Ο Χάρλει βρήκε ένα κενό ανάμεσα στα σκουριασμένα κάγκελα και σε μία συστάδα ψηλά κυπαρίσσια. Κοίταξε γύρω του. Με αποφασιστικότητα σύρθηκε ανάμεσα από τα κάγκελα και τους ξεραμένους θάμνους. Μπήκε με άνεση στον περίβολο του νεκροταφείου. Τίναξε το χώμα από πάνω του και άρχισε να βηματίζει.
Μικρές φωτιές τρεμόπαιζαν απαλά ανάμεσα από τα παλιά μνήματα. Ένα απαλό αεράκι τις έκανε να λικνίζονται ρυθμικά. Άγγελοι είχαν κουρνιάσει θλιμμένοι πλάι στις χαμένες ψυχές και κρύβοντας το πρόσωπό τους ανάμεσα στις μαρμάρινες παλάμες τους, τους κράταγαν συντροφιά αυτό το κρύο βράδυ. Τα φτερά τους είχαν κυρτώσει θλιβερά. Ανταύγειες φωτός σμίλευαν τα πέτρινα προσωπεία τους. Ένα μοναχικό κοράκι έκραξε βραχνά.
Με περιέργεια ο Χάρλει κοίταζε τις ασημένιες λουρίδες φωτός να χαράζουν τους χορταριασμένους τάφους όταν άκουσε έναν παράταιρο θόρυβο. Σταμάτησε να περπατά. Στύλωσε τα πόδια του στην νοτισμένη γη. Ο ακαθόριστος ήχος ακούστηκε ξανά στην σιωπή της νύχτας. Άφησε την οξύτατη ακοή του να τον οδηγήσει.
Έφθασε πάνω από έναν καινούργιο τάφο. Το χώμα ήταν ακόμα ανακατεμένο. Αφουγκράστηκε. Κάτω από την γη έρχονταν παράξενοι ήχοι, σαν γρατζουνίσματα. Ήταν επίμονα. Κάποια στιγμή σταμάτησαν και κάποια υπόκωφη κραυγή έφθασε στα αυτιά του.
“Μαρμότες”, σκέφτηκε.
Ο Χάρλει σήκωσε το πισινό του πόδι και σημάδεψε το χώμα. Μέσα στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι διέκρινε δύο μάτια να τον παρακολουθούν. Γαβγίζοντας δαιμονισμένα άρχισε να κυνηγά την γάτα.
Tags: dark , Flash-fiction , νεκροταφείο , σκοτάδι , τάφοι
Σχόλια και απόψεις.
Η γνώμη σας είναι πάντα καλοδεχούμενη.