Ήταν εύκολο να τον απαγάγω. Δεν είχε χρόνο να αντισταθεί. Πριν καν συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε τον είχα αναισθητοποιήσει. Του έδεσα τα χέρια και τα πόδια με τους σφιχτούς κόμπους που μας είχαν μάθει κάποτε στους προσκόπους, τον φίμωσα και τον έριξα στο πίσω μέρος του φορτηγού. Κανείς δεν με είδε αλλά και να το έκανε δεν έδωσε σημασία. Έτσι είναι τα πράγματα στο αναθεματισμένο παλιό καλό Τέξας. Κανείς δεν δίνει δεκάρα για το τι συμβαίνει στον διπλανό του εφόσον δεν επηρεάζει τον ίδιο.
Δεν μπόρεσα να σταματήσω να τραγουδάω χαρούμενα σε όλη την διαδρομή. Είχα ανοιχτό το παράθυρο, οδηγούσα ακριβώς στο όριο ταχύτητας και τα ροκ άσματα ξεχύνονταν ατελείωτα από τα ηχεία. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα να νιώσω τόσο ωραία.
Περίπου στη μέση της διαδρομής ο συνεπιβάτης μου πρέπει τελικά να συνήλθε. Τον άκουσα αμυδρά, πίσω από τις φωνές των πεθαμένων αστέρων της ροκ να χτυπιέται και να παλεύει να ουρλιάξει. Ανατρίχιασα από τη χαρά. Άνοιξα ακόμη περισσότερο τον ήχο και άρχισα να τραγουδάω ακόμη δυνατότερα.
Στις εννιά το πρωί, έπειτα από οκτώ ώρες συνεχόμενης οδήγησης φθάσαμε τελικά στο εξοχικό μου. Ποτέ δεν είχα φανταστεί πως θα χαιρόμουν τόσο που ήταν στην ερημία, τουλάχιστον τρία χιλιόμετρα μακριά από οποιοδήποτε άλλο κτίριο. Άνοιξα τις πίσω πόρτες και τον είδα να με κοιτάει έντρομος και ιδρωμένος, με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο. Ήταν αξιολύπητος. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, η μπλούζα που φόραγε είχε κολλήσει πάνω του από τον ιδρώτα και μύξες είχαν ξεραθεί στην μύτη του. Εκεί πίσω μύριζε χειρότερα και από χοιροστάσιο το κατακαλόκαιρο.
Δοκίμασε να ουρλιάξει αλλά είχα κάνει καλή δουλειά με το φίμωτρο. Τα λόγια του πνίγηκαν και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα βρώμικα μάγουλά του. Η οργή με κυρίευσε κοιτώντας τον να παλεύει να ξεφύγει από το πεπρωμένο του. Τον άρπαξα από τους ώμους και τον έσυρα στο σπίτι. Μοναδικός μάρτυρας ήταν ένα στιλπνό κοράκι που μας κοιτούσε με περιέργεια πίσω από τα μαύρα του μάτια. Μάλλον θα ετοιμαζόταν να ειδοποιήσει τον αφέντη του να περιμένει καλεσμένο.
Το παιχνίδι μας διήρκησε τέσσερις μέρες. Αν και μου φαινόταν αρκετά μαλθακός οφείλω να ομολογήσω πως έκρυβε μέσα του περισσότερη δύναμη απ΄ ότι έδειχνε. Ίσως να ήταν το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης που τον έκανε να παλεύει για τη ζωή του. Πάντως, όποια δύναμη και αν παράτεινε τις ανάσες του με χαροποίησε ιδιαίτερα. Είχα τα περιθώρια να εφαρμόσω όλα εκείνα που φαντασιωνόμουν τον τελευταίο καιρό.
Του έβγαλα το φίμωτρο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μας ακούσει κανείς πέρα από τις αράχνες στις γωνίες και τα πεινασμένα κογιότ στους λόφους. Για ενενήντα έξι ώρες τα ουρλιαχτά και τα κλάματά του ζωήρεψαν το παλιό σκονισμένο σπίτι. Έπειτα από κάποια στιγμή πρέπει να έπαθαν κάτι οι φωνητικές του χορδές διότι πλέον έβγαζε μόνο βραχνές υπόκωφες κραυγές. Μέχρι τη τελευταία του πνοή ωστόσο δεν σταμάτησε να υποφέρει και αυτό φαινόταν από τον τρόπο που με κοίταζε.
Είχα έρθει προετοιμασμένος για διασκέδαση. Είχα φέρει μαχαίρια, νυστέρια, τσιμπίδες, καρφιά, καμινέτα στο μικρό μου βαλιτσάκι, έτοιμος για δράση. Παράλληλα, δεν αμέλησα να κουβαλήσω και είδη πρώτων βοηθειών. Ήθελα το γλέντι να κρατήσει όσο περισσότερο ήταν δυνατό κάτι που έγινε πραγματικότητα.
Κάθομαι στο ήσυχο κελί και φέρνω στο νου μου εκείνες τις τέσσερις μέρες. Οι εικόνες ξεπηδούν στο μυαλό μου κάνοντάς με να σκιρτήσω από την απόλαυση. Θυμάμαι τον εαυτό μου να του βγάζει τα νύχια, να του αφαιρεί το δέρμα και να απλώνει αλάτι, να του πριονίζει τα δάχτυλα ένα ένα… Είχαμε περάσει πολύ όμορφα. Το να σκέφτομαι εκείνα τα γεγονότα με χαλαρώνει. Αναλογίζομαι πως το μικρό μου κοριτσάκι θα είναι ευτυχισμένο, όπου και αν είναι τώρα, καθώς δικαιώθηκε για όσα της έκανε εκείνο το άθλιο πλάσμα, το όνομα του οποίου δεν θέλω ούτε να προφέρω, οδηγώντας τη τελικά στην αυτοκτονία. Εφόσον το δικαστικό σύστημα του Νέου Κόσμου είναι τόσο αμερόληπτο που αφήνει βιαστές παιδιών να κυκλοφορούν ελεύθεροι κάποιος πρέπει να επιβάλλει την τιμωρία σε αυτή τη χώρα.
Tags: απαγωγή , βασανισμός , διήγημα
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.