Στα 51 του χρόνια ο Júlio Santana είχε ήδη αποσυρθεί από το επάγγελμα του επαγγελματία δολοφόνου. Ένα πρωινό στο σαλόνι του σπιτιού του, κι ενώ η γυναίκα του και τα παιδιά του ήταν εκκλησία για την Κυριακάτικη λειτουργία, καθόταν συλλογιζόμενος πόσους ανθρώπους είχε σκοτώσει. Ήταν Απρίλιος του 2006 όταν ο J. Santana άνοιξε το τετράδιο με εξώφυλλο που απεικόνιζε τον Donald Duck όπου είχε καταγράψει σχεδόν όλα τα συμβόλαια θανάτου που είχε εκτελέσει κατά την 35χρονη πορεία του. 487 καταγεγραμμένοι θάνατοι, στο σύνολο όμως 492.
Το 2006 εκδίδεται στη Βραζιλία το βιβλίο O Nome da Morte, το οποίο μεταφράζεται στα αγγλικά το 2018 με τον τίτλο The Name of Death – Το Όνομα του Θανάτου. Και αυτό γιατί ο θάνατος έχει όνομα: Júlio Santana. Συγγραφέας είναι ο μάχιμος Βραζιλιάνος δημοσιογράφος Klester Cavalcanti με το βιβλίο να είναι αποτέλεσμα ενδελεχής έρευνας και συνεντεύξεων που διήρκη
σαν εφτά χρόνια. Πρόκειται η αληθινή ιστορία ίσως του πιο επιτυχημένου επαγγελματία δολοφόνου στον κόσμο, με τον μεγαλύτερο αριθμό καταγεγραμμένων θυμάτων.
Βρέθηκα να διαβάζω για τον J. Santana γιατί χρειαζόμουν πληροφορίες εκ των έσω για το πως ζει και σκέφτεται ένας αληθινός επαγγελματίας δολοφόνος. Και αυτό γιατί η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος που γράφω, κάνει ακριβώς αυτό. Η δουλειά της είναι να εκτελεί συμβόλαια θανάτου. Και όσο και αν μου αρέσει ο John Wick και όσο και να παίζω φανατικά Assassins Creed, έψαχνα για κάτι που να μην έχει την αίγλη του Χόλυγουντ, κάτι που να μην γυαλίζει, που να είναι βρώμικο και σάπιο όπως φανταζόμουν ότι η αληθινή εικόνα ενός δολοφόνου ότι θα πρέπει να είναι. Πώς σκέφτεται ένας δολοφόνος; Πώς κοιμάται τα βράδια; Πώς διατηρεί σώας τας φρένας;
Η βιογραφία του J. Santana δεν με απογοήτευσε αν και μου προκάλεσε ταχυκαρδία αρκετές φορές. Αυτά που διάβαζα δεν ήταν αποτέλεσμα φαντασίας αλλά αληθινά γεγονότα. Γεγονότα που σχετίζονταν με πολιτικές δολοφονίες, την διεφθαρμένη αστυνομία, την στρατιωτική δικτατορία και το ανελέητο κυνήγι των κουμουνιστών, βασανιστήρια, το κυνήγι χρυσού, εγκλήματα πάθους και η λίστα δεν έχει τελειωμό.
O Júlio γεννήθηκε και μεγάλωσε στη ζούγκλα του Αμαζόνιου στα σύνορα μεταξύ Maranhão και βόρεια του Goiás. Η δουλειά του ήταν να ψαρεύει στον ποταμό Tocantins, να κυνηγά ζώα για να φέρνει φαγητό στο τραπέζι. Η ιστορία του ξεκινά το 1971 όπου στα δεκαεπτά του ήταν ήδη εξαιρετικός κυνηγός και ιχνηλάτης. Ήξερε να κινείται μέσα στη ζούγκλα με χαρακτηριστική ευκολία και ταχύτητα, και ξεχώριζε ήχους ζώων και πουλιών εκεί που άλλοι δεν άκουγαν τίποτα. Το σπίτι του ήταν μια καλύβα δύο δωματίων χωρίς τρεχούμενο νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα, όπου ζούσε με τους δύο του γονείς και τα δύο του αδέρφια. Στο ένα δωμάτιο κοιμόντουσαν σε αιώρες, ενώ το δεύτερο δωμάτιο εξυπηρετούσε ως κουζίνα.
Ο Júlio, όπως και όλη του η οικογένεια ήταν πιστοί καθολικοί. Πίστευαν στον Θεό και στην Παναγία και προσπαθούσαν να ζουν μια ενάρετη και ειρηνική ζωή. Ο Júlio δεν είχε φιλοδοξίες να βγει προς τα έξω να ανακαλύψει τον κόσμο. Η ζωή του στη ζούγκλα του ήταν αρκετή και το μόνο του όνειρο ήταν να παντρευτεί την κοπέλα του με την οποία ήταν ερωτευμένος.
Σημαντική φυσιογνωμία η οποία έπαιξε κεντρικό ρόλο στη ζωή του Júlio ήταν ο θείος του και αδερφός του πατέρα του, Cícero. O Cícero δεν έμενε πια στη ζούγκλα αλλά ζούσε στην πόλη Xambioá. Ο θείος του, τον οποίο ο νεαρός Júlio λάτρευε και θαύμαζε, επισκεπτόταν την οικογένεια του αδερφού του τουλάχιστον μια φορά το μήνα φέρνοντας ρύζι, αλεύρι και άλλα απαραίτητα τρόφιμα. Δήλωνε πως δούλευε ως στρατιωτικός αστυνομικός, ένα επάγγελμα ευυπόληπτο και με κύρος που του επέτρεπε να έχει την δική του μηχανή αλλά και ψυγείο.
Αυτό που δεν ήξεραν, και που ο Júlio ανακάλυψε αργότερα, ήταν πως ο θείος του δεν ήταν αστυνομικός αλλά εργαζόταν αποκλειστικά ως επαγγελματίας δολοφόνος.
Το πρώτο συμβόλαιο του νεαρού Júlio ήρθε χωρίς εκείνος να το αναζητήσει. Σε μία επίσκεψη του θείου του στην καλύβα τους, εκείνος αρρώστησε με υψηλό πυρετό και ανίκανος να μετακινηθεί ζήτησε από τον ανιψιό του να του μιλήσει κατ’ ιδίαν. «Julao, θέλω να κάνεις κάτι πολύ σημαντικό για μένα,» του είπε, «αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν. Ούτε στους γονείς σου, ούτε στ’ αδέρφια σου, ούτε στην κοπέλα σου».
«Μπορείς να μ’ εμπιστευτείς θείε», αποκρίθηκε ο Júlio.
Τότε ήταν που του αποκάλυψε ο θείος του ότι παράλληλα ως στρατιωτικός αστυνομικός, για να αυξήσει το εισόδημα του, ενίοτε δούλευε ως πληρωμένος δολοφόνος. Ο Júlio σοκαρίστηκε στο άκουσμα αυτής της εξομολόγησης. Ως βαθιά θρησκευόμενος, ο φόνος ήταν αμάρτημα που σ’ έστελνε κατευθείαν στην κόλαση, δεν ήταν κάτι που ο Θεός μπορούσε να συγχωρέσει.
Το θέμα ήταν ο θείος του είχε πάρει ένα συμβόλαιο να σκοτώσει έναν ψαρά με το όνομα Amarelo που έμενε στον ίδιο οικισμό με τον Júlio. Όχι μόνο είχε αναλάβει να εκπληρώσει το συμβόλαιο, αλλά είχε πληρωθεί ήδη. Και εξαιτίας της κατάσταση της υγείας του, αδυνατούσε να φέρει τη δουλειά εις πέρας. Και αυτό θα του προκαλούσε σοβαρά προβλήματα, αυτοί που ήθελαν τον Amarelo νεκρό θα αναζητούσαν να σκοτώσουν τον ίδιο τον Cícero. Σίγουρα ο Júlio δεν ήθελε να δει τον αγαπημένο του θείο να κινδυνεύει, σωστά; Επομένως, ο μόνος τρόπος να προχωρήσει η δουλειά χωρίς να κινδυνεύσει ο θείος του ήταν αν ο ίδιος Júlio αναλάμβανε να σκοτώσει τον Amarelo.
Κάτι που φυσικά ο Júlio αρνήθηκε να κάνει.
Ωστόσο ο θείος του επέμενε. Του είπε πως η πληρωμή του ήταν, εκτός του χρηματικού ποσού, τριάντα κιλά ρύζι, είκοσι κιλά φασόλια, δέκα κιλά καφέ, δέκα κιλά ζάχαρη, πέντε κιλά τυρί, δέκα λίτρα λάδι και δώδεκα μπουκάλια ενός αλκοολούχου ποτού με το όνομα cachaça.
«Εγώ θα κρατήσω τα χρήματα, το τυρί και το cachaça, και τα υπόλοιπα τρόφιμα θα μείνουν για εσάς εδώ», του είπε ο θείος του.
Από τη μία τα τρόφιμα που θα εξασφάλιζαν τροφή στην οικογένειά του για καιρό, από την άλλη ο άμεσος κίνδυνος που διέτρεχε ο θείος του αν δεν εκτελούσε το συμβόλαιο, έφεραν τον Júlio να δεχτεί να σκοτώσει τον Amarelo.
«Θα είναι σαν να σκοτώνεις ζώο», τον διαβεβαίωσε ο θείος του, κάτι που φυσικά ο Júlio διαπίστωσε πως απείχε μακράν από την πραγματικότητα.
Ο Amarelo δεν ήταν αθώος. Νεκρό τον ήθελε ο πατέρας ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού από το διπλανό χωριό, το οποίο ο Amarelo είχε βιάσει.
Ο Cícero διαβεβαίωσε τον Júlio ότι ο Θεός θα κοιτάξει από την άλλη πλευρά όταν θα πατά τη σκανδάλη, ακριβώς γιατί ο Amarelo ήταν ένοχος. Ο Júlio όμως εξακολουθούσε να αγωνιά για την ψυχή του στη μετέπειτα ζωή. Τότε ήταν που ο Cícero του είπε ότι ο Θεός συγχωρεί τα πάντα, αρκεί να το ζητήσεις. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μετά το φονικό ο Júlio να προσευχηθεί (10 φορές την προσευχή Hail Mary και 20 φορές το Πάτερ Ημών).
Η συνήθεια αυτή έμεινε στον Santana καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Ήταν τόσο έντονη η πίστη του και η αγωνία του μην προδώσει τον Θεό, που μετά από κάθε συμβόλαιο προσευχόταν πάντα, καμιά φορά παραπάνω από όσο του είχε πει ο θείος του, για να είναι σίγουρος ότι οι προσευχές πιάνουν τόπο.
Για αρκετό χρονικό διάστημα, έπειτα από την πρώτη του εκτέλεση θανάτου, ο Júlio και ύστερα από τη μεσολάβηση του θείου του, δούλευε για την αστυνομία του τότε στρατιωτικού καθεστώτος ως ιχνηλάτης. Ξεκίνησε να δουλεύει για την αστυνομία το 1972 και η δουλειά του ήταν να οδηγεί τους αστυνομικούς και παραστρατιωτικούς στη ζούγκλα του Αμαζονίου, στην αναζήτηση τους για κουμουνιστές αντάρτες.
Στην πρώτη του αποστολή και άθελα του, ο Júlio βρέθηκε πρωταγωνιστής σε μία κρίσιμη στιγμή για την πορεία της δικτατορίας: στην ανακάλυψη, σύλληψη και μετέπειτα βασανισμό του αντάρτη José Genoino. Ο Genoino αργότερα διετέλεσε σημαντική πολιτική φιγούρα της Βραζιλίας μέχρι που το 2012 βρέθηκε ένοχος για διαφθορά και αποσύρθηκε από την πολιτική.
Ο δεκαοχτάχρονος Júlio δεν συμμετείχε στα βασανιστήρια, ήταν η πρώτη φορά όμως που έβλεπε από κοντά τέτοιου είδους βία, κάτι τον οποίο τον σόκαρε. Ωστόσο σ’ εκείνη την αποστολή ήταν η πρώτη φορά που μπήκε σε ελικόπτερο και η πρώτη φορά που ήπιε κόκα κόλα. Το τελευταίο ήταν αυτό που τον εξίταρε περισσότερο γιατί αφενός του άρεσε πολύ να πίνει κόκα κόλα αφετέρου μόνο οι εύποροι είχαν πρόσβαση σε τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Ο νεαρός Júlio Santana εργάστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα με την αστυνομία του καθεστώτος μέχρι που αποφάσισε ότι η αμοιβή του ήταν πολύ χαμηλή για την αγωνία που ζούσε μέσα από τη βία των βασανιστηρίων και της διαφθοράς της αστυνομίας. Ή που θα επέστρεφε στο χωριό του στη ζούγκλα, ή θα ακολουθούσε τον θείο του ως επαγγελματίας δολοφόνος. Επέλεξε το δεύτερο διότι ήθελε να βγάλει αρκετά χρήματα ώστε να έχει δικό του σπίτι, με ηλεκτρικό ρεύμα, με ψυγείο και τηλεόραση και δικιά του μηχανή.
Ο θείος του τον μύησε στα μυστικά του επαγγέλματος και το πρώτο πράγμα που του δίδαξε ήταν ο Κώδικας Τιμής. «Υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ», του είπε, «ακόμη και αν η αμοιβή είναι πολύ μεγάλη».
Η λίστα, ο Κώδικας Τιμής, που έπρεπε να απομνημονεύσει ο J. Santana είχε ως εξής:
- Δεν θα σκοτώσεις ποτέ έγκυο γυναίκα
«εκτός αν δεν το ήξερες ότι είναι έγκυος», είπε ο θείος του - Δεν θα κλέψεις ποτέ από το θύμα σου
«είμαστε δολοφόνοι, όχι κλέφτες» - Δεν θα σκοτώσεις ποτέ επαγγελματία δολοφόνο
«σεβόμαστε τους συναδέλφους» - Δεν θα αναλάβεις ποτέ συμβόλαιο που θα σου χρωστάνε την αμοιβή
«ο θάνατος δεν περιμένει» - Δεν θα σκοτώσεις ποτέ άνθρωπο την ώρα που κοιμάται
«αυτό είναι δειλία»
Η γυναίκα του Santana ήξερε το επάγγελμά του, το έμαθε ωστόσο μόλις 11 μήνες μετά τον γάμο τους. Η σχέση τους κλονίστηκε από αυτή την αποκάλυψη και βρέθηκαν κοντά στο διαζύγιο αρκετές φορές. Δεν της έλεγε ποτέ λεπτομέρειες για τα συμβόλαια που εκτελούσε. Δεν ήθελε να της βαραίνει τη συνείδηση περισσότερο από ότι ήταν ήδη. Μια μέρα όμως, κι ενώ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας αμίλητος με το κεφάλι του χωμένο μέσα στις ανοιχτές του παλάμες, είπε στη γυναίκα του την ώρα που ετοίμαζε πρωινό «σήμερα σκότωσα ένα αγόρι δεκατεσσάρων ετών». Ήταν η πρώτη, και η μοναδική, φορά που σκότωσε παιδί.
Μεταφράζω την τελευταία παράγραφο του βιβλίου, The Name of Death:
“Σήμερα, ο Júlio Santana συνηθίζει να λέει πως το μόνο πράγμα που τον απέτρεψε από το να ζει ειρηνικά με τον εαυτό του είναι ότι αρκετά συχνά τα θύματά του εμφανίζονται στα όνειρά του. Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν στις 6 Σεπτεμβρίου του 2006, όπου ξύπνησε κάθιδρος τις πρώτες πρωινές ώρες. Τα μαλλιά του ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα και σηκώθηκε από το κρεβάτι να πάει να ξαπλώσει σε μία από τις αιώρες στην ταράτσα. Στον εφιάλτη που είχε, είδε το αιματοβαμμένο πρόσωπο του δεκαεννιάχρονου João Baiano, ενός εργάτη ορυχείου τον οποίο είχε σκοτώσει κατά λάθος στη Serra Pelada το 1982. Ο Júlio πιστεύει πως το γεγονός ότι έχει ακόμα εφιάλτες σημαίνει πως δεν έχει εντελώς συγχωρεθεί για τα εγκλήματα που έχει διαπράξει. Κάθε φορά που έχει τέτοιον εφιάλτη προσεύχεται με 10 Hail Marys και 20 Πάτερ Ημών, το οποίο σύμφωνα με τον θείο του, εγγυάται τη συγχώρεση από τον Θεό. Αφού προσευχηθεί, συνεχίζει τον ύπνο του.”
Tags: assassin , book , death , god , Hail Mary , Júlio Santana , killer , murder , murders , paid killer , prayer , prayers , real story , serial killer , The Name of Death , The Weird Side Daily , αληθινή ιστορία , αληθινή ιστορία δολοφόνου , Αμαζόνιος , αμοιβή , άρθρο , βιβλίο , δολοφονία , δολοφονίες , δολοφόνος , επαγγελματίας δολοφόνος , ζούγκλα , θάνατος , θεός , κατά συρρόη δολοφόνος , κυνηγός , Κώδικας Τιμής , μετάφραση βιβλίου , Πάτερ Ημών , πληρωμένος δολοφόνος , προσευχές , προσευχή , συμβόλαια θανάτου , φονιάς , φόνος
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.