Μητρική Αγάπη – Part I

«Άμα μπορείς, κράτα μου το χέρι» του είχε πει με τη γλυκιά, φαφούτικη φωνή της και εκείνος την άκουσε, παρόλο που μιλούσε αρκετά σιγανά, από την ημέρα που βρήκαν εκείνο τον όγκο στο λαρύγγι της. Εκείνους τους όγκους, τέλος πάντων. Αν ήθελε να είναι απολύτως ειλικρινής μαζί της, θα της έλεγε ότι δεν θα της […]

«Άμα μπορείς, κράτα μου το χέρι» του είχε πει με τη γλυκιά, φαφούτικη φωνή της και εκείνος την άκουσε, παρόλο που μιλούσε αρκετά σιγανά, από την ημέρα που βρήκαν εκείνο τον όγκο στο λαρύγγι της. Εκείνους τους όγκους, τέλος πάντων. Αν ήθελε να είναι απολύτως ειλικρινής μαζί της, θα της έλεγε ότι δεν θα της κρατούσε το χέρι, γιατί δεν ήθελε να της κρατήσει το χέρι, όμως κάτι τέτοιο ίσως και να τη σκότωνε. Οπότε έκανε απλώς πως δεν την άκουσε. Ένα παλιό, καλό κόλπο, που κάποιες φορές έπιανε. Δεν ήθελε να ήταν εκείνος ο λόγος που θα πέθαινε μια γριά γυναίκα, στη τελική.

Αυτή όμως επέμεινε και εκείνος αναγκάστηκε να της απομακρύνει το χέρι με το δικό του, όταν προσπάθησε να του χαϊδέψει τα μαλλιά. Δεν του άρεσε να της φέρεται σκληρά, όμως μερικές φορές απλά τον ανάγκαζε. Δεν ήξερε πότε έπρεπε να σταματήσει τις γλύκες. Χρόνια τώρα.

«Είμαι μεγάλος πια, μητέρα, δεν χρειάζεται να…».

«Μα ένα χάδι, είναι αγάπη μου. Ένα χάδι από τη μαμά που…».

Τέντωσε ξανά το χέρι της προς το πρόσωπο του και εκείνος αναγκάστηκε να της το χτυπήσει με τη ράχη της παλάμης του, για να το απομακρύνει μια και καλή. Το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας ξερός κρότος, από τον καρπό της, καθώς τιναζόταν μακριά και έμενε για λίγο μετέωρος στον αέρα, πριν κάτσει πάλι στο κρεβάτι. Κάπως έτσι έδιωχνε και τις ενοχλητικές μύγες όταν βούιζαν δίπλα στα αυτιά του. Και αυτή η γυναίκα ήταν μια ενοχλητική μύγα για εκείνον. Επίσης χρόνια τώρα.

«Είπα, μητέρα, δεν χρειάζεται να με χαϊδέψεις, για αυτό σε παρακαλώ σταμάτα!».

Τα μάτια της μητέρας του, αυτά τα υγρά, γαλανά μάτια, που έμοιαζαν με γαλάζιους θολούς βόλους, τρεμόπαιξαν, έκλεισαν μια φορά και ύστερα ξανάνοιξαν. Η ηλικιωμένη γυναίκα του δωματίου 22, της πρώτης πτέρυγας ξάπλωσε ξανά πίσω στο σκληρό της ντιβάνι. Δεν ξανασηκώθηκε στιγμή από τότε.
Δύο βαρετές ώρες πέρασαν για εκείνον, όπου το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάει το ρολόι του, να ξεροβήχει, να κοιτάει έξω από το δωμάτιο και να ξεροβήχει ξανά, ενώ η μητέρα του απλώς καθόταν στο κρεβάτι της και τον παρατηρούσε, με αυτό το ενοχλητικό χαμόγελο της. Ξόδεμα χρόνου. Αυτό ήταν οι ώρες που περνούσε μαζί της, όμως εκείνη δεν το καταλάβαινε, λες και πίστευε ότι είχε όλο τον χρόνο μπροστά της, για να κάνει κάτι σημαντικό όποτε το ήθελε. Εκείνος όμως που τον είχε, τον σπαταλούσε με το να μη κάνει τίποτα.

Στις εννιά παρά έληγε το επισκεπτήριο. Όταν επιτέλους τελείωσε όλο αυτό το πανηγύρι, έφυγε από το δωμάτιο του νοσοκομείου, ανακουφισμένος και κατά κάποιον τρόπο χαρούμενος με τον εαυτό του που είχε ολοκληρώσει αυτή την ηθική υποχρέωση. Κατέβηκε κάτω, αποχαιρέτησε έναν γιατρό που συνάντησε στον διάδρομο και μια νόστιμη νοσοκόμα και βγήκε έξω. Σκέφτηκε πως, ίσως κάποτε, όταν τελείωνε τη νομική σχολή, να είχε κι αυτός μια τόσο όμορφη γραμματέα στο γραφείο του.

Έξω είχε ψύχρα. Δύο μέρες τώρα δεν έπαυε να έχει ψύχρα. Περπάτησε έως το πάρκινγκ, χώνοντας τα χέρια στις τσέπες του παλτού του. Πέρυσι τέτοια εποχή, η μητέρα του τον έντυνε με πουλόβερ και του έφτιαχνε ζεστές σοκολάτες με ζαχαρωτά για να ζεσταίνεται, όμως όλα αυτά άνηκαν σε ένα παρελθόν που είχε αποτινάξει από πάνω του, σαν να ήταν εκτοξευτήρας ενός πυραύλου, που δεν χρειαζόταν πια την ώθηση του. Είχε πετάξει. Αυτή δεν είναι η μοίρα του ανθρώπου, άλλωστε; Να μεγαλώνει, να μαθαίνει τι είναι τα φτερά, να ανακαλύπτει πώς να τα χρησιμοποιεί και ύστερα να πετάει;
Ξεκλείδωσε το μεγάλο του αμάξι με τα φιμέ τζάμια –όταν γινόταν δικηγόρος θα έπαιρνε ακόμη μεγαλύτερο- και βολεύτηκε στα καφέ δερμάτινα καθίσματα, βάζοντας μπροστά. Ήταν χειμώνας και θαρρείς πως εκείνη την εβδομάδα δεν είχε αρρωστήσει κανείς στη πόλη, για αυτό και ο ευρύτερος χώρος του νοσοκομείου ήταν άδειος. Κανείς, τέλος πάντων, εκτός της μάνας του. Τράβηξε το χειρόφρενο και άνοιξε το ραδιόφωνο. Ένα γνωστό, χριστουγεννιάτικο τραγούδι, από αυτά τα παλιά έπαιζε στον αγαπημένο του σταθμό. Κάτι του θύμιζε όμως και ήταν μια έντονη ανάμνηση, που απλώς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Προσπάθησε να καταλάβει ποιος ήταν ο τραγουδιστής, δεν τα κατάφερε και μετά από λίγο τα παράτησε. Χαμήλωσε την ένταση και κύλησε προς την έξοδο. Δέκα λεπτά αργότερα πάρκαρε σε μια κενή θέση, δύο τετράγωνα μακριά από το σπίτι του και περπάτησε ως εκεί. Η μελωδική φωνή του άγνωστου τραγουδιστή είχε σβηστεί προ πολλού.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Οι άνθρωποι της πόλης όχι μόνο είχαν σταματήσει να αρρωσταίνουν, αλλά μάλλον είχαν σταματήσει να έχουν ανάγκη και από καθαρό αέρα. Δεν του φαινόταν και τόσο περίεργο. Οι άνθρωποι γίνονταν όλο και πιο παράξενοι με τον καιρό.

Καθώς πλησίαζε προς το σπίτι του, άκουσε ένα σύρσιμο σε μια γωνία. Γύρισε και είδε μερικά κλαδιά από δύο δέντρα να κουνιούνται. Κατά πάσα πιθανότητα πρεζόνια. Αυτά δεν είχαν σταματήσει να έχουν την ανάγκη του καθαρού αέρα και της πρέζας. Αλλά δίπλα από το σπίτι του βρήκανε να κρυφτούν; Δίπλα από την αυλή που είχε αγοράσει δίνοντας το ένα τέταρτο από τα χρήματα που έκλεψε -δανείστηκε- από τη μητέρα του για τις σπουδές του; Δεν μπορούσε να το επιτρέψει αυτό.
«Τραβήξτε στο διάολο, ρε αρρωστημένα καθίκια» φώναξε προς το κενό. Πριν μια βδομάδα κιόλας είχε διώξει μια παρέα από μαστούρηδες εκεί πέρα και σχεδόν πιάστηκε στα χέρια μαζί τους, όταν ένας από αυτούς βγήκε και τον ρώτησε από πότε είχε να νιώσει χαρά στο εσώρουχο του και είχε τόσα νεύρα. Ήταν οξύθυμος, ναι, αυτό μπορούσε να το παραδεχτεί. Είχε κάμποσα ελαττώματα και δεν τα έκρυβε, όμως αυτή τη φορά δεν έφταιγε ο ίδιος που νευρίασε.

Καμία απάντηση. Η ανάσα του και ο χαλαρός άνεμος, ήταν τα μόνα πράγματα που ακούγονταν στο έρημο πεζοδρόμιο εκείνη την ώρα. Έμεινε για λίγο στην θέση του, μεταφέροντας το βάρος του πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο, ύστερα γέλασε και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, ανάβοντας ένα τσιγάρο. Από τα βαριά, εκείνα που η μάνα του τον παρακαλούσε να σταματήσει και εκείνος απλώς την αγνοούσε, γιατί έτσι κι αλλιώς κάποτε θα πέθαινε, οπότε τι σημασία θα είχε αν πέθαινε με μαύρα πνευμόνια ή εμπριμέ;

Ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου και ξεκλείδωσε τη πόρτα, πασχίζοντας να τη βγάλει από το μυαλό του για εκείνο το βράδυ. Αρκετά δεν τον είχε απασχολήσει για σήμερα;

Μπαίνοντας μέσα, πέταξε το παλτό του στον καναπέ και έβγαλε τα παπούτσια του, χρησιμοποιώντας μόνο τις μύτες των ποδιών του. Πήγε στη κουζίνα, που μύριζε ακόμη πίτσα από το μεσημέρι, άνοιξε το ντουλάπι και έψαξε για οτιδήποτε γυάλινο υπήρχε. Αφού αγνόησε το μπουκάλι με το οινόπνευμα, το οποίο θα έπρεπε να είχε στο μπάνιο, μα δεν το είχε, έπιασε ένα Jack Daniels, έφτυσε το τσιγάρο και άδειασε λίγο ουίσκι μέσα στο ξεραμένο στόμα του. Καταπίνοντας, σκέφτηκε προς στιγμή, πως καλύτερα θα ήταν να είχε διαλέξει το πρώτο μπουκάλι. Το ουίσκι δεν ήταν τόσο γευστικό όσο περίμενε.

Βλαστημώντας τον Jack, σαν να ήταν ένα παλιό φιλαράκι του, που μετά από δέκα χρόνια φιλίας τον πρόδωσε στεγνά, προχώρησε μέχρι το σαλόνι με μεγάλα βήματα και απλώθηκε στον καναπέ, στη γωνία του δωματίου. Το μπουκάλι ήταν ακόμη στα χέρια του και αφού το ζύγισε, το έφερε πάλι στα χείλη του. Σκατά ήταν, μα ήπιε μέχρι που τελείωσε και ύστερα κατέβασε το μπουκάλι.
Όταν ήταν δώδεκα χρονών και είχε πιει κρυφά το πρώτο του ποτήρι ουίσκι, η μητέρα του ήρθε το ίδιο βράδυ στο δωμάτιο του και του είπε με το σοβαρό της ύφος ότι αν είχε πάρει τα γονίδια του πατέρα του, τότε μάλλον δεν θα το άντεχε και θα μεθούσε από τις τρεις πρώτες γουλιές. Ένας θεός ήξερε πως τον είχε καταλάβει. Εκείνος της είχε πει πως δεν είχε μεθύσει και ήταν εντάξει κι ας είχε χάσει το φως του από τη πρώτη γουλιά. Από εκείνο το βράδυ, είχε πιει αρκετές γουλιές αλκοόλ και είχε μάθει να το αντέχει. Μέχρι ένα σημείο, τουλάχιστον.

Τώρα όμως, ενώ ένιωθε πως ήταν εντελώς καλά –κρύωνε λίγο, αλλά αυτό δεν είχε σημασία-, καθώς κατέβαζε το μπουκάλι, το μάτι του έπεσε στον θολό πάτο του μπουκαλιού και μέσα από αυτόν, σαν να ήταν ένα είδος τηλεσκόπιου, είδε μια λευκή φιγούρα να κάθεται πάνω στον καναπέ που είχε πετάξει το παλτό του. Και τον κοιτούσε.

Κατέβασε το κεφάλι του βιαστικά και κοίταξε κανονικά. Τίποτα. Ο καναπές ήταν άδειος, εκτός από το παλτό του, το οποίο είχε πατικωθεί κατά κάποιον τρόπο. Ξεροκατάπιε και έφερε το μπουκάλι στα μάτια του. Η μαύρη ετικέτα τον κοιτούσε αυθάδικα. «Δεν παίζεις δίκαια, Τζάκι, δεν παίζεις καθόλου δίκαια». Ο Jack δεν απάντησε, όμως εκείνος ξεράθηκε στα γέλια.

Αφού σταμάτησε να κλυδωνίζεται από το γέλιο και ξεροκατάπιε μερικές φορές, άφησε το άδειο μπουκάλι στο τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία. Πήγε ως το μπάνιο με μεθυσμένα βήματα και αφού γδύθηκε, έκανε ένα ζεστό μπάνιο. Ύστερα βγήκε έξω και πήγε στο δωμάτιο του για να κοιμηθεί. Πάνω στο κομοδίνο υπήρχε ένα ανοιχτό βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουέι, του πιο μισητού, σεξιστή συγγραφέα, σύμφωνα με τη μητέρα του. Το αγνόησε για εκείνο το βράδυ και ξάπλωσε πάνω στο μαλακό του στρώμα, σκεπάζοντας τον εαυτό του με ένα χοντρό πάπλωμα. Από κάπου μέσα στο σπίτι έμπαινε ο αέρας. Εκείνος δεν ήξερε από πού, μα δεν τον ένοιαζε κιόλας. Όχι όσο ήταν πιωμένος. Κάποια στιγμή καθώς αποκοιμιόταν ακούστηκε και κάτι σαν φωνή μαζί με τον αέρα. «Καληνύχτα, αγόρι μου, όνειρα γλυκά». Ο εγκέφαλος του όμως απέρριψε τη πληροφορία, προτού καν προλάβει να τη σκεφτεί.
Το επόμενο πρωί σηκώθηκε από τις εφτά για τη δουλειά, αν και τελικά έφτασε εκεί κατά τις εννιά, με το κεφάλι του πιο βαρύ και από σακί με πέτρες. Ήταν εύκολη δουλειά και ο διευθυντής του είχε πει πως θα έφτανε ψηλά αν ήθελε. Αλλά δεν ήθελε. Μόλις τελείωνε τις σπουδές του θα έπιανε κανονική δουλειά πάνω σε αυτές και το τωρινό αφεντικό του θα μπορούσε να τον βλέπει μόνο με τηλεσκόπιο, εκεί όπου θα βρισκόταν.

Το τέλος της βάρδιας του δεν άργησε να έρθει και θυμήθηκε –μα πως μπορούσε να το ξεχάσει- ότι το απόγευμα θα πήγαινε να επισκεφτεί και πάλι τη μητέρα του στο νοσοκομείο. Μέχρι πριν από δύο εβδομάδες που διαγνώστηκε με επιθετικό καρκίνο σε όλο της το σώμα δεν την επισκεπτόταν σχεδόν καθόλου, παρά μόνο μερικές Κυριακές, ανά τρείς μήνες -και ο θεός να είναι ευλογημένος-, δεν της μιλούσε καθόλου από το τηλέφωνο, γιατί δεν της είχε δώσει τον αριθμό του. Αλλά αυτή επέμενε. Πότε με γράμματα, πότε με τυχαίες επισκέψεις στη δουλειά του, προσπαθούσε να του πιάσει τη συζήτηση και να του χαλάσει την ημέρα. Το μισούσε αυτό. Και της το έλεγε. Μα εκείνη δεν τον άκουγε και συνέχιζε να κάνει τα ίδια. Ποτέ δεν καταλάβαινε τον γιο της, χρόνια τώρα.

Όταν λιποθύμησε στο σουπερμάρκετ και κάποιος την πήγε στο νοσοκομείο, ένας από τους νοσοκόμους έψαξε για το τηλέφωνο του και το βρήκε. Στην αρχή πίστεψε ότι όλο αυτό ήταν ένα υπερβολικό κόλπο από μέρους της, για να τον πλησιάσει και παρά τρίχα να κλείσει το τηλέφωνο στη μούρη του νοσοκόμου, όμως ύστερα σκέφτηκε πως η μητέρα του δεν ήταν ποτέ τόσο πονηρή για να σκεφτεί κάτι τόσο έξυπνο και επίσης, αν τύχαινε όλο αυτό να μην είναι κόλπο, ίσως να έκανε κακό στην μελλοντική του καριέρα, αν κάποτε μαθαινόταν ότι αγνόησε την ετοιμοθάνατη μητέρα του σαν αναίσθητο καθίκι.

Αυτή ήταν η πρώτη του αντίδραση ωστόσο. Η δεύτερη, όταν έφυγε σαν κυνηγημένος από τη δουλειά του για να πάει να τη βρει στο νοσοκομείο και να μάθει από έναν βλογιοκομμένο, καραφλό γιατρό ότι η μάνα του έχει γεμίσει τόσα κύτταρα καρκίνου που θα μπορούσε να τους φτιάξει δικό τους δημοτικό συμβούλιο, ήταν να εξοργιστεί μαζί της. Ήταν άρρωστη.
Απελπιστικά άρρωστη. Θα χρειάζονταν αμέτρητα χρήματα για να της δοθεί έστω και μια μηδαμινή ελπίδα επιβίωσης. Χρήματα τα οποία εκείνος δεν είχε και τα οποία δεν θα μπορούσε να αποκτήσει στους δύο μόνο μήνες που είχε περιθώριο, πριν εκείνη τινάξει τα πέταλα. Και όμως, έτσι, αυτή τον πίεζε με τον πιο άσχημο τρόπο, ακόμη και αν δεν το παραδεχόταν. Ήταν σαν να του έλεγε μόνο εσύ μπορείς να σώσεις τη κακομοίρα τη μάνα σου και ούτε καν που προσπαθείς. Και η αλήθεια είναι πως μερικές φορές σχεδόν την άκουγε να το λέει, πνιχτά, νοερά. Για αυτό περίμενε πως και πώς να ερχόταν εκείνη η ευλογημένη μέρα που θα πέθαινε και θα τον άφηνε να συνεχίσει τη ζωή του σαν κανονικός ελεύθερος άνθρωπος. Σκληρό μεν, μα κατά τη γνώμη του, σωστό.

Μόλις σχόλασε, εγκατέλειψε το γραφείο του και πήρε το ασανσέρ για να κατέβει έως το πάρκινγκ και να πάρει το αμάξι του. Η εταιρεία που δούλευε ήταν μεγάλη, όμως εκείνος ήταν ένας απλός τηλεφωνητής προς το παρόν και μερικές φορές εκτελούσε και χρέη κλητήρα. Ασήμαντη δουλειά, μα με δικό του γραφείο και δική του θέση πάρκινγκ, χάριν στις γνωριμίες του.

Νίκος Κατέχης

Tags: death , love , mother , sad , αγάπη , θάνατος , λύπη , μητέρα

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.