Μητρική Αγάπη – Part II

Το εσωτερικό του ασανσέρ ήταν φωτεινό και η μουσική που έπαιζε ήταν παραδόξως όμορφη. Πέρασε τον τρίτο όροφο και ύστερα τον δεύτερο. Είχε άλλους δύο ορόφους για να φτάσει στο πάρκινγκ, όμως κάποιος ηλίθιος σταμάτησε το ασανσέρ στον πρώτο. Εκείνος εκνευρίστηκε και ετοιμάστηκε να διαολοστείλει όποιον περίμενε απέξω, όταν άνοιξαν οι πόρτες και έμεινε να […]

Το εσωτερικό του ασανσέρ ήταν φωτεινό και η μουσική που έπαιζε ήταν παραδόξως όμορφη. Πέρασε τον τρίτο όροφο και ύστερα τον δεύτερο. Είχε άλλους δύο ορόφους για να φτάσει στο πάρκινγκ, όμως κάποιος ηλίθιος σταμάτησε το ασανσέρ στον πρώτο. Εκείνος εκνευρίστηκε και ετοιμάστηκε να διαολοστείλει όποιον περίμενε απέξω, όταν άνοιξαν οι πόρτες και έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Εκείνη η λευκή μορφή που είχε δει το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του ήταν τώρα μπροστά του με σάρκα και οστά. Και τον κοιτούσε ξανά. Έντονα. Αναστέναξε και ανοιγόκλεισε τα μάτια. Τα μηνίγγια του είχαν αρχίσει να σφυροκοπάνε. Έπρεπε να σταματήσει όλο αυτό σύντομα.

«Τι θες εσύ εδώ, μαμά; Γιατί δεν είσαι στο νοσοκομείο;».

Το πρόσωπο της ήταν χλωμό και τα σκασμένα χείλη της σχημάτιζαν ένα μεγάλο, αρρωστιάρικο χαμόγελο. Φορούσε τη λευκή ρόμπα που της είχαν δώσει στο νοσοκομείο και τα πόδια της ξεπρόβαλλαν στραβά και κοκκαλιάρικα από κάτω, με τις φλέβες να σχηματίζουν έναν ολόκληρο μπλε οδικό χάρτη πάνω στο χλωμό της δέρμα.

Το χέρι της κινήθηκε προς εκείνον και εκείνος τινάχθηκε αντανακλαστικά προς τα πίσω, κάνοντας το χαμόγελο της να παγώσει στα χείλια και ύστερα, σιγά-σιγά να εξαφανιστεί. Τα δύο κουρασμένα της μάτια τον κοίταξαν με παιδική απορία. Οι πόρτες πήγαν να κλείσουν και εκείνος έβαλε το χέρι του ανάμεσα για να ξανανοίξουν.

«Μπες μέσα» της είπε και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Εκείνη τον κοίταξε και μετά έκανε ένα διστακτικό βήμα. Έμοιαζε σαν να προσπαθούσε να πατήσει σε παγωμένο νερό. Έκανε άλλα δύο και βρέθηκε μέσα στο εσωτερικό του ασανσέρ μαζί του, φέρνοντας αντάμα και το άρωμα του νοσοκομείου. «Θα σε πάω πίσω στο δωμάτιο σου και θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα το ξανασκάσεις εντάξει;».

Εκείνη δεν απάντησε και συνέχιζε να τον κοιτάει με αυτό το παιδιάστικο και συνάμα τρυφερό βλέμμα μέχρι που το ασανσέρ έφτασε στο υπόγειο και άνοιξαν οι πόρτες. Στη πραγματικότητα, δεν χρειαζόταν καν να του απαντήσει. Θα την πήγαινε έτσι κι αλλιώς.
Έξω είχε πολλά απότομα σκαλάκια και ήταν σίγουρος πως αν την άφηνε να τα κατέβει μόνη της, θα έτρωγε τούμπα. Έκανε να τη πιάσει για να τη μεταφέρει με ασφάλεια προς το αμάξι του, όμως εκείνη απομακρύνθηκε βιαστικά και σήκωσε τα χέρια, σαν να μην ήθελε να την αγγίξει κανείς και τίποτα. Εκείνος τη κοίταξε προσεκτικά, αναστέναξε και βγήκε από το ασανσέρ, ζητώντας της να τον ακολουθήσει. Ήρεμα.

Καθώς εντόπιζε και ξεκλείδωνε το αμάξι του, γύρισε να δει πόσο μακριά βρισκόταν και ξαφνιάστηκε όταν είδε πως το υπόλοιπο πάρκινγκ, από το ασανσέρ έως εκείνον ήταν άδειο. Εκείνη δεν ήταν πουθενά.

«Μάνα!» φώναξε και την έψαξε μάταια με το βλέμμα του. «Δεν είναι ώρα για παιχνίδια τώρα, πρέπει να…».

«Εδώ είμαι αγόρι μου, μην ανησυχείς!».

Εκείνος γύρισε ξαφνιασμένος και την είδε να κάθεται στη θέση του συνοδηγού, λες και είχε διακτινιστεί εκεί μέσα. Όμως εκείνος ούτε που την είχε δει να πλησιάζει, ούτε που την είχε ακούσει να ανοίγει τη πόρτα και ύστερα να τη κλείνει. Και πέρα από αυτό, θα ορκιζόταν πως το αμάξι του ήταν ακόμη κλειδωμένο. Δεν το είχε κλειδώσει προτού ανέβει στο γραφείο;

«Πως στο καλό μπήκες εκεί μέσα;» ρώτησε, ξεκλειδώνοντας τη πόρτα. Εκείνη απλά τον παρακολούθησε με το τρυφερό της, παιδικό βλέμμα και του χαμογέλασε, κάνοντας τον να αναρωτηθεί αν στο νοσοκομείο, μετά τις καθημερινές εξετάσεις, έκαναν σεμινάρια διάρρηξης αμαξιών.

«Καλά» είπε. «Δεν με νοιάζει κιόλας. Βάλε τώρα τη ζώνη σου για να ξεκινήσουμε».

Καμία κίνηση από τη μητέρα του. Συνέχιζε να τον κοιτάει. Έμοιαζε σαν να ήθελε να του πει κάτι, μα χωρίς να ανοίξει το στόμα της.
«Εντάξει, που να σε πάρει. Άφησε το» είπε εκείνος και φορώντας τη δική του ζώνη, έβαλε μπροστά. «Απλά φρόντισε να μην ανοίξεις κανένα κεφάλι όσο βρίσκεσαι στο αμάξι μου. Τα μυαλά δεν καθαρίζονται εύκολα από το παρμπρίζ».

Χωρίς να περιμένει απάντηση, πάτησε το γκάζι και βγήκε από το μεγάλο πάρκινγκ, με τα λάστιχα του να στριγγλίζουν καθώς γλιστρούσαν στη παγωμένη άσφαλτο. Πήγαινε γρήγορα. Σχεδόν πετούσε σαν αεροπλάνο της Ολυμπιακής. Καθώς οδηγούσε προς το νοσοκομείο, με το πόδι του κολλημένο στο γκάζι, έριχνε κλεφτές ματιές στη μητέρα του, που κάθε δευτερόλεπτο τον κοιτούσε και πιο πικραμένη, ενώ κλυδωνιζόταν μπρος και πίσω από την ταχύτητα του αμαξιού. Σε ένα απότομο σταμάτημα, το κεφάλι της κόντεψε να συγκρουστεί με το ντουλαπάκι που υπήρχε μπροστά της. Μα δεν έδειξε να τη πειράζει. Συνέχιζε απλώς να τον κοιτάζει. Σαν τρελή, σαν άγαλμα. Αυτό το βλέμμα τον κούραζε, όμως έπρεπε να μείνει νηφάλιος, έως ότου έφτανε στον προορισμό του.

Μόλις έφτασε τελικά στο πάρκινγκ του νοσοκομείου, χώθηκε στη πρώτη θέση που βρήκε κενή και πάτησε το φρένο. Πιάνοντας το χειρόφρενο για να παρκάρει το αμάξι, ένιωσε κάτι παγωμένο να του χαϊδεύει το χέρι. Έμοιαζε με αεράκι, αλλά ήταν πιο πηχτό, σχεδόν στέρεο. Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε ένα χλωμό χέρι πάνω στο δικό του. Ένα χλωμό χέρι που κάποτε τον τάιζε, τον έπλενε και του άλλαζε τις πάνες. Του κρατούσε το χέρι, ακόμη και αν της το είχε απαγορεύσει ο ίδιος το προηγούμενο κιόλας βράδυ, που να πάρει.
Ετοιμάστηκε να της φωνάξει, όταν είδε εκείνο το λαμπερό χαμόγελο στο πρόσωπο της, που τον έκανε να παραλύσει. Ήταν εκείνο το χαμόγελο που είχε στη φωτογραφία του γάμου της με τον πατέρα του, τον οποίο εκείνος δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Ήταν το ίδιο χαμόγελο με αυτό που είχε όταν τον γέννησε. Το ήξερε αυτό γιατί το είχε δει σε ένα από τα βίντεο του παππού. Ο παππούς του τραβούσε σε βίντεο κάθε σημαντική στιγμή, μέχρι και τη πρώτη φορά που έκανε την ανάγκη του σε γιογιό. Όμως για ποιόν καταραμένο λόγο χαμογελούσε έτσι και τώρα;

Ετοιμάστηκε να τη ρωτήσει. Δεν είχε τη παραμικρή ιδέα για το τι θα τη ρώταγε, όμως ετοιμάστηκε να δοκιμάσει τη τύχη του. Άνοιξε το στόμα του, έκανε να το κλείσει και ύστερα το ξανάνοιξε, όταν η μητέρα του άνοιξε και εκείνη το δικό της.

Σαγαπώ, γιέ μου…

Τα χείλη τους κινήθηκαν, η γλώσσα της κινήθηκε, όμως η φωνή της ούτε που βγήκε από το λαρύγγι της.

«Μ-μάνα εγώ δεν…». Αλλά τα χείλη του κόλλησαν και δεν τελείωσε τη φράση του ποτέ. Τώρα το μετάνιωνε, όμως στο μέλλον θα χαιρόταν που δεν είπε αυτό που ήθελε να πει. Τα σάλιωσε ξανά και είπε κάτι άλλο: «Περίμενε εδώ, θα φέρω κάποιον να σε μεταφέρει πίσω στο δωμάτιο σου. Δεν χρειάζεται να κουνηθείς».

Βγήκε από το αμάξι του ζαλισμένος και προχώρησε προς την είσοδο του νοσοκομείου. Το κεφάλι του γυρνούσε και για κάποιον περίεργο λόγο, ένιωθε έτοιμος να ξεράσει ότι είχε φάει τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Ήταν νευριασμένος. Πολύ νευριασμένος. Τόσο με τη μητέρα του που το είχε σκάσει από το νοσοκομείο για να πάει να τον δει και δεν μπορούσε να περιμένει λίγη ώρα, μέχρι να ερχόταν εκείνος, όσο και με τους υπαλλήλους του νοσοκομείου που άφησαν ολόκληρη άρρωστη γυναίκα να φύγει, χωρίς καν να το αντιληφθούν. Και περισσότερο με τον εαυτό του, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.

Μπαίνοντας μέσα αντίκρισε εκείνον τον ψηλολέλεκα γιατρό που ήταν υπεύθυνος για τη μάνα του. Φορούσε τη λευκή του ρόμπα, πάνω από ένα ξενέρωτο πολύχρωμο πουλόβερ και συζητούσε με τη κοπέλα που καθόταν στο γραφείο της γραμματείας, κουνώντας το τριχωτό του χέρι.
«Άκου να σου πω, καραγκιόζη…».

Ο γιατρός γύρισε και τον κοίταξε, ανασηκώνοντας τα φρύδια. Έμοιαζε έκπληκτος και τρομαγμένος.

«Κύριε Γιάννου, λυπάμαι μα φαίνεται πως ήρθατε πάνω στην ώρα για να σας μεταφέρουμε ένα άκρως δυσάρεστο νέο. Η μητέρα σας…».

«Ναι, ξέρω, ηλίθιε» είπε εκείνος, πιάνοντας τον από τον γιακά. «Είμαι εξοργισμένος μαζί σου για αυτό ακριβώς».

«Κ-κύριε Γιάννου» είπε ο γιατρός, προσπαθώντας να ξεφύγει από το κράτημα του άντρα, τραβώντας τα χέρια του από πάνω του. Η κοπέλα πίσω από το γραφείο είχε σηκωθεί όρθια και τους κοιτούσε αποβλακωμένα, όμως δεν έκανε καμία κίνηση για να τους σταματήσει. «Δεν φταίμε εμείς για αυτό που έγινε!».

«Και ποιος φταίει;» ρώτησε εκείνος και τράβηξε ξανά τον γιατρό προς το μέρος του. Ο γιατρός ήταν περίπου δύο κεφάλια πιο ψηλός από εκείνον και αναγκάστηκε να καμπουριάσει για να είναι στο ίδιο ύψος με τον άντρα που τον κρατούσε.

«Ε-ε τι να σας πω! Ήταν θέλημα θεού να γίνει». Η φωνή του γιατρού έτρεμε και πάνω από τα φρύδια του είχαν σχηματιστεί δύο παχιοί κόμποι ιδρώτα.

«Τι λες ρε βλάκα, ήταν θέλημα θεού να το σκάσει η μητέρα μου;». Τον ταρακούνησε πάλι και τον είδε να χλομιάζει σαν χαρτί.

«Δ-δεν ξέρω, κύριε μου, αν η έκφραση που προτιμάτε είναι ότι το έσκασε, όμως ήταν μεγάλη γυναίκα και είχε προχωρημένο καρκίνο, σε επίπεδο που ούτε ένας νεαρός άντρας δεν θα άντεχε. Θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς, αργά η γρήγορα, απλώς έτυχε να γίνει τώρα. Λυπάμαι για την απώλεια σας, όμως σας ορκίζομαι πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο».

Τα χέρια του άντρα έχασαν αμέσως τη δύναμη τους και ο γιατρός κατάφερε να ξεγλιστρήσει εύκολα από μέσα τους. Τα μάτια του ανοιγόκλεισαν. Τη μια στιγμή ο γιατρός έφτιαχνε τον γιακά του και την άλλη ξεκίνησε να απομακρύνεται, πηγαίνοντας προς τον διάδρομο ο οποίος οδηγούσε στα γραφεία των γιατρών, κατακόκκινος σαν ντομάτα. Σε μια στιγμή είχε εξαφανιστεί.
Ο άντρας γύρισε και κοίταξε τη γραμματέα. Στεκόταν εκεί όρθια και τον κοιτούσε με το ίδιο ξαφνιασμένο βλέμμα με πριν, έτοιμη να μιλήσει. Να πει κάτι. Και ήταν κι όμορφη. Αρκετά όμορφη. Αλλά, δεν τον ένοιαζε. Δεν έδινε δεκάρα για αυτήν τώρα. Την αγνόησε και έτρεξε προς την έξοδο, με τη καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Δεν ήξερε τι του συνέβαινε κι αυτό ήταν εφιαλτικό. Για ποιόν αναθεματισμένο λόγο ανησυχούσε έτσι, ενώ ήξερε πως η μητέρα του ήταν εκεί έξω και τον περίμενε. Για ποιόν αναθεματισμένο λόγο ανησυχούσε για τη μητέρα του εξ αρχής;

Βγήκε έξω. Το αμάξι ήταν ακόμη εκεί, σταματημένο με τις πόρτες κλειστές και σκοτεινές, όπως φαίνονταν μακριά, να ατενίζει το σκοτάδι. Έμοιαζε να είναι ακόμη κλειδωμένο, όπως το είχε αφήσει όταν έφυγε για να μπει στο νοσοκομείο και να…

Λυπάμαι για την απώλεια σας, όμως σας ορκίζομαι πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι περισσότερο.

Ο άντρας βλαστήμησε και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Το πάρκινγκ ήταν άδειο, όπως το είχε αφήσει. Συνέχισε να τρέχει και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν έφτασε στο αμάξι του και ξεκλείδωσε τη πόρτα του οδηγού. Από μέσα ακούγονταν ψίθυροι, λες και η μητέρα του είχε πιάσει συζήτηση με τον αέρα. Και μα τον θεό, δεν θα το παραδεχόταν, αλλά θα προτιμούσε να είχε χάσει τα λογικά της παρά να είχε…

Άνοιξε τη πόρτα. Οι ψίθυροι δεν ήταν τίποτα άλλο από τη φωνή αυτού του άγνωστου τραγουδιστή, που τραγουδούσε εκείνο το τόσο γνωστό χριστουγεννιάτικο τραγούδι σε κάποιον που δεν ήταν εκεί. Μα φυσικά και δεν ήταν εκεί. Τι περίμενε; Τόσες φορές της είχε ευχηθεί να χαθεί και κάποια στιγμή ήταν αναμενόμενο να γίνει. Με αυτόν ή με κάποιον άλλον τρόπο. Αλλά τώρα που είχε πραγματοποιηθεί επιτέλους η ευχή του, δεν ένιωθε όπως θα έπρεπε να νιώθει.

Δεν ένιωθε χαρούμενος.

ΤΕΛΟΣ

Νίκος Κατέχης

Tags: death , love , mother , sad , αγάπη , θάνατος , λύπη , μητέρα

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.