυξη, πέρα απ’ τα όρια της φαντασίας και κατανόησης των κατοίκων του, κατά το έτος 1843. Εκεί, την πόλη συνέδεαν τέσσερις ομόκεντροι κύκλοι σιδηροδρομικών γραμμών, που κατασκευάστηκαν το 1913. Το πρώτο βαγόνι του τραίνου, είχε στις ρόδες του μαγνήτες, οι οποίο επιδρούσαν με ένα σιδερένιο δίσκο, όπου με τη σειρά του γλιστρώντας, τραβούσε το τραίνο, χωρίς ο συμπιεσμένος αέρας που υπήρχε στους σωλήνες, να μπορεί να διαφύγει. Για να σταματήσει το τραίνο τώρα, ο υπάλληλος άνοιγε μια στρόφιγγα, ώστε να διαρρεύσει ο εγκλωβισμένος αέρας κι έτσι ν’ ακινητοποιηθεί ο δίσκος. Μόλις η στρόφιγγα έκλεινε πάλι, ο αέρας έσπρωχνε κι ο συρμός ξεκινούσε με μεγάλη ταχύτητα. Το βασικό πλεονέκτημα, αυτού του συστήματος, που εφευρέθηκε το 1859, ήταν η κατάργηση του λέβητα και των εστιών καυσίμων. Σταθμοί αερίων στις στάσεις, παρείχαν το απαραίτητο υδρογόνο. Τεχνική που εφαρμόστηκε σ’  όλα τα μέσα μεταφοράς.

Όλες αυτές οι βελτιώσεις, ταίριαζαν στον πυρετώδη αιώνα, όπου ο πολλαπλασιασμός των επιχειρήσεων, δεν άφηνε ελεύθερο χρόνο και δεν επέτρεπε καθυστερήσεις. Ο πρωταγωνιστής εκφράζει τους προβληματισμούς του, φέρνοντας στη σκέψη του, τους προγόνους του. Αναρωτιέται πώς θα αντιδρούσαν εκείνοι, μπροστά σ’ αυτές τις λεωφόρους, τις λουσμένες με ένα φως, που ‘μοιαζε μ’ αυτό του ήλιου, αλλά είχε προκληθεί απ’ τα χιλιάδες οχήματα, που κυκλοφορούσαν αθόρυβα στην άσφαλτο.

Πλούσια καταστήματα ακτινοβολούσαν εκτυφλωτικά. Πλατείες σαν απέραντες πεδιάδες και τεράστια πολυτελή ξενοδοχεία. Αερογέφυρες κι αστραφτερά τραίνα, έμοιαζαν να σχηματίζουν αυλάκια στους αιθέρες με απίστευτες ταχύτητες. Όμως οι κάτοικοι του 1960 δεν έδειχναν κανένα θαυμασμό για όλ’ αυτά. Επωφελούνταν μεν, αλλά υποκινούμενοι από “αμερικάνικη φούρια” μπορούσε να καταλάβει κανείς, πως το μόνο που τους έδινε ώθηση, ήταν η συσσώρευση πλούτου και κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, ακατάπαυστα κι ανελέητα.

Tags: 1984 , Arkwright , Joseph Wright of Derby , Jules Gabriel Verne , Jules Verne , Louis Napoleon Bonaparte III , Michel Dufrénoy , Richard Arkwright , The Weird Side Daily , Verne , Wright , Αγγλία , Αμερική , Αποβιομηχανοποίηση , άρθρα , άρθρο , βιβλία , βιβλίο , βιομηχανία , βιομηχανικές πόλεις , Βιομηχανική Επανάσταση , Βιομηχανοποίηση , Γαλλία , Γενναίος Καινούριος Κόσμος , Διαφωτισμός , έκδοση , εργοστάσια , Ζωγράφος , Η Αμιένη το 2000 , ιδεαλισμός , Ιούλιος Βερν , καλλιτέχνης , κείμενο , μηχανές , Μια ιδανική πόλη , μύλος , Παρίσι , Παρίσι του 20ου αιώνα , Πίνακας , Πωλ-Λουί Κουρκ , Συγγραφέας , Χαρά Κωστοπούλου

Χαρά Κωστοπούλου

Δημοσιεύτηκε 27 Ιανουαρίου, 2021

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.