Η βοή πίσω από το μάτι – Part I

«Το έβγαλες;» «Μη κουνιέσαι, προσπαθώ». «Άου, Νίκο, με πονάς!» «Συγγνώμη, Δάφνη. Κοντεύουμε… και… βγήκε!» Ο Νίκος έδειξε στη σύζυγό του το θραύσμα γυαλιού. «Ω, Θεέ μου!» είπε εκείνη. «Είσαι τυχερή που δεν τρύπησε τον κερατοειδή. Μπορεί να πάθαινες ζημιά στο μάτι. Θύμισέ μου, πώς ακριβώς συνέβη;» «Δε… δεν θυμάμαι». «Έλα τώρα, Δάφνη». «Σοβαρολογώ». Κοιτούσε στο […]


«Το έβγαλες;»
«Μη κουνιέσαι, προσπαθώ».
«Άου, Νίκο, με πονάς!»
«Συγγνώμη, Δάφνη. Κοντεύουμε… και… βγήκε!» Ο Νίκος έδειξε στη σύζυγό του το θραύσμα γυαλιού.
«Ω, Θεέ μου!» είπε εκείνη.
«Είσαι τυχερή που δεν τρύπησε τον κερατοειδή. Μπορεί να πάθαινες ζημιά στο μάτι. Θύμισέ μου, πώς ακριβώς συνέβη;»
«Δε… δεν θυμάμαι».
«Έλα τώρα, Δάφνη».
«Σοβαρολογώ». Κοιτούσε στο καθρεφτάκι το μικρό κόψιμο στο πάνω βλέφαρο. «Βγάζει ακόμα αίμα, Χριστέ μου!»
«Έλα δω». Περιποιήθηκε το τραύμα της με λίγο βαμβάκι και ιώδιο. «Καλύτερα τώρα;»
«Ναι…» είπε. «Είσαι πολύ γλυκός».
«Δεν μου το λες συχνά αυτό».
«Το ξέρω. Φταίνε οι συνθήκες… καταλαβαίνεις».
«Ακόμα με την μητέρα σου;»
Η Δάφνη αναστέναξε. «Δεν σε χωνεύει».
«Χμμ… ούτε εγώ».
«Μιλάω σοβαρά».
«Κι εγώ το ίδιο. Αλλά ξέρεις ποιο το καλό; Η ζωή είναι μικρή για να ασχολούμαστε με την μάνα σου».
«Έχεις δίκιο… Τι σημασία έχει άλλωστε; Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει πόσο σε αγαπώ».
«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Δάφνη». Ο άντρας με το κοστούμι τής χαμογέλασε. Ύστερα σοβάρεψε και την κοίταξε μισό λεπτό. «Τελικά πώς το έπαθες;»
«Δεν ξέρω, αλήθεια. Θυμάμαι μόνο ότι έφυγα από τη γιόγκα και πήγα σπίτι και… βιαζόμουν να σε βρω. Για να σου φέρω το αυτοκίνητο, μάλλον. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο, είναι μυστήριο».
«Πράγματι είναι». Έτριβε σκεπτικός το πηγούνι του. «Τέλος πάντων. Το σημαντικό είναι πως είσαι καλά. Πρόσεχε όμως την πληγή γιατί μπορεί να μολυνθεί». Κοίταξε το ρολόι του. «Λοιπόν, πρέπει να επιστρέψω. Έχω ολόκληρη τάξη να αναλάβω». Ο Νίκος φίλησε την Δάφνη στο στόμα.
«Υπομονή, δυο ώρες ακόμα», είπε η Δάφνη. «Εγώ λέω να γυρίσω κατευθείαν σπίτι».
«Καλά θα κάνεις. Πέσε να ξεκουραστείς».
«Μάλιστα, κύριε καθηγητά».

***

Η Δάφνη γύρισε σπίτι. Το σαλόνι είχε μια ζεστή αίσθηση από μπεζ τοίχους και υφασμάτινους καναπέδες. Ωστόσο ήταν καλοκαίρι, στο πάτωμα δεν υπήρχαν χαλιά, και το κλιματιστικό ήταν ανοιχτό. Θα είχε ξεχάσει να το κλείσει, μάλλον. Ή μήπως όχι; Υπήρχε κάτι που έπρεπε να θυμηθεί, μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Δεν ασχολήθηκε, το έκλεισε από το χειριστήριο.
Έκανε ένα τηλεφώνημα, παρόλο που μετά βίας μπορούσε να δει τα πλήκτρα με το πρησμένο της μάτι —χρειάστηκε να το κλείσει, γιατί Δόξα τω Θεώ, από το αριστερό έβλεπε μια χαρά. Δεν το σήκωνε κανείς, οπότε έπρεπε να αφήσει μήνυμα.
«Κυρία Φου; Θα χρειαστεί να λείψω για κάνα δυο μέρες από τα μαθήματα. Συνέβη κάτι έκτακτο, όχι σοβαρό, μην ανησυχείτε».
Το έκλεισε και πήγε στο νεροχύτη. Έβαλε σε ένα γυάλινο ποτήρι να πιει νερό και στάθηκε με τους γοφούς στην άκρη του πάγκου. Ήταν σκεφτική και έτριβε το κάτω χείλος —μια απόπειρα να θυμηθεί. Γιατί ήθελα να πάρω το αυτοκίνητο; Πού ήθελα να πάω; Στον Νίκο; Γιατί είχα χτυπήσει μήπως; Οι σκέψεις δεν κράτησαν πολύ· ένας φρικτός πόνος στο δεξί μάτι την έκανε να ρίξει το ποτήρι κάτω. «Θεέ μου, τι πόνος!»
Κοίταξε τα σκόρπια θρύψαλα στο πάτωμα και η όψη τους την έκαναν να φανταστεί να τρυπούν το βολβό του ματιού της.
Έτρεξε στο μπάνιο ζαλισμένη. Όσο όμορφη κι αν ήταν, ένα τέτοιο πρήξιμο την έκανε να μοιάζει με σάκο του μποξ. Άνοιξε το ντουλαπάκι με τα φάρμακα και πήρε ένα παυσίπονο. Ένιωθε κάπως καλύτερα, αν και το πρήξιμο δεν υποχώρησε.
Αργότερα ο Νίκος γύρισε σπίτι. Βρήκε την Δάφνη ξαπλωμένη στον καναπέ.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε.
«Το εννοώ, Νίκο, δεν θα ξαναβγώ έτσι από το σπίτι. Είμαι σαν τέρας».
«Αυτό είναι γελοίο». Ο Νίκος χαμογέλασε —αν η Δάφνη φοβόταν κάτι στον Νίκο, ήταν πως πάντοτε χαμογελούσε σε σημείο που δεν ήταν φυσιολογικό. «Είσαι μια κούκλα, πώς είναι δυνατόν να αφήνεις ένα μικρό ατύχημα να σε επηρεάσει; Εξάλλου, σημασία δεν έχει το μέσα; Αυτό δεν μου λες πάντα;»
«Πάντα. Με ένα τέτοιο μοιάζω».
«Και τα Πάντα είναι όμορφα, ξέρεις».
«Ναι, καλά», τον πείραξε η Δάφνη. Και μετά: «Πώς ήταν τα παιδιά;»
Ο βιολόγος με το κοστούμι της έριξε ένα ύφος απόγνωσης.

«Ας μη μιλήσουμε γι’ αυτό τώρα, σε παρακαλώ. Γίνονται όλο και πιο ανυπόφορα, όσο απίστευτο κι αν ακούγεται. Έτσι μου ‘ρχεται… μου ‘ρχεται να τα πνίξω!»
Η Δάφνη γέλασε, νιώθοντας πρησμένη σαν κωμικοτραγική μάσκα. «Ίσως εκμεταλλεύονται το γεγονός πως δεν είσαι αυστηρός καθηγητής. Πρέπει να τους δώσεις ένα μάθημα».
«Λες ε;»
Η Δάφνη έγνεψε πονηρά.
«Εγώ λέω…» Έπιασε την Δάφνη από τη μέση «…να δώσω σ’ εσένα πρώτα ένα μάθημα». Και την ξάπλωσε στον καναπέ, φιλώντας την με λαχτάρα.

***

Η Δάφνη φορούσε ένα πράσινο μακό μπλουζάκι· οι θηλές της διαγράφονταν ακόμη σκληρές πάνω του. Κάπνιζε ένα Ουίστον, αλλά για κείνη πλέον ήταν θέμα συνήθειας παρά ανάγκης. Κοιτούσε τα φώτα της πόλης από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη, όταν στο μυαλό της ξεπετάχτηκε η μητέρα της —είχε να καλέσει στο σπίτι τους ώρες, πράγμα ασυνήθιστο. Ίσως τελικά να τα παράτησε, να αποδέχτηκε ότι η κόρη της ήταν ερωτευμένη, και πως πλέον είχε δική της ζωή. Έτριβε το κάτω χείλος της, προσπαθώντας πάλι να θυμηθεί τι συνέβη σήμερα και γιατί όλα αυτά τα κενά μνήμης. Γιατί ήθελα πραγματικά να βρω τον Νίκο; Ήταν τόσο επείγον; Τόσο επείγον που… χτύπησα κάπου;
Ξεφύσησε τον τελευταίο καπνό. Και πάλι τίποτα. Έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο.
«Δεν κοιμάσαι;»
Η φωνή του Νίκου ακούστηκε από τα δεξιά της και η Δάφνη τινάχτηκε πάνω. «Νίκο… μου έκοψες τη χολή».
«Συγγνώμη», είπε και πήγε στο ψυγείο. Οι τρίχες στο στήθος του τής έφερναν διέγερση. Ο Νίκος πήρε μια μπίρα και την άνοιξε.
«Δεν σε αντιλήφθηκα —ακόμα δεν μπορώ να ανοίξω το δεξί μου μάτι».
«Τόσο χάλια είναι;»
Ήπιε μια γουλιά από το γυάλινο, θολό από την παγωμένη μπύρα μπουκάλι.
«Ναι…» είπε. «Είναι φυσιολογικό αυτό;»
«Ποιο;»
«Να είναι τόσο άσχημο από ένα μικρό κόψιμο».
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Σε πονάει;»
«Όχι… εκτός από-»
«Τι; Αν σε πονάει πες το μου».
«Όταν γύρισα με πονούσε λίγο. Πήρα ένα παυσίπονο. Δεν πονάει τώρα…»
«Εντάξει, καλό αυτό». Πήγε κοντά και έτριψε καθησυχαστικά το μπράτσο της. «Αν αρχίσει να σε πονάει πάλι, θα πρέπει να το κοιτάξουμε».
«Μα-»
«Και δεν θέλω αντιρρήσεις. Πιστεύω πως έχεις ξεπεράσει το όλο θέμα της φοβίας». Ήπιε άλλη μια γουλιά και πήγε στην κρεβατοκάμαρα.
«Το έχω ξεπεράσει».
Δεν έλεγε αλήθεια· φοβόταν ακόμη τα νοσοκομεία.

***

Δεν ήξερε πού βρισκόταν. Δεν ήταν τυφλή. Τα πάντα έμοιαζαν εχθρικά μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άνθρωπος (ένας άνθρωπος δίχως μάτια) με μάτια ανθρώπινα, μα δεν κοιτούσαν καθόλου με τρόπο ανθρώπινο. Ήταν αντεστραμμένα, γυρισμένα, κοιτούσαν το εσωτερικό του κρανίου της. Έβλεπε μια μορφή, στρογγυλή, παλλόταν, ήταν μέσα στο κεφάλι της.
Η Δάφνη ούρλιαξε, ήταν όνειρο, ένα κακό όνειρο. Στάθηκε κάθιδρη, τρομαγμένη. Ο Νίκος ήταν επίσης ξύπνιος και τρομαγμένος, την κοιτούσε αλλά δεν μιλούσε. Είχε μεταβεί σε μια κατάσταση που αισθανόταν ότι όλα ήταν ένα συνήθειο. Ήξερε ότι η Δάφνη είχε δει πάλι την εμμονική μητέρα της να την κυνηγά στα όνειρά της.
Αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν εκείνη. Τα τελευταία βράδια η Δάφνη έβλεπε κάτι άλλο, κάτι για το οποίο δεν του είχε μιλήσει ακόμα, δεν ένιωθε άνετα. Μπορεί να την περιγελούσε, παρόλο που δεν του είχε δώσει τέτοια δικαιώματα.
Φοβόταν.

***

Ήταν Πέμπτη, 11 Σεπτεμβρίου, με πρωινή λιακάδα. Ένας κούκος παραμιλούσε έξω από το παράθυρό τους. Η Δάφνη ήταν ακόμη ξαπλωμένη και παρακολουθούσε τον Νίκο που ετοιμαζόταν για το σχολείο.
«Είναι καλύτερα;» την ρώτησε ενώ φορούσε τη γραβάτα του.
«Νομίζω πως ναι». Άγγιξε την πληγή. «Άου… ή και όχι».
Ο Νίκος έκανε το γύρω του κρεβατιού και την φίλησε.

«Είσαι κουτό. Πάντως στο λέω, αν δεν έχει περάσει μέχρι αύριο, θα σε πάρω σηκωτή να πάμε στο νοσοκομείο. Μπορεί να έχει μολυνθεί».
Η Δάφνη στριφογύρισε τα μάτια μέσα στις κόγχες της —μόνο το αριστερό φάνηκε να κάνει αυτή την κίνηση. «Καλά θα είμαι, μην ανησυχείς. Παρεμπιπτόντως, κάλεσε καθόλου η μητέρα μου; Έχει μια μέρα να φανεί».
«Όχι». Ήταν εμφανές ότι ένα τέτοιο ερώτημα τον ενοχλούσε. «Και τολμώ να παραδεχτώ πως δεν με απασχολεί. Για το δικό μας καλό, να ησυχάσουμε πια απ’ αυτή τη γυναίκα».
«Νίκο, είναι η μητέρα μου». Η Δάφνη ήξερε ότι δεν την συνέφερε να το συνεχίσει. Θα άκουγε την απάντησή του και ύστερα θα σταματούσε να σκαλίζει το θέμα.
«Χέστηκα!» φώναξε. «Θα την αφήνεις να έχει τον έλεγχο της ζωής σου; Δεν είσαι παιδί, Δάφνη. Οφείλει να το καταλάβει πια αυτό, για όνομα». Έστρεψε τη ματιά του στον καθρέφτη για να ζώσει το παντελόνι του. Η Δάφνη καταλάβαινε ότι αυτή η αποστροφή ήταν μόνο και μόνο για να μη συναντήσει το θυμωμένο βλέμμα του —ένας μηχανισμός άμυνας. «Κοίτα… δεδομένης της κατάστασης, δεν θα το συζητήσω άλλο. Μιλάμε για αυτονόητα πράγματα, γι’ αυτό ας μη χαλάμε τις καρδιές μας τώρα».
«Ποιας κατάστασης; Μιλάς για το μάτι μου;»
«Όχι. Μιλάω για το γεγονός ότι δεν σε αφήνει ήσυχη ούτε στον ύπνο σου. Σε έχει καταστρέψει». Η Δάφνη δεν το συνέχισε —ο Νίκος είχε δίκιο.
«Πρέπει να φύγω, άργησα». Έσκυψε και την φίλησε στο μάγουλο. Αυτό σήμαινε πως ήταν ακόμα θυμωμένος· πάντα την φιλούσε στο στόμα.

***

Η Δάφνη δεν είχε άλλο ύπνο. Λογικό μετά το όνειρο, εκείνο με τα αντεστραμμένα μάτια στις κόγχες. Φοβόταν να πέσει να κοιμηθεί. Τι στο καλό ήταν αυτό το όνειρο; Αν μπορούσε κανείς να το περιγράψει όνειρο… Μάλλον εφιάλτη.
Κατέβηκε να φτιάξει καφέ φίλτρου στην καφετιέρα. Είχε μήνυμα στον τηλεφωνητή:
«Όλα καλά, Δάφνη; Έφυγες ταραγμένη από το τελευταίο μάθημα και ανησύχησα. Ο Νίκος καλά; Μπορείς να λείψεις όσο θέλεις, αρκεί να μου στείλεις πίσω».
Στεκόταν σκεφτική πάνω από το μηχάνημα, πασχίζοντας για άλλη μια φορά να θυμηθεί. Εξέτασε το μήνυμα: ταραγμένη, ήταν η λέξη που συγκράτησε. Γιατί ήταν ταραγμένη; Όποτε προσπαθούσε να θυμηθεί, το πρησμένο μάτι τής έφερνε ένα πονοκέφαλο, λες και κάποιος σκάλιζε με σφήνα το εσωτερικό του κρανίου της. Δεν ήθελε να πει καμιά βλακεία στην κυρία Φου. Αποφάσισε να μην απαντήσει ακόμα. Ήπιε μια γουλιά καφέ από το φλιτζάνι —ζεστός, ηρεμιστικός. Βοηθούσε κάπως στον πόνο, κανένας λόγος να πάρει παυσίπονα.
Πλησίασε το νεροχύτη να πάρει ένα κουταλάκι όταν πάτησε σκόρπια θρύψαλα.
«Άου, άου!» φώναξε με ψιλή φωνή. Σήκωσε αντανακλαστικά το πόδι της και κοίταξε κάτω. Έντονο κόκκινο αίμα είχε ποτίσει το δάπεδο. Άφησε το φλιτζανάκι στον πάγκο, απορώντας ακόμη πώς και δεν της είχε πέσει. Κοίταξε τα θρύψαλα. Συνοφρυώθηκε. Στο δάπεδο ήταν τα θραύσματα του σπασμένου ποτηριού που είχε σπάσει χθες. Αλλά θα ορκιζόταν πως τα είχε μαζέψει. Προσπαθούσε να θυμηθεί αν πράγματι τα είχε μαζέψει, μα δε μπορούσε.
Τότε ήταν που άκουσε τον υπόκωφο γδούπο μέσα στο σπίτι.

Αυτό ήταν το κλείσιμο της εξώπορτας; αναρωτήθηκε. Από το δεξί, πρησμένο μάτι της, δε μπόρεσε να δει αν κάποιος ήταν στην πόρτα. Γύρισε και κοίταξε με το αριστερό. Τίποτα, κανένας. Ίσως ο άνεμος να είχε τραντάξει το τζάμι. Πήγε και άνοιξε την εξώπορτα. Σήμερα δεν είχε καθόλου αέρα. Μόνο ήλιο και πολλή ζέστη. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν περνούσε από την οδό. Κανείς. Κανείς δεν ήταν έξω.
Κοίταξε να ελέγξει μέσα στο σπίτι. Το βλέμμα της σάρωσε το μικρό σαλόνι. Ησυχία. Ένιωσε την παρόρμηση να φωνάξει τη μητέρα της, μα θα ήταν τρελό μιας και πλέον δεν ζούσε μαζί της.
Όταν βεβαιώθηκε ότι κανένας δεν ήταν στο σπίτι, κούνησε το κεφάλι, θαρρείς πως έδιωχνε μια ανόητη σκέψη.
Αυτή τη φορά φρόντισε να μαζέψει τα γυαλιά. Ο καφές είχε κρυώσει πάνω στον πάγκο ωσότου να σφουγγαρίσει τα ίχνη από το αίμα της. Εφιάλτης. Η θέα του αίματός, ακόμα και του δικού της, της προκαλούσε ένα απαίσιο συναίσθημα τρόμου. Διόλου τυχαίο που φοβόταν τα νοσοκομεία.

***

«Τι λες να βγούμε σήμερα;» είπε ο Νίκος. «Σε κάνα εστιατόριο, ίσως». Η Δάφνη διάβαζε ένα βιβλίο. Ο Νίκος διόρθωνε γραπτά. «Εσύ διαλέγεις».
Σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει. Πόσος καιρός πάει πού της πρότεινε κάτι τέτοιο; Δύο μήνες; Τρεις μήνες;

«Χμμ, τελευταία σκεφτόμουν πόσο πολύ θέλω να πάμε σινεμά. Ξέρεις, με πιάνει κάπου κάπου. Αλλά δεν μπορώ να βγω έτσι, όχι με τέτοιο μάτι».
«Έλα τώρα Δάφνη, γίνεσαι υπερβολική… Σινεμά ε;» Χτυπούσε το στυλό στα χείλη του. «Καθόλου κακή ιδέα. Έχεις στο μυαλό σου κάποια καλή ταινία;»
Η Δάφνη έβαλε το βιβλίο στην άκρη. «Είναι μία, αλλά δεν ξέρω αν θα σου αρέσει».
«Αν έχει τίποτα ρομαντικά και τέτοια να μου λείπει», είπε ο Νίκος και χαμογέλασε. «Πλάκα κάνω… θα δούμε ό,τι θέλεις εσύ, αρκεί να βγούμε να ξεσκάσουμε λίγο».
«Ξέρεις πόσο μου αρέσουν τα θρίλερ».
«Α, έχουμε ζήσει αρκετό απ’ αυτό με τη μάνα σου, πίστεψέ με».
Η Δάφνη τον κοίταξε έντονα, αλλά ήταν αδύνατο να μη γελάσει.

***

Έξω είχε σκοτεινιάσει. Η ψύχρα δεν άργησε να έρθει φέτος το Σεπτέμβριο.
«Φόρεσέ το, κάνει κρύο».
«Είσαι… πολύ γλυκός».
«Ναι καλά, τα έχουμε ξανακούσει αυτά».
Ο Νίκος την τράβηξε κοντά του. Περπατούσαν καθοδόν για το σινεμά. Δεν ήταν μακριά από το σπίτι τους οπότε δε χρειάστηκε να πάρουν το αυτοκίνητο.
Είχε μεγάλη ουρά στα εκδοτήρια. Πήγαν πρώτα να πάρουν το φαγητό.
«Τι θες να πιείς;»
«Κόκα Κόλα», είπε η Δάφνη. «Πάρε την προσφορά με το μεγάλο ποπ-κορν».
«Θέλεις να τα πάρεις εσύ κι εγώ να πάω για τα εισιτήρια; Δεν παίζει να προλάβουμε πριν αρχίσει η ταινία».
«Εντάξει, καλή ιδέα. Θα σε περιμένω εδώ».
Ο Νίκος έφυγε για τα εισιτήρια και η Δάφνη άνοιξε το πορτοφόλι της και πήρε πέντε ευρώ.
«Τι θα θέλατε παρακαλώ;» ρώτησε η νεαρή κοπέλα πίσω από το ταμείο.
«Ένα μεγάλο ποπ-κορν και… τι συμβαίνει;» Κοιτούσε το πρησμένο της μάτι, ήταν σίγουρη.
«Ε… τίποτα, τίποτα». Πήρε ένα χαρτονένιο κύπελλο. «Μεγάλο είπατε, έτσι;»
«Ναι…»
Η νεαρή το γέμισε ποπ-κορν. «Κάτι άλλο;» ρώτησε εύθυμη.
«Όχι… αυτό μόνο».
Ήθελε να φύγει από κει, αισθανόταν άβολα, αισθανόταν ότι ήταν το μεγάλο θέαμα, το επίκεντρο, η αναμενόμενη προβολή των Box Office. Ο κόσμος την κοιτούσε, ένιωθε πως ήθελε θα κλάψει. «Μωρό μου, είμαστε έτοιμοι;» Ήταν ο Νίκος. Εμφανίστηκε πάλι από τα δεξιά της. Δεν ήξερε πόση ώρα ήταν εκεί. Λογικά τώρα ήρθε. Λογικά.
«Ναι… ναι, πάμε».
«Η Κόκα Κόλα;»
«Σωστά».
«Και μια Κόκα Κόλα, παρακαλώ», ζήτησε ο Νίκος για κείνη. Ήξερε, αλλά ήταν εντάξει.
Προτού μπουν στην αίθουσα προβολής, ο Νίκος της είπε: «Ανησυχώ λίγο».
Η Δάφνη απόρησε. «Για ποιο πράγμα;»
«Σκέφτομαι μήπως σου προκαλέσει εφιάλτες η ταινία».
«Μη γίνεσαι γελοίος».
«Γιατί αμφιβάλεις;»
«Γιατί δεν θα έχει καμία απολύτως διαφορά».

***

Ο άντρας σύρθηκε μέσα από το σκοτάδι, η ανάσα του λυσσασμένη, οι προθέσεις του άγριες και ανελέητες. Είχε σπάσει το παράθυρο, είχαν πιαστεί στα χέρια, δεν κατάλαβε για πότε συνέβη· η γυναίκα με το ξεχειλωμένο μπλουζάκι και το πρόσωπο κομμένο από την πάλη, έτρεξε να σωθεί από τον άντρα, γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κτηνώδη φύση του. Ήταν ψηλότερος και δυνατότερος.
Έκοψε τα πόδια της στα σπασμένα γυαλιά, αλλά κατάφερε να του ξεφύγει· όχι, την άφησε να ξεφύγει, έπαιζε το παιχνίδι του τώρα, ήταν πολύ αργά, σαν το ποντίκι με τη γάτα.

Ήθελε να δει τι θα κάνει, παγιδευμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Έπρεπε να είχε τρέξει εξαρχής, να σωθεί, το σκέφτηκε αλλά δεν μπορούσε να αντιδράσει, πάγωσε, λειτουργούσε ενστικτωδώς.
Ο άντρας δεν ήταν άνθρωπος. Αποκλείεται να ήταν. Τα χέρια του έκλεισαν γύρω από το λαιμό της. Την σήκωσε πάνω, καθώς τα πόδια της απείχαν από το πάτωμα. Κλωτσούσαν ανώφελα στον αέρα. Προσπάθησε να την στραγγαλίσει. Τα αυτιά της βούιζαν. Το ένα μάτι είχε ήδη πρηστεί μαζί με το πρόσωπό της. Η ανάσα της έβγαινε σαν γυαλόχαρτο. Κόντευε να ξεράσει.
Το κοινό ούρλιαξε με αγωνία. Η Δάφνη κρύφτηκε μέσα στις παλάμες της. Ο Νίκος την πήρε αγκαλιά με το ένα χέρι έως το τέλος της ταινίας.

***

Η ταινία είχε τελειώσει και τώρα γυρνούσαν σπίτι πιασμένοι χέρι-χέρι.
«Σ’ άρεσε η ταινία;» την ρώτησε.
«Καλή ήταν», απάντησε η Δάφνη.
«Μόνο καλή;»
«Ε… ναι. Ήταν προβλέψιμη, αλλά είχε πολλή αγωνία».
Ο Νίκος γέλασε. «Σ’ αυτό συμφωνώ. Έπρεπε να ‘βλεπες τα μούτρα σου».
Θυμήθηκε το περίεργο βλέμμα της κοπέλας στο ταμείο, το πώς την κοιτούσε. Η Δάφνη προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Τι εννοείς;»
«Ότι τα ‘χες κάνει πάνω σου».
Έστριψαν στη γωνία. Το σπίτι τους ήταν μόλις δέκα μέτρα μακριά.
Άξαφνα το μάτι της άρχισε να την πονάει.
«Ουχ, αχ! Νίκο-Νίκο, το μάτι μου… με πεθαίνει!»
Ο Νίκος την γύρισε προς το μέρος του.
«Δάφνη σου έχω πει να μη βάζεις τα χέρια στα μάτια! Έλα κοντά… άσε με να το δω». Το πρήξιμο, κάτω από το ελάχιστο φως των φανών του δρόμου, έμοιαζε με μεγάλο καρούμπαλο. «Τι νιώθεις; Σε πονάει ακόμα;»
«Ναι… νιώθω ένα κάψιμο, σαν να με τρυπάνε με καυτή βελόνα».
«Δεν φαίνεται καλό… μείνε ψύχραιμη… βγάζει λίγο αίμα».
«Τι!» φώναξε. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει.
«Πάμε, μη καθόμαστε άλλο».
Ο Νίκος την βοήθησε να προχωρήσει και να ανέβει τα σκαλοπάτια της πρόσοψης. Στην συνέχεια την έβαλε να καθίσει στον καναπέ, σιγά-σιγά. Η Δάφνη κάλυπτε το αριστερό της μάτι, λες και φοβόταν μήπως έχανε κι αυτό.
«Έρχομαι αμέσως», της είπε και άκουσε τα βήματά του να κατευθύνονται στο μικρό μπάνιο. Έψαχνε το ντουλαπάκι με τα φάρμακα, του έπεσε κάτι, η Δάφνη αναρωτήθηκε τι, αλλά είχε σημασία; Ερχόταν τώρα προς τα κείνη.
«Μην κουνηθείς».
«Εντάξει…»
Ο άντρας της κάτι ψαχούλευε στο κουτί πρώτων βοηθειών. Της μύρισε οινόπνευμα, εκείνη η καθαρή μυρωδιά που θύμιζε νοσοκομείο. Φοβήθηκε. Το δεξί της μάτι πόναγε πάλι. Εκείνη άρχισε να κλαίει. Με τα δάκρυα κυλούσε και αίμα —όχι πολύ, ήταν όμως ανησυχητικό. Κάτι πίεσε την πρησμένη σάρκα της και ύστερα ένα τσούξιμο ακολούθησε˙ ο Νίκος έκανε αντισηψία· στο δεξί της χέρι πιτσιλιές δροσιάς, μάλλον ιδρώτας, αν και δεν ήταν βέβαιη, αφού δεν μπορούσε να δει. Κατάφερε να ανοίξει το δεξί μάτι. Από τη σχισμή του ματιού βγήκε πύον που βρόμαγε, μαζί με σκούρο αίμα.
Ο Νίκος σταμάτησε να ανασαίνει. Δεν κουνιόταν.
«Τ-τι είναι Νίκο;»
«Δάφνη… είναι πιο σοβαρό απ’ ό,τι νόμιζα…»
«Πες μου… πες μου τι τρέχει με το μάτι μου… Δεν μπορώ να δω».
«Έχει γυρίσει ανάποδα».

Βαγγέλης Ρούσσης

Tags: eye , horror , psychological , scary , μάτι , τρόμος , ψυχολογία

Φίλοι της σελίδας : Άρθρα & διηγήματα

Δημοσιεύτηκε 13 Ιανουαρίου, 2019

Σχόλια και απόψεις.

Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.

Εγγραφείτε στο newsletter μας

Ενημερωθείτε για τα νέα μας πρώτοι, απευθείας από το email σας.