Την κοίταξε με έκσταση. Ο πόθος φούντωνε μέσα του. Η λαχανιασμένη του ανάσα αργά βρήκε τον ρυθμό της καθώς εκείνος με κόμπους ιδρώτα να αυλακώνουν το πρόσωπό του έκανε έναν αργό κύκλο γύρω της.
Μία λεπτή φέτα φεγγαριού κρεμόταν λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια τους. Ασθενικές αχτίδες γλιστρούσαν ανάμεσα από τις πυκνές φυλλωσιές των ελάτων και άγγιζαν το παγωμένο χώμα. Χλιαρές ανταύγειες έλουζαν το κορμί της.
Το γοβάκι είχε γλιστρήσει από το πόδι της. Πέντε ντελικάτα μικρά δάχτυλα με νύχια βαμμένα στην απόχρωση της αβύσσου ακουμπούσαν στο ψυχρό έδαφος. Το φεγγαρόφως σερνόταν από τις μύτες των ποδιών και έγλυφε τις λείες γάμπες της. Το μαυρισμένο κορμί της μαλακά αναπαυόταν πάνω στην στρώση των ξερών κλαδιών. Οι παλάμες της είχαν απλωθεί στη γη ακουμπώντας απαλά τα μανιτάρια και το νοτισμένο χώμα.
Γονάτισε δίπλα της. Πήρε το χέρι της ανάμεσα στις τραχιές του παλάμες απολαμβάνοντας την αίσθηση του δέρματός της. Εισέπνευσε βαθιά. Το σκοτάδι είχε καλύψει το πρόσωπό της μα στο αμυδρό φεγγαρόφως μία άλικη λιμνούλα αίμα γυάλιζε ζωηρά. Έσκυψε και φίλησε τα ακόμη ζεστά της χείλη. Σε κάποια απόκρημνη πλαγία ένας λύκος άρχισε να αλυχτεί γοερά αντικρίζοντας το φεγγάρι, δύο εραστές που δεν θα κατάφερναν να σμίξουν ποτέ.
Tags: Flash-fiction , εραστές , θάνατος , πόθος , σκοτάδι , φεγγάρι
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.