Τέτοια εποχή περίπου πριν από τρία χρόνια, το 2018, οι περισσότεροι έμειναν ενθουσιασμένοι με τη νέα προσθήκη στο σύμπαν του Halloween, δια χειρός David Gordon Green. Κι αυτό όχι μόνο γιατί έδωσε μια νέα πνοή σε ένα κουρασμένο και ταλαιπωρημένο franchise, αγνοώντας τα, κατά γενική ομολογία, μέτρια και αχρείαστα sequel που ακολούθησαν μετά την κλασική ταινία του John Carpenter, αλλά και γιατί μετά από χρόνια το κοινό είδε ένα καλοδουλεμένο slasher, με μια φρέσκια ματιά στο είδος. Η μεγάλη επιτυχία της οδήγησε, όπως ήταν φυσικό, στη δημιουργία μιας νέας τριλογίας, με το δεύτερο μέρος να κάνει πρεμιέρα φέτος, με τον τίτλο “Halloween Kills”.
Η ταινία συνεχίζει ακριβώς από εκεί που μας άφησε η προηγούμενη, με τον Michael Mayers να επιζεί για μια ακόμη φορά και να συνεχίζει το αιματηρό έργο του, όσο οι κάτοικοι του Haddonfield δείχνουν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, προκειμένου να σταματήσουν τον Μπαμπούλα.
Πριν ξεκινήσω να γράφω την άποψη μου για την ταινία, θεωρώ πως είναι σημαντικό να αναφέρω πως οι μόνες ταινίες της σειράς που έχω παρακολουθήσει είναι αυτή του ’78 και τα δύο πλέον sequel του David Gordon Green. Η ταινία του Carpenter είναι προφανώς ένα αριστούργημα του είδους, το οποίο μάλιστα θεωρώ πως δεν χρειάζεται sequel, διότι κλείνει υποδειγματικά. Οπότε και στις δύο προσπάθειες συνέχισης της ιστορίας, μπήκα σχετικά αρνητικά προκατειλημμένος και εν τέλει διαψεύστηκα διπλά.
Αν η προηγούμενη κράτησε πολύ καλές ισορροπίες ανάμεσα στην νοσταλγία και την φρέσκια προσέγγιση, η νέα ταινία αποδεικνύεται περισσότερο τολμηρή, χωρίς ποτέ όμως βέβαια να ξεχνά να δείχνει και τον απαραίτητο σεβασμό στο πρωτότυπο υλικό. Ο Green μας δίνει μια πιο προσωπική ματιά, τόσο στο σενάριο, όσο και στην σκηνοθεσία και αποτελεί πλέον αδιαμφισβήτητα από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές, αν όχι στο είδος του τρόμου, σίγουρα σε εκείνο του slasher.
Πρέπει να επισημανθεί πως έχουμε να κάνουμε με μια ταινία όπου δεν υπάρχει ξεκάθαρος πρωταγωνιστής. Κι αν για κάποιους υπάρχει, σίγουρα δεν είναι ούτε η Laurie, ούτε η εγγονή της, η Allyson. Αυτό ορισμένους μπορεί να τους ξενίσει, παρόλα αυτά στα δικά μου μάτια φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον, καθώς έχουμε την ευκαιρία να δούμε το αντίκτυπο που έχουν οι πράξεις του Michael Mayers σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών του Χάντονφιλντ, ενώ παλιοί και νέοι χαρακτήρες δίνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να νοιάζομαι γνήσια για τον καθένα ξεχωριστά, αν θα επιβιώσουν τελικά ή όχι από τα χέρια του Mayers. Η ίδια η πόλη είναι αυτή τη φορά ο ήρωας της ταινίας και αυτή που καλείται να αναλάβει να σταματήσει το κακό που την έχει καταλάβει. Είναι παράλληλα και ο κύριος φορέας της θεματικής της ταινίας, όπου μιλά για την ανάγκη ενοποίησης και λήψης πρωτοβουλιών από την πλευρά του λαού, ώστε να νικηθεί ο Μπαμπούλας αλλά και το τι είδους αδυναμίες προκύπτουν από κάτι τέτοιο. Το αν καταφέρνει να θίξει πλήρως πετυχημένα ή όχι το συγκεκριμένο ζήτημα, σηκώνει ίσως αρκετή κουβέντα, παρόλα αυτά και το γεγονός μόνο ότι ασχολείται τόσο έντονα μαζί του δίνει μια άλλη βαρύτητα στο έργο.
Εκείνο που σίγουρα χειρίζεται εξαιρετικά από την αρχή μέχρι το τέλος η ταινία είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του Michael Mayers. Γίνεται πιο βίαιος και σκληρός από ποτέ και οι φόνοι σκηνοθετούνται με τέτοιο τρόπο ώστε όντως να σου χτίσουν ένα πραγματικό τέρας. Οπότε, σε όσους δεν δουλέψει κάτι στο κομμάτι του σεναρίου, αν μη τι άλλο θα απολαύσουν ένα εξαίρετο δείγμα slasher ταινίας. Παράλληλα, παρουσιάζεται και περισσότερο μυθικός αλλά και περισσότερο ανθρώπινος από όσο τον έχουμε δει ως τώρα, με την εναρκτήρια και την τελική σεκάνς να συνοψίζουν υπέροχα τον χαρακτήρα του. Σκορπίζει φόβο και χάος, ακόμη και διά της απουσίας του, θυμίζοντας μας και πάλι πως είναι η προσωποποίηση του Κακού, που, αν δεν πεθάνει, θα καταπιεί ολόκληρη την πόλη.
Μια ταινία Halloween χωρίς καλό soundtrack είναι σίγουρα μισή ταινία και ούτε αυτή τη φορά η μουσική απογοητεύει, χωρίς ωστόσο να ξεπερνά ή να αγγίζει τα δύο προηγούμενα. Παρόλα αυτά, διαθέτει λαμπερές στιγμές που θα μείνουν στα αυτιά των θεατών και θα προκαλέσουν ανατριχίλες. Σε μια εποχή που στις περισσότερες μουσικές επενδύσεις των ταινιών επικρατεί η σχολή του Hans Zimmer (και καλώς σε έναν βαθμό), τα soundtracks των δύο τελευταίων Halloween ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα και πραγματικά θα ήταν ευτυχές να δούμε περισσότερα αντίστοιχα μουσικά δείγματα στο μέλλον.
Σίγουρα η ταινία διαθέτει κάποια θέματα στους διαλόγους και υπερβάλει σε σημεία, ενώ άλλοτε πέφτει σε ευκολίες, χωρίς όμως ποτέ σε βαθμό που να με χάσει και να με κάνει να σταθώ ιδιαίτερα στα αρνητικά της, αφού σχεδόν με ότι καταπιάνεται το φέρνει εις πέρας.
Συνοψίζοντας, κανείς ποτέ δεν πρόκειται να με πείσει πως το Halloween του John Carpenter χρειάζεται ή σηκώνει κάποιου είδους συνέχεια. Είναι στη βάση της μια πολύ απλή ιστορία, που αν προσπαθήσεις να την περιπλέξεις, μόνο χαμένος θα βγεις. Αν είναι όμως να έχουμε sequel, η κατεύθυνση που έχουν ακολουθήσει δύο ταινίες τώρα με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Το “Halloween Kills” επαναλαμβάνει όσα πρέπει, ανοίγεται όπου χρειάζεται και δίνει υποσχέσεις και για το μέλλον. Σέβεται το παλιό, χωρίς να είναι ποτέ όμως σκλάβος του και ο David Gordon Green μας θυμίζει και πάλι με την δυνατή του σκηνοθεσία και ένα ενδιαφέρον σενάριο πως το Κακό πρέπει να πεθάνει.
Tags: article , Cinema , David Gordon Green , Film , Halloween , Halloween Kills , horror , John Carpenter , Michael Mayers , movie , Slasher , The Weird Side Daily άρθρα , the weirs side daily , twsd , αίμα , άρθρο , Δημήτρης Τάσκου , δολοφονία , δολοφόνος , θάνατοι , θάνατος , κακός , Κινηματογράφος , μπαμπούλας , πόλη , σινεμά , ταινία , ταινία τρόμου , τρόμος , φόνος , φωνή , χαρακτήρας
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.