Παρασκευή, 12 Σεπτεμβρίου
Δεν είδε εφιάλτες αυτή τη φορά. Ξύπνησε νωρίς το πρωί, αλλά όχι αρκετά νωρίς για να προλάβει τον Νίκο. Ένιωθε καλύτερα σήμερα, κι ας μην είχε πάρει τα αντιβιοτικά της που ήταν στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι τους. Ψηλάφισε το πρησμένο, κακάσχημο μάτι της. Δεν ήταν και τόσο άσχημα τελικά.
Πήγε κάτω να πιεί λίγο νερό.
Όμως δεν άργησε να διαπιστώσει τα ίχνη από αίμα στο γρανιτένιο πάτωμα του σπιτιού.
Οδηγούσαν προς το τηλέφωνο.
Έσμιξε τα φρύδια της.
Ήταν περίεργο, ήταν πολύ περίεργο, γιατί ήταν τα ίδια χνάρια που είχε αφήσει χθες όταν πάτησε το σπασμένο ποτήρι… που θυμόταν πως είχε μαζέψει αλλά τελικά δεν το είχε μαζέψει… όπως και τα αίματα… μήπως δεν είχε καθαρίσει ούτε τα αίματα; Αποκλείεται, ο Νίκος θα τα είχε δει, άρα δεν υπήρχαν εκεί τα αίματα, τα είχε όντως καθαρίσει.
Η Δάφνη πήγε προς την εξώπορτα, περιμένοντας να την ακούσει πάλι να κλείνει, αλλά δεν ήταν κανείς απέξω.
Κοίταξε πίσω της· ούτε μέσα ήταν κανείς. Το σπίτι ήταν άδειο. Έκλεισε την πόρτα. Με τρόμο κατάλαβε ότι τα αίματα βρίσκονταν ακόμα εκεί. Αλλά το ποτήρι… δεν υπήρχε το σπασμένο ποτήρι. Κοίταξε την ουλή στο πέλμα της. Η πληγή είχε ανοίξει και έσταζε αίμα… Το καθάρισε γρήγορα με ένα πανάκι. Έβαλε ένα τσιρότο και σφουγγάρισε τα αίματα.
Είχε μήνυμα στον τηλεφωνητή:
«Δάφνη… Δάφνη εγώ είμαι, η κυρία Φου. Δεν κάλεσες πίσω που σου ζήτησα. Αλλά λογικό, κι εγώ αν έχανα κάποιον δικό μου έτσι θα ήμουν τώρα, απομονωμένη». Αναστεναγμός. «Πάρε με τηλέφωνο όταν μπορέσεις, ανησυχώ για σένα».
Η Δάφνη έτρεξε προς το τηλέφωνο και κάλεσε την Κυρία Φου. Χτυπούσε και…
«Εμπρός; Δάφνη;» Το σήκωσε. «Είδα την αναγνώριση. Πες μου ότι είσαι καλά…»
«Καλημέρα, κυρία Φου», είπε η Δάφνη τάχα πως ήταν ψύχραιμη. «Γιατί τέτοια αναστάτωση; Είστε καλά;»
«Εγώ… Ναι. Μια χαρά είμαι, γλυκιά μου. Όμως έμαθα για την μητέρα σου και… λυπάμαι τόσο πολύ. Θα πρέπει να είναι δύσκολο για σένα. Γι’ αυτό ήσουν έτσι τελικά; Έπρεπε να μου το είχες πει».
«Μισό λεπτό… τι εννοείτε;»
«Προχτές… πέθανε; Δεν το ήξερες;»
Η Δάφνη βρόντηξε το τηλέφωνο στην βάση του, αβέβαιη αν επρόκειτο για πραγματικότητα. Μπορεί να ήταν πάλι κάποιο όνειρο, ναι, αυτό ήταν, κάποιο κακό όνειρο. Σύντομα θα ξυπνούσε, ουρλιάζοντας όπως πάντα.
***
«Πρέπει να γυρίσεις σπίτι!» ούρλιαξε η Δάφνη στο τηλέφωνο. «Νίκο δεν μπορώ άλλο, θα τρελαθώ, μα τω Θεώ είμαι ήδη τρελή για δέσιμο, το ξέρω. Έχω χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. Δεν ξέρω πια τι είναι αληθινό!» Κλάματα.
Πρέπει να ξυπνήσω… πρέπει να ξυπνήσω… εγώ πρέπει να…
«Δάφνη…» Βαρύς αναστεναγμός. «Έρχομαι, μείνε εκεί που είσαι».
Η Δάφνη έτρεξε στο μπάνιο. Κάλεσε από τον ασύρματο στο σπίτι της μητέρας της. Κανείς δεν το σήκωνε. Ήταν πράγματι νεκρή; Οι νεκροί σταματούν να καλούν στον αριθμό του σπιτιού μα εξακολουθούν να καλούν μεταξύ του υποσυνείδητου και της ανθρώπινης συνείδησης… κάπου μέσα στο κεφάλι σου.
Η Δάφνη σηκώθηκε και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Δεν υπήρχε πια πρήξιμο, ούτε φλεγμονή. Έξαφνα ο καθρέφτης άρχισε να τρέμει, σαν να ήταν επιφάνεια από ζελέ, και την ρούφηξε μέσα.
Τώρα έβλεπε τον εαυτό της από την άλλη μεριά του καθρέφτη. Οι βολβοί των ματιών της είχαν γυρίσει εντελώς ανάποδα· μόνο το ασπράδι φαινόταν από τις κόγχες. Το κεφάλι της φούσκωνε και μελάνιαζε, το ασπράδι γέμιζε σπασμένες φλεβίτσες. Ο Νίκος στάθηκε πλάι της, είχε επιστρέψει για κείνη, ήταν ήρεμος, ενώ το κεφάλι της υπερμέγεθες, παλλόταν στρογγυλό, έτοιμο να σκάσει. Αυτή η Δάφνη είχε κάτι το κακό… κάτι που ο Νίκος δεν μπορούσε να δει.
Τα πάντα γέμισαν με ένα δυνατό, εκτυφλωτικό φως.
Η Δάφνη αγωνιζόταν να θυμηθεί τι συνέβη εκείνη τη μέρα.
Και κάνοντάς το, η μητέρα της πλησίαζε από πίσω της…
Ήταν στον κόσμο του καθρέφτη.
Ένα φρικτό γέλιο αντήχησε στ’ αυτιά της.
«Έλα δω μαζί μου. Έλα να ζήσουμε για πάντα μέσα στο κεφάλι σου, μαζί, εγώ κι εσύ. Είμαι η μόνη που νοιάζεται για σένα. Ο Νίκος όχι. Σε θέλει επειδή μπορεί να σου επιβληθεί, σε θέλει επειδή είσαι αδύναμη».
Η Δάφνη έτρεξε μακριά από το πουδραρισμένο πρόσωπο της μητέρας της. Κοίταξε πίσω της· η άλλη πλευρά του καθρέφτη φαινόταν σαν ένα παραθυράκι σε όλο το πυκνό σκοτάδι, σαν ένα παραθυράκι που όσο πιο μακριά απ’ αυτό έτρεχε τόσο πιο πολύ συρρικνωνόταν. Έφτασε τόσο μακριά που τα πάντα έμοιαζαν σαν το σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων. Πήρε την απόφαση να καθίσει οκλαδόν όπως έκανε στα μαθήματα γιόγκα. Ο μόνος τρόπος να γεμίσει το σκοτάδι της με φως, ήταν να θυμηθεί.
Πίεσε τους κροτάφους της και το εκτυφλωτικό φως επανήλθε, διαλύοντας το σκοτάδι.
Βρισκόταν στο καθιστικό· όχι του σπιτιού της, αλλά της μητέρας της. Ήταν στη μέση ενός καβγά.
«Ξέρω ότι σε ενοχλεί, Δάφνη, ωστόσο παραμένεις κόρη μου και δεν μπορώ να σε αφήσω να κάνεις τέτοιο κακό στον εαυτό σου. Μ’ ακούς που σου μιλάω ή ταξιδεύεις;»
«Σ’ ακούω μητέρα, για όνομα, δεν έχεις βάλει γλώσσα μέσα», παραπονέθηκε η Δάφνη. «Δεν καταλαβαίνω γιατί σ’ ενοχλεί που είμαι με τον Νίκο. Πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Δεν επηρεάζει τη ζωή σου και εξάλλου… είμαι ευτυχισμένη μαζί του».
Η μητέρα της έμοιαζε να βράζει στο ζουμί της. Συνέχισε να πίνει το τσάι της με επίμονο και βλοσυρό βλέμμα.
Η Δάφνη σηκώθηκε πάνω. «Πρέπει να φύγω».
«Κιόλας;»
«Δεν νομίζω πως έχουμε να πούμε κάτι άλλο».
«Καλώς», είπε. «Είσαι ελεύθερη να φύγεις. Αλλά αν νομίζεις πως θα σας αφήσω ήσυχους, τότε είσαι πολύ γελασμένη».
«Τι εννοείς;»
«Δεν πρόκειται να δείτε άσπρη μέρα ωσότου να διαλυθεί αυτός ο γάμος». Η μητέρα της σηκώθηκε πάνω, αφήνοντας το φλιτζάνι πάνω στο τραπεζάκι. «Ακόμα κι όταν πεθάνω, δεν θα ησυχάσετε, να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».
«Είσαι άρρωστη».
Η μητέρα της την χαστούκισε.
«Ύστερα απ’ όσα έχω κάνει για σένα τολμάς να με αποκαλείς έτσι; Είναι δυνατόν να με πουλάς γι’ αυτό το… γι’ αυτό το ρεμάλι που κουβάλησες μέσα στο σπίτι μου;»
«Είσαι τρελή!» Η Δάφνη είχε βουρκώσει.
«Βλέπεις τι εννοώ; Γι’ αυτό σε θέλει, επειδή είσαι αδύναμη. Δεν μπορείς να υπερασπιστείς ούτε τον εαυτό σου. Ο κόσμος είναι σκληρός για ένα κουτάβι σαν εσένα, Δάφνη».
«Βούλωσε το!»
Η Δάφνη ρίχτηκε με φοβερή οργή πάνω στην μητέρα της. Πρώτα της τράβηξε τα μαλλιά, αφού η πενηνταπεντάχρονη έσπρωξε την κόρη της· η Δάφνη προσγειώθηκε με την πλάτη στο τραπεζάκι από πίσω. Η γυάλινη επιφάνεια έγινε θρύψαλα· ένα κομμάτι γυαλί διαπέρασε το δεξί βλέφαρο της Δάφνης.
Σηκώθηκε πάνω με κομμένη ανάσα. Αίμα έτρεξε στο ζυγωματικό της και η Δάφνη θυμωμένη, έριξε κλωτσιά στο στομάχι της μεγάλης γυναίκας. Η μητέρα της βόγκηξε και διπλώθηκε στα δυο —πιθανότατα έσπασε κάτι μέσα της, γιατί έβηχε και σφάδαζε.
Η κόρη της την έπιασε πάλι από το μαλλί και την ανάγκασε να βαδίσει ως το μπάνιο. Φίμωσε το στόμα της με μια κάλτσα από τα άπλυτα. Η μητέρα της δεν μπορούσε να κουνηθεί, με σιγουριά είχε σπάσει κάτι. Βογκούσε και έκλαιγε πεσμένη στα πλακάκια του μπάνιου, μα η Δάφνη, δεν έδειξε έλεος.
«Αρκετά! Δεν σε μπορώ άλλο… με ‘χεις τρελάνει. Είναι ώρα να πάρω τον έλεγχο στα χέρια μου. Η μόνη που ελέγχει τη ζωή μου είμαι εγώ και μόνο εγώ. Σταμάτα να παραβιάζεις την σχέση μου με τον Νίκο. Σταμάτα να καλείς στο σπίτι, να χώνεις τη μύτη σου εκεί που δεν σε σπέρνουν, παλιόγρια… παλιόγρια! Αυτό είσαι! Και θα μείνεις μόνη… Το ξέρεις ότι θα μείνεις μόνη κι αυτό είναι που φοβάσαι… δεν μας αφήνεις ήσυχους γιατί φοβάσαι ότι θα σαπίσεις και δεν θα βρει κανένας το κουφάρι σου… γιατί κανένας δεν θα νοιαστεί για μια βρόμα σαν και εσένα!»
Η Δάφνη κρατούσε μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών όταν έκλεισε την πόρτα του μπάνιου πίσω της. Μόνο πνιχτά βογκητά ακούστηκαν πέρα από την πόρτα.
***
Η Δάφνη επέστρεψε σπίτι με το αυτοκίνητο. Πάρκαρε στην άκρη του πεζοδρομίου με τα χέρια να τρέμουν πάνω στο τιμόνι. Ήταν όλη μούσκεμα από τον ιδρώτα.
Μπήκε στο σπίτι βάζοντας με δυσκολία το κλειδί στην κλειδαριά. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε τα χέρια της και έριξε νερό στο πρόσωπό της. Θεούλη μου, δεν είναι αλήθεια, κάνε να μην είναι αλήθεια. Πρέπει να ξυπνήσω… πρέπει!
Στο δωμάτιο άλλαξε ρούχα και έβγαλε τα παπούτσια της. Κατέβηκε πάλι κάτω, άνοιξε το κλιματιστικό για να στεγνώσει ο ιδρώτας και έβαλε νερό από τη βρύση σε ένα γυάλινο ποτήρι. Το τηλέφωνο χτύπησε ξαφνικά, τινάχτηκε τρομαγμένη πάνω και το ποτήρι έγινε θρύψαλα. Ήταν ξυπόλυτη και γυαλιά σκόρπισαν στο πάτωμα. Για να περάσει να σηκώσει το τηλέφωνο, τα πόδια της μάτωσαν και άφησε πίσω της ίχνη από φρέσκο αίμα. Έτρεξε λίγο, φοβόταν μήπως δεν προλάβαινε το τηλέφωνο, ήταν σίγουρα ο Νίκος.
Αν αργήσω να το σηκώσω, θα ανησυχήσει…
Λίγο πριν το σηκώσει, γλίστρησε στο ίδιο της το αίμα και χτύπησε το κεφάλι της στην άκρη του πάγκου· ο δυνατός γδούπος θαρρείς κι ακούστηκε σαν το κλείσιμο της εξώπορτας. Το κόψιμο στο βλέφαρο χειροτέρεψε.
Ήταν πράγματι ο Νίκος στο τηλέφωνο όταν συνήλθε, ήθελε να δει αν όλα ήταν καλά. Ανησυχούσε γιατί το πρωί ήταν κάπως ταραγμένη…
Η Δάφνη, χτυπώντας το κεφάλι της στην άκρη του πάγκου, ξέχασε όλα όσα συνέβησαν στο σπίτι της μητέρας της. Ανέβηκε όμως πάνω και φόρεσε βιαστικά τα καθαρά σανδάλια της — σκέφτηκε πως είχε πολλή ζέστη. Έπρεπε να πάει επειγόντως στο σχολείο, να αφήσει το αυτοκίνητο στον Νίκο γιατί θα ήταν κουρασμένος από τη δουλειά και χρειαζόταν το όχημα για να γυρίσει σπίτι. Άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έφυγε τόσο βιαστική, που δεν θυμήθηκε να κλείσει το κλιματιστικό.
***
Έφτασε στο σχολείο και προτού βγει από το αυτοκίνητο, ένιωσε τσούξιμο κάτω από το δεξί της φρύδι. Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι του παρκαρισμένου αυτοκινήτου και είδε το κόψιμο.
Τότε επανήλθε πίσω στην πραγματικότητα. Ο Νίκος την βρήκε μισολιπόθυμη πάνω από τον νιπτήρα. Στο χέρι της κρατούσε το κουτάκι με τα αντιβιοτικά της. Μερικά βρίσκονταν πεταμένα στο σιφόνι, άλλα μέσα στο στόμα της. «Εγώ… εγώ το έκανα», είπε μετά βίας.
«Δάφνη! Φτύσε τα, φτύσε τα αμέσως!» Την έπιασε από το σαγόνι. «Φτύσε τα σου λέω!» Βύθισε το δάχτυλό του στο λαρύγγι της. Η Δάφνη ξέρασε. «Θα καλέσω βοήθεια».
«Νίκο όχι, μη… όχι πάλι».
Κατέρρευσε στο πάτωμα σαν να ήταν καμιά μεθυσμένη. Το σώμα της έτρεμε, όπως επίσης και το σαγόνι της που αδυνατούσε να προφέρει λέξεις. Σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει. Ήταν αδύναμη.
Ο Νίκος την πήρε στην αγκαλιά του και την ξάπλωσε στον καναπέ. Έβαλε ένα θερμόμετρο κάτω από τη μασχάλη της. Τα μάτια της ήταν και τα δυο θεόκλειστα, παραφουσκωμένα.
Η Δάφνη σαν άκουγε καμπανάκια να κουδουνίζουν, ενώ ενδιάμεσα άκουσε τον Νίκο να μιλάει στο τηλέφωνο.
«Νομίζω… νομίζω πως είναι βαριά άρρωστη. Είναι πολύ ζεστή. Χρειάζομαι επειγόντως ένα ασθενοφόρο. Πεθαίνει!»
Το επόμενο πράγμα που θυμάται είναι να ξυπνάει στο νοσοκομείο. Κοιτούσε ολόγυρα· όλα ήταν λευκά πίσω από τις γάζες που κάλυπταν τα μάτια της.
«Επιτέλους ξύπνησες…» Ακούστηκε η γλυκιά φωνή του από τα αριστερά. Γύρισε το κεφάλι της — ήταν μια φιγούρα με τη φωνή του άντρα της. «Είσαι καλά, μωρό μου;»
«Είμαι νεκρή;»
«Είσαι όμορφη, όπως πάντα. Ο κύριος Έντμοντ σε φρόντισε. Αγωνιούσα κατά τη διάρκεια της επέμβασης, αλλά χαίρομαι που όλα πήγαν καλά».
«Ποιος… ποιος υπέγραψε;»
«Εγώ… ποιος άλλος; Δεν γινόταν αλλιώς. Ήταν κρίσιμη η κατάστασή σου».
«Τα μάτια μου… είναι καλά;»
«Ο γιατρός δεν είναι σίγουρος ακόμη. Η επέμβαση ήταν επιτυχής, αλλά δεν ξέρει αν θα ανακτήσεις σύντομα την όρασή σου. Είπε ότι ένα βακτήριο έκανε την φλεγμονή —σαν γάγγραινα ένα πράγμα. Υπέστη μετάλλαξη στη δομή του RNA και κάτι τέτοια. Δεν κατάλαβα πολλά, αλλά επίσης τόνισε ότι παράγει παραισθησιογόνες τοξίνες».
«Τοξίνες;»
«Ναι. Αυτές οι τοξίνες έχουν την τάση να μετατρέπουν τις αρνητικές σκέψεις σε πραγματικό εφιάλτη… Μη σηκώνεσαι, ο πυρετός δεν έχει πέσει ακόμη…»
«Δεν γίνεται… νιώθω λες και ζω εφιάλτη. Γιατί σ’ εμένα; Γιατί να συμβαίνει σ’ εμένα;»
«Μωρό μου, μη κλαις, σε παρακαλώ. Τα άσχημα πέρασαν τώρα».
Κάποιος μπήκε στο δωμάτιο. Η Δάφνη στράφηκε γρήγορα στα δεξιά να δει, αλλά ξέχασε ότι δεν μπορούσε να διακρίνει χαρακτηριστικά, παρά μόνο αόριστες φιγούρες. «Ποιος είναι Νίκο; Ποιος μπήκε μέσα;»
«Χαλάρωσε, μωρό μου», είπε και σηκώθηκε. «Η νοσοκόμα είναι. Λέει πως χρειάζεσαι ξεκούραση. Πρέπει να φύγω».
«Όχι… όχι… σας παρακαλώ, μη τον παίρνετε μακριά μου… Νίκο… Νίκο! Δεν μπορώ να μείνω μόνη μου με τις σκέψεις αυτές… μη με αφήνεις…»
Τα φώτα έσβησαν. Και το φως της χάθηκε για πάντα!
ΤΕΛΟΣ
Βαγγέλης Ρούσσης
Tags: eye , horror , psychological , μάτι , τρόμος , ψυχολογία
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.